Ένα ρολόι χειρός που ανήκε στον Αδόλφο Χίτλερ και πωλήθηκε πριν 48 ώρες για 1,1 εκατομμύρια δολάρια (ένα εκατ. ευρώ) από έναν οίκο δημοπρασιών στο Μέριλαντ αποτέλεσε ξανά την αφορμή προκειμένου να ανοίξει η συζήτηση για το, εδώ και δεκαετίες, φλέγον ερώτημα του κατά πόσο είναι ηθικό (γιατί νόμιμο είναι σίγουρα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) να πωλούνται ή να δημοπρατούνται ναζιστικά αντικείμενα και memorabilia ή αναμνηστικά των Ναζί.
Ο οίκος Alexander Historical Auctions, με έδρα το Τσέσαπικ Σίτι του Maryland, πούλησε το ρολόι σε έναν ανώνυμο αγοραστή, σύμφωνα με την ιστοσελίδα της εταιρείας. Ο Χίτλερ έλαβε το χρυσό ρολόι, που κατασκευάστηκε από τον Andreas Huber, στις 20 Απριλίου 1933, στα 44α γενέθλιά του. Φέρει χαραγμένα τα γράμματα «AH», μια σβάστικα και το έμβλημα του ναζιστικού αετού, καθώς και δύο ημερομηνίες: 20 Απριλίου 1889, τα γενέθλια του Χίτλερ, και 30 Ιανουαρίου 1933, την ημέρα που έγινε καγκελάριος της Γερμανίας.
Ένας Γάλλος στρατιώτης άρπαξε το ρολόι στις 4 Μαΐου 1945, όταν η μονάδα του κατέλαβε το εξοχικό του Χίτλερ στη Βαυαρία και κατόπιν, αφού πέρασε από πολλά χέρια, έφτασε μέχρι τον αμερικανικό οίκο δημοπρασιών.
«Το ρολόι και η ιστορία του έχουν ερευνηθεί από μερικούς από τους πιο έμπειρους και σεβαστούς ωρολογοποιούς και στρατιωτικούς ιστορικούς στον κόσμο, οι οποίοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είναι αυθεντικό και ότι πράγματι ανήκε στον Αδόλφο Χίτλερ», σύμφωνα με τον οίκο δημοπρασιών, ο οποίος πούλησε επίσης και άλλα αντικείμενα που σχετίζονται με τους Ναζί, όπως έναν χρυσό αετό από την κρεβατοκάμαρα του Χίτλερ, πολλά σκίτσα και πίνακες του δικτάτορα και ένα φόρεμα που ανήκε στην Εύα Μπράουν, τη σύζυγο του Χίτλερ.
Πριν από την πώληση, 34 Εβραίοι ηγέτες οργανώσεων και έμποροι συνυπέγραψαν ανοιχτή επιστολή με την οποία προέτρεπαν τον Alexander Historical Auctions να ακυρώσει τη δημοπρασία, χαρακτηρίζοντάς την ως «αποτρόπαια» και σημειώνοντας εμφατικά ότι «Ενώ είναι προφανές ότι τα μαθήματα της ιστορίας πρέπει να διδαχθούν -και τα νόμιμα ναζιστικά αντικείμενα ανήκουν σε μουσεία ή χώρους ανώτερης εκπαίδευσης- τα αντικείμενα που πουλάτε σαφώς δεν ανήκουν», όπως έγραψε στην σχετική επιστολή ο ραβίνος Menachem Margolin, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Εβραϊκής Ένωσης, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι «η πώληση αυτών των αντικειμένων αποτελεί ένα κατηγορητήριο για την κοινωνία μας, μια κοινωνία στην οποία η μνήμη, η δυστυχία και ο πόνος των άλλων παρακάμπτονται για το οικονομικό κέρδος».
Οι θολές γραμμές της ιστορίας
Το ζήτημα λοιπόν είναι λεπτό: από την μία, πλην Γερμανίας και Γαλλίας, όλες οι χώρες του κόσμου δεν θεωρούν παράνομη την πώληση τέτοιων αντικειμένων.
