Κούτες στοιβαγμένες σε πατρικά υπόγεια, σε αποθήκες, σε γκαράζ που δεν ανήκουν πια σε εκείνους που κάποτε τις γέμισαν. Είναι οι κούτες των Millennials γεμάτες βινύλια, σχολικές σημειώσεις, μπλούζες από Φεστιβάλ, αθλητικά τρόπαια, CD, παλιά καλώδια για συσκευές που δεν υπάρχουν πια. Ένα αθόρυβο μουσείο μιας ζωής που πέρασε και που δεν έχει ακόμα αποφασίσει αν θέλει να κλείσει οριστικά. Σήμερα οι συλλογές γίνονται σε cloud, κάποιοι ρομαντικοί όμως δε θέλουν να αποχωριστούν τα πράγματα και κυρίως τα συναισθήματα που τα συνοδεύουν. 

Για χρόνια μιλάμε για τη “στιχομυθία της συσσώρευσης” των baby boomers. Οι νεότερες γενιές και κυρίως οι Millennials χρησιμοποιούν τα σπίτια των γονιών τους ως χώρους αποθήκευσης της δικής τους αβεβαιότητας. Δεν “απέτυχαν να απογειωθούν”, απογειώθηκαν χωρίς αποσκευές κι άφησαν τα υπάρχοντά τους πίσω, σαν αποδείξεις μιας ζωής που δεν χώρεσε ποτέ σε 40 τετραγωνικά. Οι λόγοι μοιάζουν πρακτικοί: μικρά σπίτια, υψηλά ενοίκια, μετακομίσεις, παιδιά, έλλειψη χρόνου. Στην πραγματικότητα όμως, το πρόβλημα είναι πιο βαθύ. Όταν κάτι μένει στο πατρικό, παύει να είναι ευθύνη σου. Γίνεται μια μακρινή υπόσχεση: “κάποτε θα το τακτοποιήσω”, κάποτε που μοιάζει όλο και πιο πολύ με ποτέ. 

Στην άλλη πλευρά βρίσκονται οι γονείς. Συχνά πιο δεμένοι με τις αναμνήσεις από ό,τι τα ίδια τους τα παιδιά. Εκείνοι θυμούνται πιο έντονα την ορθογραφία της τρίτης δημοτικού, το πρώτο χαμένο δόντι, το σχολικό τρόπαιο. Κρατούν αντικείμενα όχι επειδή τους τα ζήτησαν, αλλά επειδή νιώθουν πως έτσι προστατεύουν μια εποχή που χάνεται. Κάποιες φορές προβάλουν τη δική τους νοσταλγία πάνω στα παιδιά τους, σαν μια σιωπηλή υποχρέωση μνήμης. 

Το αποτέλεσμα είναι μια άτυπη, διαγενεακή διαπραγμάτευση: οι γονείς δεν τολμούν να πετάξουν, τα παιδιά δεν τολμούν να αποφασίσουν. Όλοι προσποιούνται ότι υπάρχει άπλετος χρόνος, μα δεν υπάρχει. Κάποια στιγμή ένας θάνατος, μια μετακόμιση, μια πώληση σπιτιού επιβάλλει αποφάσεις και τότε οι κούτες και το φορτίο τους κυριολεκτικά και μεταφορικά βαραίνουν αλλιώς. Γίνονται κληρονομιά που με κάποιον τρόπο πάει στα αζήτητα. 

Οι ειδικοί λένε κάτι απλό και σκληρό: αν δεν έχεις χώρο για κάτι σήμερα, μάλλον δεν το θέλεις πραγματικά. Αν δεν το χρησιμοποιείς τώρα, δύσκολα θα το χρησιμοποιήσεις αργότερα. Το αντικείμενο που μένει μακριά μας παύει σιγά σιγά να είναι αναμνηστικό και γίνεται βάρος. 

Κάθε γενιά έχει πρόβλημα με την κατανάλωση. Οι Millennials κουβαλούν μια διπλή ενοχή: της υπερκατανάλωσης και της αδυναμίας κατοχής χώρου. Αγόρασαν πολλά σε μια εποχή αφθονίας και ενηλικιώθηκαν σε μια εποχή στερημένη από σταθερότητα. Έτσι τα υπάρχοντα έμειναν πίσω σαν ήσυχοι μάρτυρες μιας υπόσχεσης που δεν εκπληρώθηκε: ότι κάποτε θα υπάρχει χώρος για όλα. 

Ο χώρος δεν είναι μόνο τετραγωνικά, είναι και ψυχική παράμετρος. Για να αδειάσει χρειάζεται το πιο δύσκολο ξεκαθάρισμα: εκείνο που δεν αφορά πράγματα, αλλά αποδοχή. Ότι κάποια όνειρα τελείωσαν. Ότι κάποιες εκδοχές του εαυτού μας ανήκουν πια στο παρελθόν, ότι δεν μπορούμε να τα πάρουμε όλα μαζί μας. 

Τα υπόγεια των γονιών μας είναι γεμάτα από ζωές που δεν ζήσαμε όπως φανταστήκαμε κι αυτός να είναι ο αληθινός λόγος που δυσκολευόμαστε να αδειάσουμε τις κούτες: γιατί τότε αναγκαζόμαστε να παραδεχτούμε πως μεγαλώσαμε κι η ευθύνη πέρασε σε εμάς. 

*Με στοιχεία από το Business Insider

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.