Κάθε φορά που παρκάρω το αυτοκίνητο, κάτω από το σπίτι, ο κατάμαυρος Τσίτσι είναι εκεί. Νιάου, γρρρρρ και ξανανιάου και ξαναγρρρρρ. Είναι κοινωνικότατος και πολυλογάς. Με μεγάλο, όμορφο κεφάλι και κάπως πιο κοντά πόδια από το μέγεθός του και με δύο χαρακτηριστικά κοφτερά δόντια συμμετρικά του χαμόγελου του που του χαρίζουν το ψευδώνυμο «βρικολακάκι».

Με υποδέχεται με τον τρόπο του εμφανιζόμενος από το πουθενά, ξαφνικά στα πόδια μου, δεν μου επιτρέπει χάδια αλλά ο ίδιος πάντα τρίβεται στην πόρτα του αυτοκινήτου για ώρα.

Εδώ και δύο μήνες περίπου η γειτονιά έχει γεμίσει με μαύρα γατιά, αλητάκια και μορτάκια. Πέρσι τέτοιον καιρό κυκλοφορούσαν πολλά γκρι-ροζ. Τρέχα γύρευε πώς μοιράζεται το DNA ανά εποχή. Μιλώντας για τον Τσίτσι στο τηλέφωνο με μία φίλη μου γατομάνα-σκυλομάνα και μάνα δίδυμων κοριτσιών, η οποία έχει αφιερώσει τη ζωή της στα ζώα και στη φροντίδα τους, συνειδητοποίησα κάτι που αγνοούσα. «Τα μαύρα ζωάκια δέχονται μεγάλο ρατσισμό» είπε «το βλέπω με τα αδεσποτάκια, λίγοι είναι αυτοί που προτιμούν τα μαύρα». Δηλαδή, ακόμα σε αυτές τις μεσαιωνικές προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες είμαστε κολλημένοι; Πες μου ότι ο μύθος της Freya, της θεάς του έρωτα και της γονιμότητας των Νορβηγών, θα περάσει και στο metaverse, με τις δύο μαύρες γάτες να τραβάνε το άρμα της και να μεταμορφώνονται σε μάγισσες μετά από μανιασμένο καλπασμό;

Συμπωματικά έπεσα πάνω σε ένα άρθρο του thecut.com που καταπιάνεται με το θέμα, αφορμή στάθηκε ένα άρθρο της βρετανικής Daily Telegraph, στο οποίο σύμφωνα με εκπρόσωπο της Royal Society for the Prevention of Cruelty to Animals η σημερινή πολιτιστική μας εμμονή με τις σέλφι ευθύνεται για το γεγονός ότι τα καταφύγια δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να δώσουν προς υιοθεσία τις μαύρες γάτες.

Φωτ.: Andreea Popa / Unsplash

Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για μια παλιά ιστορία με μια σύγχρονη τροπή: Για χρόνια, ακόμη και δεκαετίες, οι υπεύθυνοι για την προστασία στα καταφύγια παραπονούνταν για το πρόβλημα του υπερπληθυσμού των ζώων με μαύρο και γενικά σκούρο τρίχωμα. Κάτι που είμαι σίγουρη, όσο απογοητευτικό κι αν είναι, ότι βασίζεται στις προκαταλήψεις με τις οποίες έχει συνδεθεί μέσα από μύθους και παραδόσεις η μαύρη γάτα. Πόσοι και πόσοι δεν έχουν αλλάξει δρόμο για να μην έρθουν αντιμέτωποι μαζί της;

«Πιθανότατα, όμως, δεν είναι επειδή οι άνθρωποι σπεύδουν να τα εγκαταλείψουν, αλλά μάλλον επειδή τα γονίδια που είναι υπεύθυνα για το μαύρο χρώμα του τριχώματος είναι κυρίαρχα γονίδια και επομένως μπορεί κανείς να υποθέσει ότι υπάρχουν περισσότερες μαύρες γάτες στον γενικό πληθυσμό».

Οι αποδείξεις για αυτό είναι ανεπίσημες και περνούν από στόμα σε στόμα. Μέχρι που βγήκε το δημοσίευμα αυτό, το οποίο συνδέει τη σημερινή μανία των σέλφι με την παραμονή των μαύρων ζώων στα καταφύγια. Ούτε λίγο, ούτε πολύ το άρθρο ισχυρίζεται βασισμένο σε προσωπικές μαρτυρίες ότι τα μαύρα ζώα δε γράφουν τόσο έντονα στις φωτογραφίες όπως ένα λευκό για παράδειγμα ή ένα κανελί, οπότε οι σύγχρονοι άνθρωποι, οι οποίοι πρωτίστως είναι χρήστες των σόσιαλ μίντια μέσω των προσωπικών τους λογαριασμών και μετά human beings, δεν τα αναζητούν για ζώα συντροφιάς.