Από την άλλη, ισχυρίζονται κάποιοι, πρέπει ίσως να έχουμε υπόψη μας, με όρους ιστορικής ενσυναίσθησης και τους άμεσα ψυχολογικά παθόντες από ένα τέτοιο γεγονός: θύματα του Ολοκαυτώματος ή συγγενείς αυτών.
Η δε Γερμανία, στην νομοθεσία της, ξεκαθαρίζει ότι «αν τα αντικείμενα είναι ιστορικής σημασίας και εάν τα αναγνωριστικά σύμβολα των εθνικοσοσιαλιστών, όπως οι σβάστικες και χαρακτήρες ρούνων SS/SA είναι κολλημένα με ταινία, τότε η πώληση είναι επιτρεπτή στη χώρα».
«Εάν κάποια ηλικιωμένη Γερμανίδα έχει ακόμα ένα παλιό αντίγραφο του “Mein Kampf” [Ο Αγών Μου] στο ντουλάπι του σαλονιού της, δεν υπόκειται σε δίωξη. Αλλά αν η εν λόγω κυρία αποθηκεύει 20 αντίγραφα από αυτά στο υπόγειό της και στη συνέχεια τα πουλάει στο eBay, αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτελεί παραβατική συμπεριφορά», είπε ο Michael Terhaag, γερμανός δικηγόρος με ειδίκευση στο δίκαιο περί πώλησης ιστορικών αντικειμένων.
Οπότε η απλή κατοχή εντός της οικίας δεν τιμωρείται από το γερμανικό Σύνταγμα. Άλλα πράγματα τιμωρούνται.
Στην – πατρίδα του Χίτλερ- Αυστρία, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά, όπου εκεί δεν αρκεί απλώς να κολλάς τα ναζιστικά σύμβολα. Εκεί, τα εθνικοσοσιαλιστικά σύμβολα πρέπει να αφαιρεθούν οριστικά και όχι απλά να είναι καλυμμένα με ταινία. Οπότε η ντόπια κοινωνία αναρωτιέται: τι να κάνουμε αν τυχόν έχουμε τέτοια αντικείμενα, από τους παππούδες μας;
Να τα πετάξουμε, να τα πουλήσουμε ή να τα δωρίσουμε σε ένα μουσείο;
Αυτό είναι το ερώτημα που θέτει εδώ και λίγα χρόνια το Μουσείο Αυστριακής Ιστορίας στη Βιέννη. Σε μια πρόσφατη έκθεσή του, με τίτλο «Disposing of Hitler: Out of the Cellar, Into the Museum» [Πετώντας τον Χίτλερ στα σκουπίδια: Εξω από το κελάρι και μέσα στο μουσείο]», με την αγορά του εισιτηρίου εισόδου στο μουσείο, ο επισκέπτης λαμβάνει ένα χαρτί στο οποίο περιγράφεται ένα αντικείμενο της ναζιστικής εποχής, μαζί με την ξεκάθαρη ερώτηση: «Θα καταστρέφατε, θα πουλούσατε ή θα κρατούσατε αυτό το αντικείμενο;».
«Δεν μπορούμε να πάρουμε την απόφαση για όλους, ως προς το πώς θα πρέπει ως κοινωνία να αντιμετωπίσουμε τα λείψανα αυτής της τόσο σκιώδους εποχής», σημειώνει η διευθύντρια του μουσείου, Monika Sommer, «αλλά ο καθένας θα πρέπει να πάρει αυτή την απόφαση για τον εαυτό του. Η ιστορία μάς αφορά όλους, ιδιαίτερα η σύγχρονη ιστορία».
