Θυμίζει ζωγραφιά ενός πίνακα που ο καλλιτέχνης του το εμπνεύστηκε μέσα από ιστορίες και μύθους. Ιστορίες ανθρώπων που έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους σε ένα γραφικό χωριό που φημίζεται για το ηλιοβασίλεμά του, τα μικρά του σοκάκια, τα χρωματιστά σπιτάκια του και τους καλούς ανθρώπους.
Ο Πέλεκας βρίσκεται «καρφιτσωμένος» σε έναν κατάφυτο λόφο από ελιές, σε υψόμετρο περίπου 220 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Από την ανατολική του πλευρά μπορείς να αγναντέψεις όλη την πόλη της Κέρκυρας και η θέα να φτάσει και να «αγκαλιάσει» όλο το Ιόνιο πέλαγος. Από τη δυτική του πλευρά ξεπροβάλλει και σου «χαμογελά» η Αδριατική θάλασσα.
«Μεγαλείο ψυχής», θα το χαρακτηρίσουν οι ξένοι, που πολύ γρήγορα θα αισθανθούν οικεία, καθώς στον Πέλεκα είναι όλοι καλοδεχούμενοι. Οι πλατειούλες του χωριού συνδυάζουν παραδοσιακά καφενεδάκια και ταβερνούλες με όλες τις πατροπαράδοτες κερκυραϊκές γεύσεις, αλλά και τις πιατέλες ντόπιων κρεατικών.
Στον Πέλεκα τίποτε δεν θυμίζει τα πολυσύχναστα και πολυκοσμικά καντούνια της πόλης. Εδώ ο χρόνος σταματά και σε μαγεύει. Έτσι μαγεύτηκε και ο κ. Γιάννης Μπασιούκας, ορμώμενος από την Αμφιλοχία, που πριν από περίπου 30 χρόνια ήρθε στον Πέλεκα και ζει μέχρι και σήμερα μόνιμα.
«Ήμουν δύτης στην Αθήνα και έβγαζα σφουγγάρια», θα πει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «ήρθα στο νησί να δω τον αδερφό μου που είχε ήδη μετοικήσει στο νησί και έμεινα», θα καταλήξει.
Η κ. Αλεξάνδρα κρυφογελά. Αυτή γνωρίζει πως δεν ήταν μόνο το νησί ή η ίδια ως αφορμή, αλλά αυτός ο μαγικός τόπος. Το μαγικό χρωματιστό κιτρινοκόκκινο χωριό, που το καλοκαίρι το βράδυ οι θερμοκρασίες είναι τόσο χαμηλές που σίγουρα θα χρειαστείς ζακέτα, ενώ το χειμώνα προστατεύεται από τους γύρω λόφους.
Ο κ. Γιάννης από σφουγγαράς, το έφερε η μοίρα να έχει ένα μικρό ταβερνάκι, με μόνο πέντε τραπεζάκια στημένα ένα-ένα στη σειρά να ακουμπάνε τα κάγκελα της πλατείας, όμως το μεγάλο πελατολόγιό του περιμένει υπομονετικά για να δοκιμάσει τις παραδοσιακές γεύσεις του. Το μόνο παράπονο του ο αποχωρισμός του από τη θάλασσα, που παρότι είναι σε απόσταση μόνο πέντε χιλιομέτρων από αυτή, δεν καταφέρνει να τη νιώσει. «Η δουλειά παιδί μου είναι απαιτητική και όπως ξημερώνει, έτσι βραδιάζει χωρίς να το καταλάβεις» θα πει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Η κ. Σταυρούλα από την άλλη, είναι νύφη στον Πέλεκα. Σερβίρει καφεδάκια και δίνει συμβουλές σε όλους τους τουρίστες πώς να κινηθούν στο χωριό. Σίγουρα τους προτείνει να επισκεφτούν την εκκλησία των Αγίων Νικολάου και Αντωνίου που βρίσκεται στην πάνω πλατεία του χωριού και είναι εκεί από το 1504. Μάλιστα στα τέλη του 19ου αιώνα, γύρω από το ναό, βρέθηκαν καλυβίτες τάφοι με κεραμίδες ρωμαϊκής εποχής.
Από την πλευρά του ο κ. Τέλης Μαρτίνης, μόνιμος κάτοικος του χωριού θα επισημάνει πως «αυτό που αξίζει να δει κάποιος είναι τα παλιά αρχοντικά του Πέλεκα», τα όποια όπως λέει «σήμερα μπορεί να είναι κλειδαμπαρωμένα, αλλά είναι απαράμιλλης ομορφιάς».
