Τι σας έρχεται στο μυαλό όταν ακούτε Σαλαμίνα; Η ναυμαχία; Τα ουζερί; Tα πολλά αδέσποτα; Κούλουρη; Ό,τι κι αν είναι αυτό να ξέρετε ότι η Σαλαμίνα είναι πολλά πολλά περισσότερα.
«Πόσοι γνωρίζουν ότι η Σαλαμίνα είναι ποίημα;», αναρωτήθηκε ο φίλος Γιώργος μαζί με τον οποίο πήγαμε στη Σαλαμίνα, στην εκδρομή που διοργάνωσε ο ποιητής Σαμσών Ρακάς στο πλαίσιο του Ρομαντικού Πανεπιστημίου.
Εκδρομή; Ας δούμε πώς παρουσίασε ο ίδιος ο Ρακάς αυτή την εξόρμηση στο νησί του. «Ένα σεμινάριο διαφυγής από την αστική επιτήρηση, μια οντολογική εκδρομή στο δάσος της Σαλαμίνας μέσω μιας πολύωρης επιμορφωτικής εμπειρίας». Την Κυριακή που μας πέρασε, εντός του Δεκεμβρίου αλλά με καιρό Μαΐου, γύρω στα 20-25 άτομα συγκεντρώθηκαν στο λιμάνι του νησιού και κατευθύνθηκαν με τα αυτοκίνητά τους στο πυκνό πευκόδασος που καλύπτει το νότιο τμήμα του. Εκεί ξεκίνησε η πεζοπορία μας στο μονοπάτι.
Στο νου μου οι σκέψεις που κατέθεσε ο Σαμσών στο facebook λίγες ώρες πριν την έναρξη της ποιητικής κατοίκησης, όπως περιγράφει την περιήγηση: «Έχει τη δύναμη ένα ποίημα να ξεκινήσει κάποιον πόλεμο; Ακούγεται αστείο το ερώτημα στις μέρες μας ωστόσο ο Σόλωνας κάποτε το κατάφερε. Πήγε και απήγγειλε την ελεγεία του με τίτλο «Σαλαμίς» στην Αγορά και έπεισε τους Αθηναίους να αρχίσουν πόλεμο με τους Μεγαρείς για να επανακτήσουν το ποθητό νησί. Ο πόλεμος είχε έκβαση νικηφόρα. Το νησί επανήλθε στη δικαιοδοσία της Αθήνας. Αλλά αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι πως από τους 100 στίχους του συγκεκριμένου ποιήματος σώζονται μόνο οι οχτώ. Αν και ελάχιστοι, μια λέξη τρομερή καταφέρνει και φανερώνεται εντός τους: «Σαλαμιναφέτης». Δηλαδή, ο αρνητής του νησιού της Σαλαμίνας, αυτός που δε νοιάζεται για αυτήν, άνθρωπος προδότης. Κι αν η λέξη μοιάζει να ανήκει σε μια μικρή κι αδιάφορη γεωγραφία, μη νομίζετε πως αυτή δεν σας αφορά. Όλοι με τον τρόπο μας έχουμε προδώσει μια Σαλαμίνα. Γιατί η Σαλαμίνα είναι ιδέα. Μια ιδέα βαρβαρότητας και καταστροφής σε κάθε πλευρά του εδάφους της: ναυπηγεία, πατριδοκαπηλία, νταμάρια, ναύσταθμος, λόμπι φεριμπότ, νεκροταφείο πλοίων, καταστροφική δόμηση, ιχθυοκαλλιέργειες, ισοπεδωμένη Ψυττάλεια μπροστά, εκρηκτική Ρεβυθούσα πίσω. Και πολλά ακόμη. Μα μην τα πολυλογώ: αν παρομοιάζαμε το νησί με μια ελεγεία, από τους 100 στίχους της φυσικής ομορφιάς της, τώρα πια έχουν διασωθεί μόνο οι οχτώ. Αυτά μας αναλογούν ιστορικά και σε αυτά τα σημεία θα κατευθυνθούμε, με την ελπίδα να αρκούν για να δεξιώσουν την ποιητική μας κατοίκηση. [Κι αν τα ποιήματα δεν μπορούν να ξεκινήσουν έναν πόλεμο πια, είναι γιατί βρισκόμαστε εντός του]».
Ένα πεσμένο δέντρο αποτέλεσε την πύλη στο δασικό σύμπαν. «Αγγίζω τώρα αυτόν τον πεσμένο κορμό. Και προσπαθώ να νιώσω όχι την αφή μου που ασκείται πάνω του αλλά την αφή του που ασκεί επάνω στη δική μου. Το αγγίζω για να νιώσω την προσπάθειά του να με αγγίξει αυτό», τα λόγια του ποιητή ανοίγουν την πόρτα από την άλλη πλευρά, εκεί που δεν εμείς μέσα στο δάσος αλλά το δάσος είναι μέσα μας, μας παρατηρεί, μας αναπνέει, μας ακούει.