Από την άλλη, οι εργαζόμενοι στα καταφύγια παραδέχτηκαν ότι τα ζώα με σκούρο τρίχωμα είναι πράγματι πιο δύσκολο να φωτογραφηθούν, απαιτείται μαεστρία από τον φωτογράφο, οπότε χάνουν σε φωτογένεια ακόμα και στις σελίδες των καταφυγίων, όπου και παρουσιάζονται πάνω από τη λεζάντα «είμαι ήσυχο, αγαπησιάρικο και ψάχνω σπίτι». Οι ίδιοι εργαζόμενοι παραδέχτηκαν ότι έχουν ακούσει ακόμα και παράπονα από επισκέπτες που ψάχνουν για ζωάκι, για τα λευκά μουστάκια πάνω στο ρύγχος των μαύρων ζώων, τα οποία τα κάνουν, λένε, να δείχνουν μεγαλύτερα σε ηλικία από ό,τι είναι στην πραγματικότητα, ξεδιπλώνοντας όλη την ανίερη γκάμα του ρατσισμού: χρώμα και ηλικία.

Συνολικά, όλα αυτά συνηγορούν υπέρ της ιδέας ότι οι σέλφι ευθύνονται, τουλάχιστον εν μέρει, για τον πολλαπλασιασμό των άστεγων μαύρων γατών. «Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια», δήλωσε στο thecut.com η Emily Weiss, αντιπρόεδρος της έρευνας και ανάπτυξης καταφυγίων για την Αμερικανική Εταιρεία για την Πρόληψη της Κακοποίησης των Ζώων, σύμφωνα με την πρόσφατη ανάλυση δεδομένων της ASPCA.

«Το μαύρο είναι όντως το πιο συνηθισμένο χρώμα τόσο για τους σκύλους όσο και για τις γάτες που εισέρχονται στα καταφύγια», είπε, «πιθανότατα, όμως, δεν είναι επειδή οι άνθρωποι σπεύδουν να τα εγκαταλείψουν, αλλά μάλλον επειδή τα γονίδια που είναι υπεύθυνα για το μαύρο χρώμα του τριχώματος είναι κυρίαρχα γονίδια και επομένως μπορεί κανείς να υποθέσει ότι υπάρχουν περισσότερες μαύρες γάτες στον γενικό πληθυσμό. Έτσι, επειδή υπάρχουν περισσότερες μαύρες γάτες στα καταφύγια, φαίνεται όντως ότι είναι πιο δύσκολο να υιοθετηθούν. Όμως στην πραγματικότητα, στο σύνολο των δεδομένων μας, διαπιστώσαμε ότι υιοθετήθηκαν περισσότερες μαύρες γάτες σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο χρώμα» συμπλήρωσε και τα γκρι σύννεφα τις αδικίας έφυγαν μακριά.

Η Weiss χρησιμοποίησε δεδομένα από ολοκληρωμένη τη βάση δεδομένων της ASPCA για τους κινδύνους των ζώων, η οποία χρησιμοποιεί στοιχεία από 14 περιοχές των ΗΠΑ και περιλαμβάνει πληροφορίες για περίπου 300.000 σκύλους και γάτες. Διαπίστωσε ότι οι μαύρες γάτες αντιπροσώπευαν το 31% των υιοθεσιών αιλουροειδών- επόμενες στη σειρά ήταν οι γκρι (20%) και οι καφέ (18%).

Σε μια ανάρτηση για το ιστολόγιο της ASPCA, η Weiss γράφει ότι αυτή η καλοπροαίρετη ανησυχία για το χαμηλό ποσοστό υιοθεσίας των μαύρων γατών που οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι υπάρχει, θα μπορούσε στην πραγματικότητα να καταλήξει να γυρίσει μπούμερανγκ, κατά κάποιο τρόπο σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Πολλά καταφύγια έχουν αρχίσει να διοργανώνουν «διασκεδαστικές προσφορές» με σκοπό να αμφισβητήσουν την (λανθασμένη) ιδέα ότι κανείς δεν θέλει μαύρες γάτες – όπως ένα καταφύγιο του Σιάτλ που απάλλαξε από το φόρο υιοθεσίας τις μαύρες γάτες πέρυσι τη «Μαύρη Παρασκευή».

Ευτυχώς πίσω από αυτή την ανοησία «οι μαύρες γάτες δεν βγάζουν καλές selfie που άρχισε να κυκλοφορεί στο διαδίκτυο, έχει συγκεντρωθεί ένας στρατός από γατόφιλους για να υπερασπιστεί τη φωτογένεια των μαύρων γατών τους, δημοσιεύοντας σέλφι με τα κατοικίδιά τους στο twitter και το instagram και να διώξουν μακριά τις μεροληπτικές αρλούμπες.