Για κάποιον λόγο, που δεν έχω εξηγήσει στο μυαλό μου, πίστευα ότι η Σκόπελος και γενικά οι Βόρειες Σποράδες δεν είναι ένα κουλ μέρος για να περάσει κανείς τις διακοπές του, δεν είναι Κυκλάδες φυσικά οπότε δεν μαζεύουν τους λάτρεις της ξερολιθιάς και της καθολικά άγριας ομορφιάς του βράχου στον ήλιο του μεσημεριού που μοιάζει με χτύπημα σφυριού πάνω στο αμόνι. Τόσο ειλικρινής και ξεκάθαρη. Τόσο απελευθερωτικά σκληρή. Ευτυχώς στις Κυκλάδες ο αέρας λειτουργεί κατευναστικά, γλυκαίνει τα ανταριασμένα πνεύματα αν και παίρνει παραμάζωμα τα τσουλούφια των μαλλιών.
Στις Σποράδες έχει άλλο καιρό. Η έννοια του ζεν δικαιώνεται σε ένα τοπίο που μοιάζει με νησιωτική Θεσσαλία ως προς την άποψη της αρχιτεκτονικής, των σπιτιών με τα κεραμίδια και της ιδιοσυγκρασιακής έκφρασης της ίδιας της φύσης. Τα δύο βουνά της, η Δέλφη και το Παλούκι, επιβάλουν την σημαντικά ογκώδη παρουσία τους σε όλη τη διάρκεια των διαδρομών στο νησί, τα πεύκα που φτάνουν μέχρι τη θάλασσα θυμίζουν σκηνικά από ιταλικό κινηματογράφο στην ακμή της Dolce Vita με Ανίτα Έκμπεργκ και Μαρτσέλο Μαστρογιάννι και οι πανέμορφες παραλίες με τα ήρεμα και ζεστά νερά σου θυμίζουν με τον πιο ευθύ τρόπο ότι η ζωή μπορεί να είναι ωραία.
Με μία φράση, η Σκόπελος δεν ξέρω εάν δεν είναι κουλ αλλά είναι ζεν. Ξεκάθαρα. Είναι η τσιλαουτέρια του Αιγαίου. Η απόλυτη αγκαλιά για φώλιασμα μετά το πάρτι, η ζεστή και ανθρώπινη επικοινωνία μετά το ξέδομα.
Αυτές και πολλές ακόμα διαπιστώσεις / αναθεωρήσεις χαρίζει αυτός ο τόπος που έγινε γνωστός στα πέρατα της οικουμένης με την ταινία Mama Mia, η οποία γυρίστηκε εκεί και έκτοτε ο χρόνος χωρίστηκε στην εποχή πριν το Mama Mia και στην εποχή μετά. Η εποχή μετά έφερε έξτρα κόσμο στο νησί, ο οποίος λατρεύει αυτήν ακριβώς την χαρισματική χρονοκάψουλα, την χωρίς πόζα πρόταση, τις σκοπελίτικες τυρόπιτες -στο τηγάνι και όχι στον φούρνο- το παραδοσιακό γλυκό αυγάτο με δαμάσκηνο Σκοπέλου, που ονομάστηκε έτσι λόγω του σχήματος του μοιάζει με αυγό και, φυσικά, τα αμυγδαλωτά, χαμαλιά και ροζέδες, τα πεντανόστιμα χειροποίητα καλούδια, τοπικές σπεσιαλιτέ του νησιού.
Με μία φράση, η Σκόπελος δεν ξέρω εάν δεν είναι κουλ αλλά είναι ζεν. Ξεκάθαρα. Είναι η τσιλαουτέρια του Αιγαίου. Η απόλυτη αγκαλιά για φώλιασμα μετά το πάρτι, η ζεστή και ανθρώπινη επικοινωνία μετά το ξέδομα.
Το Μαντούδι Ευβοίας απέχει δύο ώρες πάνω-κάτω από την Αθήνα, με σταθερή ταχύτητα και μία στάση για προμήθεια καφέ σε χάρτινη συσκευασία. Κι από ‘κει το καραβάκι για τη Χώρα της Σκοπέλου είναι άλλο ένα δίωρο. Κοντινός προορισμός και μάλιστα με εναλλαγές που ενισχύουν την περιπέτεια της διαδρομής. Η Χώρα της Σκοπέλου, που έχει κηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός, είναι μια γραφική νησιώτικη αρχόντισσα με χαρακτηριστική αρχιτεκτονική και λευκά όμορφα καλντερίμια, τα οποία έχουν το ίδιο εφέ σε όλα τα νησιά: κρύβουν εκπλήξεις μέσα στη δαιδαλώδη ψυχοσύνθεσή τους.