Όταν φτάνουμε στο νταμάρι λέει: «Γράφει ο Μπένγιαμιν: “είναι στη φύση όλων των πραγμάτων να κοινοποιούν το πνευματικό τους περιεχόμενο”. Στη Ρώμη θα λέγανε: Saxa Loquuntur. Δηλαδή οι πέτρες μιλούν. Οι βράχοι μιλούν. Μπορούμε απλά να πάμε στον Σολωμό και στους ελεύθερους πολιορκημένους που γράφει: “Σ’ ελέγχ’ η πέτρα που κρατείς, / και κλει φωνή κι’ αυτήνη” Τι φωνή κλείνει όμως; Τι μηνύματα κοινοποιεί σε μας η πέτρα που κρατώ; οι τρελοί γεννιούνται απ’ τις πέτρες που πετάχτηκαν ένα απόγευμα αφηρημένα από μια παρέα παιδιών καθώς αυτά συζήταγαν με πάθος να φτιάξουνε μια συμμορία, και έτσι δεν κατάφεραν να κάνουν γκελ στη θάλασσα, δεν γκελάρουν όλοι οι άνθρωποι, να προσέχετε τις πέτρες που πετάτε».
Στο ξέφωτο κάτω από το παχύ ίσκιο ενός πεύκου που μυρίζει το αλάτι της θάλασσας, σταθήκαμε σιωπηλοί, εκεί που ο Δημήτρης μοιράστηκε μαζί μας την ψυχή του με ένα κυπριακό μοιρολόι. «Τέσσερα τζιαι τέσσερα γίνουνται οκτώ / τέσσερα παλικάρκα πάσιν στον πόλεμον. Στον δρόμον που πηγαίνασιν μα επεινάσασι / τσι εκάτσασιν να φάσιν τζιαι εδιψάσασιν. Γυρεύκουν νά ’βρουν βρύσην απάνω στο βουνόν / τζ’ ήβρασιν έναν λάκκον των εκατόν ορκών. Eρίξαν το λαχνίν τους πκοιός έν’ να κατεβεί / τζιαι έπεσεν η μοίρα πα στο μικρόν παιδί. – Δέστε με αδέρφκια μου τζ’ εγιώ να κατεβώ, μες στο ερημολάτζιν να βκάλω το νερόν. Tζιαι τότες τα αδέρφκια του τον σφικτοδέσασιν, μες στο ερημολάτζιν τον κατεβάσασιν. – Eβγάρτε με, αδέρφκια μου γιατ’ είδα το νερόν / έν’ κότζινον τζιαι μαύρον μα τζιαι φαρματζιερόν. Ώσπου να τον τραβήσουσιν τζιαι να τον βκάλουσιν / οι όφεις τζιαι τα φίδκια τον μισοφάασιν. – Oπόταν θα επιστρέψετε εις την πατρίδα μου να τρώτε τζιαι να πίνετε εις την υγείαν μου, να πείτε τζιαι της μάνας μου στα μαύρα να ντυθεί γιατί τον γιον της τον μιτσήν δεν θα τον ξαναδεί». Η Κάτια παραδίπλα σκουπίζει τα μάτια της. Κοιτώ τη θάλασσα, είναι πολύ κοντά, είναι πολύ μακριά, της γυρνάμε την πλάτη και κατευθυνόμαστε και πάλι προς το βουνό.
Σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίσμα παίζεται ένα μικρό θεατρικό, ένα διαλογικό παιχνίδισμα του Σαμσών με τον Παναγιώτη, που είναι συγκινητικά απλός και τρυφερός. «Η καταδίκη του σύγχρονου ανθρώπου είναι πως σε όποιο σημείο της πόλης κι αν κατοικεί, αδυνατεί να αισθανθεί “στο σπίτι του”, κι όσο κι αν προσπαθεί βουλιάζει διαρκώς σε μια συνθήκη ανικανοποίητου, σε ένα συναίσθημα ανεκπλήρωτο. Η τεχνικότητα της ύπαρξης τον κατατρύχει διαρκώς. Η έννοια της διαμεσολάβησης τον στοιχειώνει. Δεν γνωρίζει πώς, πού, πότε παράγονται τα πράγματα που καταναλώνει. Όσο κι αν περηφανεύεται για αυτήν, δεν είναι ουσιαστικός κάτοχος της τεχνολογίας που χρησιμοποιεί. Παραδομένος τυφλά στην έννοια της προόδου, απολαμβάνει τους καρπούς του προηγμένου καπιταλισμού, αγοράζει ρομποτικές σκούπες, καταναλώνει τεχνολογικά προϊόντα που προέρχονται από την παιδική εκμετάλλευση, κατακρίνει ενίοτε το γεγονός, βυθισμένος μέσα στην αντινομία, ανίκανος να τολμήσει να αντισταθεί στην έννοια της προόδου που είναι προορισμένη δομικά να καταλήγει στον πόλεμο και στον ολοκληρωτισμό. Οι επαναστάσεις είναι οι ατμομηχανές της ιστορίας, θα γράψει ο Μαρξ. Οι επαναστάσεις ίσως είναι το χειρόφρενο στις ατμομηχανές, θα ανταπαντήσει ο Μπένγιαμιν». Και ύστερα θα έρθει ο Παναγιώτης για να μας αποτελειώσει «Δες οι λαγοί τρελάθηκαν, βουτάνε στις πισίνες να πνιγούν. Κι εμένα, που κάποτε με λάτρεψαν πολλοί, ένας άνθρωπος δεν υπάρχει για να με κατοικήσει».
Όταν επέστρεψα σπίτι μου, έβγαλα από την τσέπη μου μια πέτρα, ροζ. Τώρα κατοικεί μαζί μου. Την πρόδωσε τη Σαλαμίνα.