Ανεξάρτητα από την απόφαση που θα πάρει κανείς, τα κρίσιμα (ηθικά) ερωτήματα παραμένουν: Η διατήρηση τέτοιων αντικειμένων εντός της οικίας σου σημαίνει ότι σώνει και ντε αποτίεις φόρο τιμής στους Ναζί; Ότι είσαι νεοναζιστής; Ότι είσαι κρυφο-εθνικοσοσιαλιστής;
Και αν τελικά, πάρεις την απόφαση να πετάξεις τα αντικείμενα που διατηρείς στην κατοχή σου, σημαίνει ότι όντως νιώθεις ντροπή ή τύψεις για το οτιδήποτε αυτά αντιπροσωπεύουν, δηλαδή το Απόλυτο Κακό;
Συλλέκτες με εβραϊικές ρίζες οι περισσότεροι
Πάντως, ο Ελληνοαμερικανός Bill Panagopulos, πρόεδρος του οίκου δημοπρασιών που πούλησε το ρολόι του Χίτλερ, υπερασπίστηκε την πώληση, λέγοντας στον Andrew Jeong της Washington Post ότι «βρήκε απογοητευτικές τις απόψεις των Εβραίων ηγετών», προσθέτοντας μάλιστα ότι «το άτομο [που αγόρασε το ρολόι του Χίτλερ] ήταν ένας Ευρωπαίος Εβραίος».
«Πολλοί άνθρωποι δωρίζουν [ναζιστικά αντικείμενα] σε μουσεία και ιδρύματα, όπως κάναμε κι εμείς. Άλλοι χρειάζονται τα χρήματα ή απλώς επιλέγουν να τα πουλήσουν. Αυτό δεν είναι δική μας απόφαση», λέει ο Panagopulos στην Washington Post, προσθέτοντας εμφατικά ότι του κάνει εντύπωση το γεγονός πως «οι αγοραστές είναι συχνά Εβραίοι που εκπροσωπούν εβραϊκές οργανώσεις ή Εβραίοι συλλέκτες που σκοπεύουν να ανοίξουν τα δικά τους μουσεία. Και, σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, οι αγοραστές δεν είναι νεοναζί, οι οποίοι είναι πολύ φτωχοί και πολύ ηλίθιοι για να εκτιμήσουν οποιοδήποτε είδος ιστορικού υλικού».
Δεν έχει άδικο εδώ ο Ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας.
Ο αμερικανός εκτιμητής έργων τέχνης Jeff Shrader, από τον οίκο δημοπρασιών Roadshow, αφηγείται την ιστορία μιας γυναίκας που πήγε και τον συνάντησε κρατώντας ένα κουτί πούρων γεμάτο με αναμνηστικά πολέμου του αείμνηστου συζύγου της. Είχε ανοίξει το κουτί και το βρήκε γεμάτο με ναζιστικές κονκάρδες. Ήταν τρομοκρατημένη καθώς το θέαμα των αγκυλωτών σταυρών και των ναζιστικών συμβόλων που κρύβονταν στα πράγματα του συζύγου της την είχε εκνευρίσει.
Αντί να τον ρωτήσει πόσα χρήματα άξιζαν όλα αυτά, αντιθέτως του είπε: «Θέλω να μάθω αν ο άντρας μου ήταν ναζιστής. Έχει όλα αυτά τα ναζιστικά πράγματα. Αυτό τον κάνει Ναζί;»
«Της απάντησα πως όχι, ότι αυτό δεν σημαίνει ότι ο άντρας της ήταν Ναζί. Σημαίνει ότι ήταν ένας αμερικανός στρατιώτης που πολέμησε έναν άγριο εχθρό και ήθελε ένα αναμνηστικό για να θυμάται ότι κατάφερε και νίκησε αυτόν τον εχθρό», λέει ο (εβραϊικής καταγωγής και ο ίδιος) Shrader.
Πρέπει να καταλάβουμε κάτι, όλοι εμείς οι νεώτεροι: ότι για τις γενιές αυτές που πολέμησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (ή ακόμη και σε αυτές που γεννήθηκαν εν μέσω του πολέμου αυτού), όλη αυτή η ιστορική εικονιστική ασκούσε πάνω τους μια παράξενη γοητεία.
Λόγου χάρη, ο Keith Moon και ο Lemmy των Motorhead – αμφότερα παιδιά που γεννήθηκαν στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου – ήταν γνωστό ότι ήταν συλλέκτες ναζιστικών αντικειμένων.
