Ήταν Σεπτέμβριος του 1998. Είχα δώσει Πανελλήνιες εξετάσεις με το σύστημα των τεσσάρων δεσμών, είχα περάσει σε μια Σχολή που δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα και ετοιμαζόμουν να φοιτήσω σε αυτή από τον ερχόμενο Οκτώβριο. Είχα πάει ήδη διακοπές στην Πάρο όπου είχα περάσει ακραία φανταστικά, αλλά ήθελα κι άλλες. Εκείνο το βράδυ, βρισκόμουν στο +Soda με την φίλη μου τη Νεφέλη και προσπαθώντας να συζητήσουμε μέσα στα εξαιρετικά υψηλά ντεσιμπέλ ήχου, έπεσε η ιδέα: Να πάμε όσο πιο μακριά μπορούσαμε, για να γράψουμε έναν επικό επίλογο στο καλύτερο – μέχρι τότε – καλοκαίρι της ζωής μας. Είχαμε ακούσει από έναν γνωστό μας, ότι θα πάει στη Γαύδο, ένα μέρος πολύ μακρινό, που βρέχεται από το Λιβυκό Πέλαγος και έχει απέραντες παραλίες με άμμο πούδρα, κέδρους και ανθρώπους που κυνηγούν στη ζωή τους τον ήλιο. Είχαμε καταφέρει να μάθουμε ελάχιστα από κείνον την τελευταία φορά που έπιανε σήμα το τηλέφωνό του, κάπου στην Κρήτη και μας είχε δώσει αυτές τις ελάχιστες πληροφορίες.

Δεν υπήρχε ίντερνετ ώστε να μπορέσουμε να συλλέξουμε πληροφορίες γι αυτό τον προορισμό, έπρεπε να τα κάνουμε όλα στα τυφλά με πολλή τύχη και λίγα χρήματα.

Έτσι απλά, φύγαμε από το club, περάσαμε από το σπίτι μας, πήραμε ελάχιστα πράγματα σε ένα μικρό σακίδιο και ουσιαστικά χωρίς να ξέρουμε που πάμε, ξεκινήσαμε για το πιο περιπετειώδες ταξίδι της ζωής μας. Αρχικά πήραμε ένα πλοίο που πήγαινε στην Κρήτη, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο που γνωρίζαμε πριν ξεκινήσουμε. Φτάσαμε και πήγαμε να μείνουμε στο μαγαζί μιας φίλης μας, που την έλεγαν Ελεωνόρα και η οικογένειά της είχε μια καφετέρια, “Τη γωνιά των αγγέλων” στο παλιό λιμάνι των Χανίων. Πάνω από την καφετέρια, ήταν το σπίτι της και θα μπορούσε να μας φιλοξενήσει για λίγες ημέρες όπως μας είχε πει. Εκεί βέβαια, αντιμετωπίσαμε και την πρώτη δυσκολία: ένας τύπος μου έκλεψε την τσάντα με αποτέλεσμα ενώ στη συνέχεια τον βρήκα και μου επέστρεψε μερικά από τα πράγματα που είχα μέσα, να κρατήσει τα περισσότερα από τα χρήματα που είχα στη διάθεσή μου για το ταξίδι στη Γαύδο, κάτι που περιόριζε πολύ τις επιλογές μου. Δεν παραιτήθηκα, είπα στη Νεφέλη ότι θα πάμε against all odds. Και το κάναμε.

Ρωτώντας δεν πας μόνο στην πόλη, πας και στην Γαύδο και κάπως έτσι κινηθήκαμε για να τη βρούμε. Θυμάμαι πως τότε είχαμε δυο επιλογές να πάμε στο νησί: Η μία ήταν με ένα -καΐκι θα το χαρακτήριζα- από την Παλαιοχώρα και με ένα καράβι από τα Σφακιά. Κάποιος μας είπε πως η Παλαιοχώρα ήταν πιο κοντά κάτι που ούτε τότε διασταυρώσαμε, ούτε τώρα ξέρω αν ισχύει και προτιμήσαμε αυτό. Πήραμε ένα λεωφορείο μέχρι ένα σημείο, το οποίο δεν θυμάμαι πως λεγόταν αλλά θυμάμαι ότι βρισκόταν στη μέση του πουθενά και από τη μέση του πουθενά μέχρι την Παλαιοχώρα, τα πενιχρά οικονομικά μας δεν μας επέτρεπαν να φτάσουμε με άλλο τρόπο παρά μόνο με autostop. Ο μόνος που περνούσε και δέχθηκε να μας επιβιβάσει στο όχημά του ήταν ένας οδηγός φορτηγού που κουβαλούσε κοπριά. Στην αρχή μπήκαμε στην καμπίνα, αλλά δεν μας άρεσε και πολύ η συμπεριφορά του, οπότε με την πρόφαση ότι νιώθουμε στριμωγμένες, πηδήξαμε στην καρότσα. Ναι, η καρότσα με την κοπριά, φαινόταν καλύτερη από την παρέα του όσο εξωφρενικό κι αν ακούγεται.