Στην κάτω πλατεία του μικρού χωριού, που σήμερα μετρά περισσότερες από τριακόσιες οικογένειες, βρίσκεται η Παναγία Οδηγήτρια. Ο ναός ανεγέρθηκε το 1751. Δίπλα του σαν «ρυάκια» φαίνονται τα μικρά «ασπρισμένα» σοκάκια του χωριού, τόσο μικρά που δύσκολα μπορούν να περάσουν δίπλα δίπλα τρία άτομα. Όσο τα διασχίζεις, τόσο μαγεύεσαι, καθώς σε κάθε πλευρά αποκαλύπτεται και μια καινούργια θέα από θάλασσα και πλαγιές.
Αυτό το μοναδικό τοπίο φέρεται πως ζήλεψε και ο Κάιζερ, ο τελευταίος Γερμανός αυτοκράτορας και βασιλιάς της Πρωσίας, Γουλιέλμος Β’, καθώς μέχρι και σήμερα στην κορυφή του Πέλεκα στέκει αγέρωχος και επιβλητικός ο πέτρινος θρόνος του, γνωστός και ως «παρατηρητήριο του Κάιζερ».
Ο Πέλεκας ήταν το αγαπημένο χωριό του στο νησί. Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία ο Κάιζερ συνήθιζε κάθε φορά που ερχόταν στο νησί να ανεβαίνει στην κορυφή του Πέλεκα και από εκεί, να αγναντεύει την πανοραμική, 360 μοιρών, θέα του νησιού, αλλά και το ηλιοβασίλεμα.
Δεν ήταν όμως μόνο ο Κάιζερ που αγαπούσε αυτόν τον τόπο, αλλά και πολλοί βασιλείς και αυτοκράτορες που τον επέλεγαν για ησυχαστήριο, αλλά και καλλιτέχνες καθώς ο Πέλεκας αποτελεί μέχρι και σήμερα ελιξίριο της φύσης.
Με τη δύση ο Πέλεκας «λούζεται» από κοκκινόχρυσο χρώμα, ενώ ο τεράστιος ήλιος φαίνεται να «βουτά» στα γαλάζια νερά της Αδριατικής για να ξεκουραστεί.
Το χωριό έχει ζωή από τα βυζαντινά χρόνια, με την πρώτη γραπτή μαρτυρία γι αυτό να παρουσιάζεται το 1330. Οι ελάχιστοι τότε κάτοικοί του ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία, αλλά και την ξυλεία, γι αυτό πολλοί θεωρούν ότι από κει πήρε και το όνομα του, καθώς οι κάτοικοι πελέκαγαν πέτρες και ξύλα. Άλλοι θεωρούν ότι η ονομασία προήλθε από το επίθετο Πελεκάς, Πελεκάνος ή Πελεκιώτης, που ήταν ουσιαστικά προσδιορισμός επαγγέλματος.
Όπως και να’ χει το χωριό μένει χαραγμένο στη μνήμη όλων όσων θα το επισκεφθούν, ενώ όπως πρατηρεί η κ. Τασούλα «πολλοί είναι πλέον οι Ευρωπαίοι που έχουν αγοράσει σπίτια στο χωριό, κυρίως Γερμανοί, Άγγλοι και Σέρβοι».
Την παράδοση του χωριού αποτυπώνει και το μουσείο παραδοσιακών ελληνικών ενδυμασιών και κερκυραϊκής μουσικής, ενώ κάθε χρόνο, στις 22 και 23 Αυγούστου, τη μέρα της Παναγίας της Οδηγήτριας, ο Πέλεκας «θυμάται» άλλες εποχές. Το χωριό πλημμυρίζει από κόσμο. Οι Αμερικάνοι, δηλαδή οι Πελεκιώτες που ξενιτεύτηκαν, θα βρίσκονται στην πατρίδα. Όλοι θα είναι στο πανηγύρι και όλοι θα αγναντέψουν τη θάλασσα πάνω από τις ακτές του Κοντογυαλού και της Γλυφάδας. Όλοι θα μαγευτούν και θα κρατήσουν τις παραμυθένιες εικόνες στην καρδιά τους μέχρι το επόμενο καλοκαίρι.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