Ο Moon ή ο Lemmy ήταν φασίστες; Ασφαλώς όχι. Απεναντίας, τόσο ο ντράμερ των Who, όσο και ο μπασίστας των Hawkwind και των Motorhead είχαν πολλάκις εμπλακεί σε καυγάδες με βρετανούς εθνικοσοσιαλιστές -και τους είχαν στείλει στο νοσοκομείο.
Αυτό όμως τους απαγόρευε να συλλέγουν, ο ένας στολές των SS και ο άλλος αναμνηστικά της εποχής των Ναζί;
«Δεν συλλέγω μόνο ναζιστικά αντικείμενα», είχε πει ο Lemmy πριν τον θάνατό του, «συλλέγω αντικείμενα από όλες τις χώρες του Αξονα, μαζεύω ιταλικές στολές και γιαπωνέζικα όπλα. Αλλά και όπλα και στολές στρατιωτών απο την Εσθονία, την Λιθουανία, την Φινλανδία και την Ουγγαρία. Από την αρχή της Ιστορίας, οι “κακοί” πάντα είχαν τις καλύτερες στρατιωτικές στολές, πως να το κάνουμε; Και μου αρέσει να τις έχω και να τις κοιτάω».
Επίσης, υπάρχουν δυο ακόμη σημαντικοί παράμετροι που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, αν όντως θέλουμε να απαγορεύσουμε, για λόγους «υπενθύμισης των αποτρόπαιων ατών πράξεων», την πώληση σχετικών αντικειμένων, το γνωστό «Never Forget».
Οτι, ταυτόχρονα με την δημοπράτηση ναζιστικών κειμηλίων, θα έπρεπε να απαγορεύσουμε και την πώληση αντίστοιχων αντικειμένων και memorabilia και από άλλα, εξίσου φρικτά, καθεστώτα.
Γιατί να μην απαγορεύσουμε την πώληση αντικειμένων από την εποχή του σταλινισμού; Ή την Καμπότζη του Πολ Ποτ; Ή αντικείμενα από την σφαγή στην Σρεμπρένιτσα; Και εκεί θηριωδίες διαπράχθηκαν. Και εκεί εκατομμύρια νεκρούς είχαμε -στην συντριπτική τους πλειοψήφία, απολύτως αθώοι.
Σαφώς και το Ολοκαύτωμα είναι το αποκορύφωμα του αποτροπιασμού και της βιαιότητας κατά τον 20ο αιώνα, αλλά γιατί οι συγγενείς των νεκρών και των θυμάτων του Πολ Ποτ να μην απαιτήσουν (δικαίως) να γίνει κάτι αντίστοιχο και για χάρη τους;
Γιατί εκείνοι να θέλουν να βλέπουν αντικείμενα από την Καμπότζη του 1979 να δημοπρατούνται σε μουσεία; Ψυχή δεν έχουν και αυτοί;
Για να μην μιλήσουμε για το παραεμπόριο που θα ανθίσει, κυρίως στο Διαδίκτυο και στο Dark Web, σχετικά με αγοραπωλησίες ναζιστικών αντικειμένων, έτσι και υπάρξει μια τυχόν απαγόρευση δημοπράτησής τους.
«Η συλλογή αντικειμένων από συλλέκτες αποτελεί εδώ και δεκαετίες ένα αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας μας», λέει ο Shrader, καταλήγοντας με νόημα ότι «πηγαίνω σε δημοπρασίες ναζιστικών αντικειμένων εδώ και χρόνια και έχω συναντήσει ανθρώπους όλων των φυλών, θρησκειών και πολιτικών απόψεων. Και δεν έχω γνωρίσει ακόμα έναν σκίνχεντ ή έναν νεοναζιστή. Και αυτό συμβαίνει επειδή σε γενικές γραμμές, οι συλλέκτες κατανοούν την ιστορία και είναι οι πρώτοι που θα πουν ότι ο λόγος που τέτοια πράγματα είναι σημαντικά να υπάρχουν και να πωλούνται είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο: επειδή δεν θέλουμε να ξανασυμβούν ποτέ».