Μας άφησε στην Παλαιοχώρα, όμως χάσαμε το καΐκι εκείνη την ημέρα και έπρεπε να περιμένουμε μέχρι την επόμενη. Δεν είχαμε χρήματα για να νοικιάσουμε δωμάτιο και έτσι μείναμε στην παραλία, κάτω από ένα μεγάλο δέντρο. Κάναμε μπάνιο στη θάλασσα, κοιμηθήκαμε και την επόμενη μέρα πήραμε το καΐκι για τη Γαύδο, το οποίο έπλεε σαν καρυδότσουφλο στα κύματα. Το σήμα του κινητού χάθηκε και δεν μπόρεσα να υπολογίσω πόσες ώρες ταξιδέψαμε, θα έλεγα πως πέρασαν τουλάχιστον τρεις μέχρι να δούμε το λιμάνι της Γαύδου, η οποία έμοιαζε με βραχονησίδα. Κατεβήκαμε εμείς κι άλλοι το πολύ τρεις άνθρωποι σε ένα μέρος το οποίο έμοιαζε μαγευτικά ακατοίκητο. Μας είπαν πως από το οδικό δίκτυο η συγκοινωνία τότε τουλάχιστον έφτανε μέχρι το Σαρακήνικο, την πρώτη παραλία του νησιού και εκεί μπορούσαμε να πάμε είτε με τα πόδια είτε με ένα τόσο παλιό λεωφορείο, το οποίο περνούσε μια φορά την ημέρα κι αυτή δεν ήταν και τόσο σίγουρο. Σταθήκαμε τυχερές και μπήκαμε σε αυτό το στοιχειωμένο αλλά καταπληκτικό όχημα και αποβιβαστήκαμε στην παραλία του Σαρακήνικου. Κι εκεί, αντίκρυσα, το πιο συναρπαστικό τοπίο που είχα δει ποτέ μου.

Όσο έφτανε το μάτι μου στον ορίζοντα, δεν υπήρχε απολύτως τίποτα. Κανένα σημάδι ζωής και πολιτισμού. Μόνο άμμος, κέδροι και θάλασσα.

Σαφώς και δεν υπήρχαν ενοικιαζόμενα δωμάτια, ξενοδοχεία ή καταστήματα. ¨Η μάλλον για να το θέσω καλύτερα, τα μόνα που υπήρχαν ήταν μια ταβέρνα στη μέση του πουθενά, ένα σπίτι, ένας φούρνος και ένα καρτοτηλέφωνο που δεν λειτουργούσε. Ούτε ηλεκτρικό, ούτε νερό. Βρισκόμασταν στο ωραιότερο μέρος του κόσμου, του οποίου η ομορφιά ξεπερνούσε και τις βασικές ανάγκες ενός ανθρώπου για επιβίωση. Την πρώτη μέρα, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι δεν θα τα καταφέρουμε και τόσο εύκολα. Δεν είχαμε καν σκηνή, ήμασταν εντελώς απροετοίμαστες για όσα συναντήσαμε, δεν ξέρω καν τι σκεφτόμασταν όταν ταξιδέψαμε σε αυτό το μέρος χωρίς καμια πρόνοια και έτσι, καθίσαμε στην άμμο και προσπαθούσαμε να βρούμε τι θ απογίνουμε. Χτυπήσαμε την πόρτα στο ένα και μοναδικό σπίτι που υπήρχε στην παραλία για να ζητήσουμε πληροφορίες και μας τις έδωσαν, ήταν άλλωστε τόσο λίγες και τόσο απλές: Δεν υπάρχει μέρος να μείνουμε, ο φούρνος ανοίγει τα χαράματα και μόνο από κει μπορούσαμε να προμηθευτούμε ένα από τα – το πολυ είκοσι καρβέλια ψωμί που ξεφούρνιζε – και νερό. Μετά έκλεινε μέχρι την επόμενη μέρα. Η ταβέρνα άνοιγε και έκλεινε όποτε ήθελε και συνήθως το φαγητό που μπορούσε να διαθέσει τελείωνε επίσης γρήγορα.

