Η πρώτη μου ανάμνηση ΓΕΝΙΚΑ από την ζωή μου είναι η εξής: να κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση και να παρακολουθώ στην ασπρόμαυρη τηλεόραση του σαλονιού μας το έκτακτο δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ αναφορικά με τους εμπρησμούς στο πολυκατάστημα ΜΙΝΙΟΝ.
Ήμουν τριών ετών.
Πριν από αυτή την πολύ συγκεκριμένη εικόνα, δεν έχω καμία απολύτως ανάμνηση από την νηπιακή και βρεφική μου ηλικία: δεν θυμάμαι πώς γεννήθηκα, πότε είπα τα πρώτα μου λόγια, την μητέρα μου να με κρατάει αγκαλιά. Τίποτα απολύτως.
Γιατί όμως δεν έχουμε αναμνήσεις από τη βρεφική και την προνηπιακή μας ηλικία; Και γιατί δεν γνωρίζουμε πρισσότερα σχετικά με το φαινόμενο της νηπιακής ή βρεφικής αμνησίας (infantile amnesia), ο οποίος αποκαλύπτει την αντικειμενική δυσκολία ενός ατόμου να ανακαλέσει αυτοβιογραφικές μνήμες από τη γέννησή του και μέχρι τα 3 ή 4 έτη;
Με το φαινόμενο αυτό ασχολήθηκε πρώτη η ψυχολόγος Caroline Miles το 1893. Το 1910, ο Σίγκμουντ Φρόιντ αποπειράθηκε να δώσει μια αμφιλεγόμενη εξήγηση για τη νηπιακή αμνησία, χρησιμοποιώντας την ψυχαναλυτική θεωρία και ήταν ο πρώτος που επινόησε αυτόν τον όρο.
Παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να θυμηθούν πολλά πριν από την ηλικία των 2 ή 3 ετών, μια νέα έρευνα δείχνει ότι τα βρέφη μπορούν να σχηματίσουν αναμνήσεις – όχι μόνο τα είδη των αναμνήσεων που λέτε για τον εαυτό σας. Μέσα στις πρώτες μέρες της ζωής τους, τα βρέφη μπορούν όντως να ανακαλέσουν το πρόσωπο της μητέρας τους και να το ξεχωρίσουν από το πρόσωπο ενός ξένου. Λίγους μήνες αργότερα, τα νήπια μπορούν να δείξουν ότι θυμούνται πολλά οικεία πρόσωπα χαμογελώντας περισσότερο σε αυτά που βλέπουν πιο συχνά.
«Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη αναμνήσεων εκτός από τις λεγόμενες «αυτοβιογραφικές». Υπάρχουν «σημασιολογικές» μνήμες ή μνήμες γεγονότων, όπως τα ονόματα για διαφορετικές ποικιλίες μήλων. Υπάρχουν επίσης «διαδικαστικές μνήμες» ή μνήμες για τον συγκεκριμένο τρόπο εκτέλεσης μιας ενέργειας, όπως η οδήγηση αυτοκινήτου», όπως αναφέρει το εκτενές ρεπορτάζ του ιστότοπου The Conversation.
Σύμφωνα, πάντως, με τις πρόσφατες έρευνες από το εργαστήριο της ψυχολόγου Carolyn Rovee-Collier στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, τα βρέφη μπορούν να σχηματίσουν κάποια από αυτά τα άλλα είδη αναμνήσεων από μικρή ηλικία. «Φυσικά, τα βρέφη δεν μπορούν να σας πουν ακριβώς τι θυμούνται. Έτσι, το κλειδί για την έρευνα του Rovee-Collier ήταν να επινοήσει μια εργασία (task) που μπορούσε να επιδράσει πάνω στις ικανότητες των μωρών, προκειμένου να αξιολογηθούν οι αναμνήσεις τους για μεγάλο χρονικό διάστημα», επισημαίνει το άρθρο.
Στην «εργασία» / πείραμα για βρέφη 2 έως 6 μηνών, οι ερευνητές τοποθέτησαν ένα βρέφος μέσα σε μια κούνια με ένα κινητό τηλέφωνο να κρέμεται από πάνω. Μέτρησαν το πόσο κλωτσούσε στον αέρα με τα πόδια του το μωρό προκειμένου να πάρουν μια ιδέα για τη φυσική του τάση να κινεί τα πόδια του. Στη συνέχεια, έδεσαν ένα κορδόνι από το πόδι του μωρού μέχρι την άκρη του κινητού, έτσι ώστε όποτε το μωρό κλωτσάει, το κινητό να κινείται. «Όπως προέκυψε, τα νήπια μαθαίνουν γρήγορα ότι έχουν τον έλεγχο: τους αρέσει να βλέπουν το κινητό να κινείται και έτσι κλωτσούσαν περισσότερο σε σχέση πριν το κορδόνι στερεωθεί στο πόδι τους, δείχνοντας ότι έχουν μάθει ότι το λάκτισμα κάνει το κινητό να κινείται», κατέδειξε το πείραμα.