Ευτυχώς, οι άνθρωποι που έμεναν στο συγκεκριμένο σπίτι, μας τηγάνισαν από ένα αυγό γιατί είχαμε να φάμε μια αιωνιότητα και μία μέρα, όμως αυτό ήταν το πιο νόστιμο τηγανητό αυγό που έφαγα στη ζωή μου.

Έτσι λοιπόν, βρήκαμε ένα μικρό άδειο ξύλινο σπιτάκι στην παραλία του Σαρακήνικου, το οποίο άνηκε σε κάποιον ερημίτη, ο οποίος δεν βρισκόταν τότε εκεί, μπήκαμε μέσα και το κάναμε δικό μας σπιτάκι. Βγάλαμε αμέσως τα ρούχα μας, βγάλαμε και τα μαγιό μας και απολαύσαμε την υπέροχη παραλία, τα τροπικά νερά και τα δελφίνια που κολυμπούσαν μαζί μας για αρκετές ώρες, με όλα αυτά να μας αποζημιώνουν πλήρως για όλα τα υπόλοιπα που μας έλειπαν. Ο ήλιος ήταν διαφορετικός. Η θάλασσα δεν έμοιαζε με καμία. Ο αέρας μύριζε αλλιώς. Ένα ζευγάρι αρκετά μακριά από εμάς, έκανε σεξ στην άμμο σαν να μην το βλέπει κανείς. Μαζέψαμε κοχύλια, κοχύλια παράξενα, πανέμορφα, αστερίες και πολύχρωμα βότσαλα. Είδαμε θαλάσσιες χελώνες να είναι εξοικειωμένες με τον άνθρωπο και να μας πλησιάζουν όσο κάναμε βουτιές για να τις χαζέψουμε κάτω από το νερό, μπορούσαμε να τις ακουμπήσουμε, να πιαστούμε από το καβούκι τους και να μας πάνε την πιο όμορφη βόλτα που κάναμε ποτέ στη ζωή μας.

Οι ώρες περνούσαν και βρισκόμασταν στον Παράδεισο.

Η αλήθεια είναι πως και στον Παράδεισο όμως πεινάς, διψάς και θέλεις κάπου να κοιμηθείς άνετα. Και εμείς δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα από όλα αυτά. Κάποια στιγμή άνοιξε η μοναδική ταβέρνα και πήγαμε να καθίσουμε εκεί για να πιούμε έστω λίγο νερό. Θυμάμαι ότι συναντήσαμε μόνο δυο άτομα: Έναν τουρίστα από την Αυστραλία που γυρνούσε τον πλανήτη κυνηγώντας το καλοκαίρι όπως μας είπε και μια τουρίστρια που δέχθηκε να μας κεράσει ότι πάρουμε με αντάλλαγμα μια κρέμα σώματος που τύχαινε να έχω μαζί μου και δεν το διαπραγματεύτηκα ούτε μια στιγμή. Εκείνη βρισκόταν εκεί δυο μήνες, και το δέρμα της χρειαζόταν ενυδάτωση. Εγώ ούτε ένα εικοσιτετράωρο και ο οργανισμός μου χρειαζόταν τροφή και νερό. Έτσι έκλεισε η συμφωνία και καταφέραμε να γεμίσουμε άλλη μια φορά ελαφρά το στομάχι μας. Παράλληλα όμως συνειδητοποιήσαμε ότι δεν θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να μείνουμε έτσι εκεί, δεν θα τα καταφέρναμε, δεν είχαμε αρκετά λεφτά, δεν είχαμε skills, δεν είχαμε στον -υπέροχο- ήλιο της Γαύδου μοίρα.

Επειδή όμως το νησί αγκαλιάζει όσους το ερωτεύονται με την πρώτη ματιά, τότε, έγινε ένα μεγάλο θαύμα, γιατί μόνο έτσι μπορούσα να το χαρακτηρίσω.

Όπως καθόμασταν στην ταβέρνα εμφανίστηκε ένας μυστήριος τύπος με μια γουρούνα. Τον ακούσαμε να έρχεται από πολύ μακριά, ήταν ο μόνος μηχανοκίνητος ήχος που ακούστηκε στο νησί και καθώς έτρεχε, σήκωνε πίσω του ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης. Ήρθε στην ταβέρνα, κατέβηκε, συστήθηκε, κάθισε σε ένα τραπέζι και παρήγγειλε μια ρακή. Μας κοίταξε με περιέργεια και μας ρώτησε για εμάς. Του είπαμε τα πάντα, τα οποία δεν ήταν και πολλά: Ουσιαστικά είδε δυο κορίτσια αδιανότητα ταλαιπωρημένα και με τεράστια θέληση να καταφέρουν να παραμείνουν στο μαγικό νησί. Ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος. Μας πρότεινε να πάμε να μείνουμε στη δική του καλύβα, η οποία βρισκόταν σε μια άλλη πιο μακρινή παραλία, χωρίς κανένα απολύτως αντάλλαγμα. Αν και νιώσαμε πολύ υποχρεωμένες, μας ήταν αδύνατον να αρνηθούμε και του είπαμε πως θα το θέλαμε με μεγάλη χαρά αρκεί να τον βοηθάμε σε ότι χρειάζεται για να μην του είμαστε βάρος. Δέχθηκε, αν και όπως αποδείχθηκε στο σύντομο μέλλον, όσα κάναμε δεν ήταν καθόλου επιβαρυντικά για εμάς, αντιθέτως τα διασκεδάζαμε όλα. Ήταν ένα πραγματικά ωραίο αντίτιμο.

Η Γαύδος είναι το νησί στο οποίο σύμφωνα με τη μυθολογία, η Καλυψώ ξελόγιασε τον Οδυσσέα. Και όποιον άλλον πηγαίνει εκεί έχω να προσθέσω.

Περπατήσαμε πολύ ώρα μέχρι να φτάσουμε στην δική του παραλία. Σκαρφαλώσαμε βράχια, χαλάσαμε τα σανδάλια μας, ψηθήκαμε από τη ζέστη, βουτήξαμε στη θάλασσα για να δροσιστούμε, όμως όταν φτάσαμε, συναντήσαμε τη δική μας “γαλάζια λίμνη”. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος, είχε μετατρέψει μια μεγάλη έκταση κάτω από πυκνή βλάστηση σε ένα υπέροχο δενδρόσπιτο. Χρησιμοποιούσε τη φυσική σκιά αλλά είχε χρησιμοποιήσει και λευκά πανιά για επιπλέον δροσιά. Μέσα στο δενδρόσπιτο, υπήρχαν μαξιλάρια, στρωματάκια, προμήθειες, μαγειρικά σκεύη, όλα όσα χρειαζόταν κάποιος όχι απλά για να επιβιώσει, αλλά για να περάσει πραγματικά υπέροχα στο συγκεκριμένο μέρος. Αγαπούσα να λικνίζομαι σε μια χειροποίητη κούνια που είχε δέσει από ένα δέντρο. Τρώγαμε συνήθως φρούτα, ψωμί, κονσέρβες σόγια, ή ψάρια στα κάρβουνα, τα οποία ψάρευε ο ίδιος από τη  θάλασσα. Έμενε σε αυτό το κατάλυμμα περίπου οκτώ  μήνες το χρόνο μας είχε πει, από τον Μάρτιο μέχρι και τα τέλη Οκτώβρη- καμια φορά και περισσότερο. Τον βαρύ χειμώνα κατέβαινε στην Αθήνα, την άνοιξη ξανακατέβαινε στο βασίλειό του, στο οποίο έμενε ολομόναχος. Ήταν ο πιο οργανωμένος ερημίτης σε ολόκληρο το νησί και βοηθούσε όποιον περαστικό ή άλλο ερημίτη είχε ανάγκη. Αγαπούσε την μοναξιά του και με το να μας φιλοξενήσει στην καλύβα του – που δεν ήταν καθόλου καλύβα- νιώθαμε έντονα πως ήταν μια μεγάλη υπέρβαση για εκείνον. Τον ευχαριστώ από τότε κάθε μέρα που περνά.