Η «έκδοση» για βρέφη 6 έως 18 μηνών είναι παρόμοια. Αλλά αντί το μωρό να ξαπλώσει σε μια κούνια – κάτι που αυτή η ηλικιακή ομάδα δεν θα κάνει για πολύ – οι ερευνητές το βάζουν κάθεται στην αγκαλιά του γονέα του με τα χέρια του σε έναν μοχλό που θα κάνει τελικά ένα τρένο να κινείται γύρω από μια γραμμή. Στην αρχή, ο μοχλός δεν λειτουργεί και οι ερευνητές μετρούν πόσο πολύ πιέζει ένα μωρό φυσικά το χέρι του προς τα κάτω. Στη συνέχεια, βάζουν το μοχλό σε λειτουργία. Τώρα, κάθε φορά που το βρέφος τον πιέζει, το τρένο κινείται γύρω από την τροχιά του. Τα νήπια μαθαίνουν ξανά το παιχνίδι γρήγορα και πιέζουν το μοχλό σημαντικά περισσότερο όταν βλέπουν ότι μπορούν να κάνουν το τρένο να κινηθεί.
Τι σχέση έχει αυτό με τη μνήμη; Το πιο έξυπνο μέρος αυτής της έρευνας είναι ότι αφού εκπαίδευσε τα βρέφη σε μία από αυτές τις εργασίες για μερικές ημέρες, η Rovee-Collier δοκίμασε αργότερα αν το θυμόντουσαν. Όταν τα βρέφη επέστρεψαν στο εργαστήριο, οι ερευνητές απλώς τους έδειξαν το κινητό ή το τρένο και προσπάθησαν να διαπιστώσουν αν εξακολουθούσαν να κλωτσούν το κινητό ή να πατούν το μοχλό.
Χρησιμοποιώντας αυτή τη μέθοδο, η Rovee-Collier και οι συνεργάτες της διαπίστωσαν ότι στους 6 μήνες, αν τα βρέφη εκπαιδεύονται για ένα λεπτό, μπορούν να θυμηθούν ένα γεγονός μια μέρα αργότερα. Όσο μεγαλύτερα ήταν τα βρέφη, τόσο περισσότερο θυμόντουσαν. Διαπίστωσε επίσης ότι μπορείτε να κάνετε τα βρέφη να θυμούνται γεγονότα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, εκπαιδεύοντάς τα για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους και δίνοντάς τους υπενθυμίσεις, όπως για παράδειγμα, δείχνοντάς τους το κινητό να κινείται από μόνο του.
Το δεύτερο πείραμα σε ποντίκια
Κάποιοι επιστήμονες έκαναν και ένα δεύτερο σχετικό πέιραμα, σε ποντίκια αυτή τη φορά.
Οι ερευνητές εξέτασαν τις μνήμες που δημιουργούνταν σε ποντίκια 17 ημερών, δηλαδή το αντίστοιχο των ανθρώπων κάτω των τριών ετών και μόλις τα ποντίκια έφτασαν τις 24 μέρες (6-9 ανθρώπινα έτη), όταν δηλαδή μπορούσαν να διατηρήσουν τις αναμνήσεις τους, τότε συνέκριναν και επανεξέτασαν τις νηπιακές μνήμες τους.
Σύμφωνα με το πείραμα, τα ποντίκια μπήκαν μέσα σε ένα κουτί, χωρισμένο σε δύο τμήματα. Το ένα μέρος ήταν το «ασφαλές» και το άλλο ήταν αυτό «του ηλεκτροσόκ». Τα ποντίκια τοποθετούνταν ένα-ένα στο ασφαλές μέρος, και μετά από λίγο άνοιγε η πόρτα που χώριζε τα δύο μέρη. Αν το ποντίκι πήγαινε στο άλλο μέρος, δεχόταν ένα ελαφρύ ηλεκτροσόκ στα πόδια του. Εννοείται πως τα «ενήλικα» ποντίκια θυμόντουσαν πρώτα απ’ όλα τις «δυσάρεστες» εμπειρίες και δεν ξαναγυρνούσαν στο ίδιο μέρος.
Αυτό που παρατηρήθηκε στα πολύ μωρά-ποντίκια των 17 ημερών, ήταν ότι απέφευγαν το τμήμα τού ηλεκτροσόκ αμέσως μετά την εμπειρία, αλλά ξαναπήγαιναν την επόμενη μέρα, λες και είχαν ξεχάσει τη δυσάρεστη ανάμνηση. Αντιθέτως, τα ποντίκια 24 ημερών διατηρούσαν τη μνήμη και απέφευγαν το ίδιο μέρος, όπως τα ενήλικα.
Συγκρίνοντας τους εγκεφάλους των νεαρών και των ενήλικων ποντικιών, οι ερευνητές βρήκαν ότι διάφορες πρωτεΐνες αυξάνονταν ή μειώνονταν ποσοτικά στον ιππόκαμπο του εγκεφάλου τους, κάτι που συνέβαινε λόγω της μάθησης και όχι της ηλικίας.
Μία συγκεκριμένη πρωτεΐνη, η BDNF (Brain-derived neurotrophic factor, δηλαδή «εγκεφαλικός νευροτροφικός παράγοντας», ο οποίος κωδικοποιείται από το γονίδιο BDNF που βρίσκεται στο χρωμόσωμα 11 και δρα σε ορισμένους νευρώνες του κεντρικού νευρικού συστήματος και του περιφερικού νευρικού συστήματος, συμβάλλοντας στην διατήρηση και επιβίωση των υφιστάμενων νευρώνων και ενισχύοντας την ανάπτυξη και τη διαφοροποίηση νέων νευρώνων και συνάψεων) έδειχνε να «προστατεύει» και να διατηρεί τις αναμνήσεις στα νεαρά ποντίκια, όταν αυτή εγχεόταν με ένεση, με την ομάδα που έκανε την έρευνα να θέλει πλέον να μελετήσει το πώς μπορεί να μπλοκάρει τυχόν τραυματικές αναμνήσεις.