Ήταν καλλιτέχνης, σκάλιζε τσελέμια. Είχε στο δενδρόσπιτο δεκάδες χειροποίητα chilum σε πολλά μεγέθη και με φανταστικά σχέδια.

Από τη στιγμή που μείναμε μαζί του- θα τον πω Θ. με το αρχικό του ονόματός του- οι διακοπές μας στη Γαύδο, έγιναν ένα ζωντανό όνειρο. Είχαμε λύσει το πρόβλημα της επιβίωσης και μπορούσαμε πλέον να απολαύσουμε το νησί, αυτό το ξεχωριστό, μοναδικό, υπέροχο μέρος στο οποίο καταφθάνουν λίγοι όμως η καρδιά τους μένει για πάντα εκεί. Ζούσαμε στην κυριολεξία μέσα στη θάλασσα, χωρίς ρούχα, χωρίς παπούτσια, χωρίς μαγιό, χωρίς αντηλιακό, χωρίς άγχος, χωρίς τίποτα που να μας θυμίζει ύλη ή πολυτέλεια, κι όμως ήμασταν οι πιο πλούσιοι άνθρωποι στον κόσμο. Συζητούσαμε όλοι μαζί με τις ώρες, που και που συναντιόμασταν με ελάχιστους περαστικούς που έκαναν μια στάση στο δενδρόσπιτο και ανταλλάζαμε τα νέα μας, κάναμε διάφορα πράγματα για να περάσει η μέρα μας, όπως να μαζεύουμε κλαδιά για την βραδινή φωτιά, να πλένουμε τα πιάτα μας στη θάλασσα, να καθαρίζουμε το δενδρόσπιτο από την άμμο, πάντα υπήρχαν μικρές όμορφες δουλειές για να κάνουμε στην καλύβα της Γαύδου και ήταν αλήθεια ευχάριστες.

Μάθαμε πως η ζωή μπορεί να είναι ωραία ακούγοντας μονάχα τους ήχους της φύσης, χωρίς να κρατάς ρολόι, χωρίς τηλεόραση, ραδιόφωνο, έντυπα, χωρίς ρούχα και παπούτσια, χωρίς, χωρίς,χωρίς, αλλά με τον εαυτό σου, με το λίγο φαγητό, με τα ζώα και τα φυτά με τα οποία συνυπάρχεις ειρηνικά, με τους ελάχιστους ανθρώπους που θα ανταλλάξεις μια ουσιαστική κουβέντα, με τον ήλιο και τη σελήνη, με τη θάλασσα και τον άνεμο. Μάθαμε να εκτιμάμε τα πάντα και πολύ, θυμάμαι πόσο ερωτεύτηκα τον ήχο της κιθάρας ενός περαστικού όταν τον άκουσα να παίζει ένα τραγούδι και συνειδητοποίησα πως είχα να ακούσω μουσική πολλές ημέρες.

Η Γαύδος είναι σχολείο. Είναι ένα σχολείο που σε κάνει να μαθαίνεις τον πραγματικό προορισμό σου στη ζωή, ο οποίος δεν είναι τίποτα παραπάνω από το να συνυπάρχεις με τη φύση -σου-.

Είναι ένα μέρος που πριν από 24 χρόνια που πήγα εγώ, έμοιαζε ξεχασμένο από τον πλανήτη κι όμως, τόσο μα τόσο περήφανο για αυτή του την ιδιότητα. Μείναμε στη δική μας “γαλάζια λίμνη” δέκα ημέρες. Φύγαμε για δυο λόγους: Ο πρώτος ήταν πως ο Σεπτέμβριος τελείωνε και έπρεπε να επιστρέψουμε για να πάμε στο Πανεπιστήμιο και ο δεύτερος πως όσο ήμασταν εκεί, δεν υπήρχε πραγματικά κανένας τρόπος για να επικοινωνήσουμε με τους δικούς μας και όσο να το πεις είχαν ανησυχήσει. Στην πραγματικότητα, δεν έφυγα ποτέ. Η ψυχή μου έμεινε για πάντα στην Γαύδο και κάποια μέρα, έχω υποσχεθεί ότι θα επιστρέψω για να την πάρω.