Η Χώρα αποτελείται από ένα κράμα αρχιτεκτονικών ρυθμών. Ο σχιστόλιθος στις στέγες των σπιτιών και των πολυάριθμων εκκλησιών και τα νεοκλασικά στοιχεία ξεχωρίζουν. Η ρυμοτομία, με την τέλεια προσαρμογή στις υψομετρικές διαφορές, με την αμφιθεατρική διάταξη που προσφέρει το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό θέας, ήλιου και αέρα, τις λιγοστές θολωτές στοές και την αξιοποίηση φυσικών στοιχείων έχει τη δική της ομορφιά και τέχνη.
Το δεύτερο μεγαλύτερο χωριό του νησιού είναι η Γλώσσα και βρίσκεται στην βορειοδυτική πλευρά. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με καταγωγή από τη γειτονική Σκιάθο αναφέρεται στη Γλώσσα ως το «Ψηλό Χωριό». Η θέα από το εστιατόριο Αγνάντι επιβεβαιώνει πέρα για πέρα το προσωνύμιο του σπουδαίου Έλληνα λογοτέχνη. Το ιδιαίτερο όνομά της το έχει πάρει -σύμφωνα με έναν μύθο- από ένα σπάνιο είδος κατσικιών, τις Γλώσσες, που σουλατσάρουν στα βράχια της περιοχής και φημίζονται για το εξαιρετικής ποιότητας μαλλί τους. Η πιο τρολ εκδοχή προέλευσης του ονόματός της υποστηρίζει ότι το χωριό έχει τόση ανηφόρα και κατηφόρα ώστε για να το διαβείς σου βγαίνει η γλώσσα.
Το Airbnb που είχαμε νοικιάσει ήταν κυριολεκτικά το μικρό σπίτι στο δάσος, σε μια πευκόφυτη περιοχή λίγα χιλιόμετρα πάνω από την Χώρα. Το απλό πεντάπορτο αυτοκίνητο μετατράπηκε σε SUV περιωπής σε κάποια σημεία που η off road διαδρομή το απαιτούσε ενώ κλαριά γρατζούνιζαν την λαμαρίνα του στο διάβα του ενισχύοντας την αίσθηση του παραμυθιού. Περιμένεις από κάπου να βγει ο κακός λύκος. Μία μόνιμη φοβία των ανθρώπων των πόλεων κάθε φορά που ξεμυτίζουν από το μπετό και έρχονται σε επαφή με την πυκνή βλάστηση. Πόσο βαθιά νυχτωμένοι, ε;
Στο κεφάλαιο παραλίες η Σκόπελος κερδίζει σε όλα τα σημεία. Τους μόνους που δεν μπορεί να ικανοποιήσει είναι αυτούς που ανέφερα στην αρχή, τους κυκλαδολάτρεις, τα παιδιά του ανέμου. Πρέπει όμως κάποιος να έχει καρδιά από πέτρα για να μην εκτιμήσει την απλόχερη γαλήνη, τις ανεμπόδιστες βουτιές και το ακύμαντο κύλισμα της ημέρας. Ενισχυμένη αποτοξίνωση από τη βοή και την τρέλα με έξτρα δόση ποιότητας, μιας και όλες, μα όλες οι παραλίες του νησιού είναι εξωτικής ομορφιάς μαντάμες.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ο Πάνορμος, η Καστάνη, ο Άγιος Ιωάννης, η Μηλιά, το Λιμνονάρι, το Βελανιό, ο Αγνώντας, το Περιβόλι, το Γλυφονέρι, το Χόβολο, ο Στάφυλος, ο Αμάραντος, η Αρμόπετρα. Προσωπική αδυναμία η Μηλιά, τέρμα αριστερά, στην άλλη άκρη από το beach bar, απέναντι από το κατάφυτο νησάκι της Δασιάς, εκεί που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αν η Ταϊλάνδη βρέθηκε στη Σκόπελο περνώντας από το Κάπρι ή ακολούθησε μία άλλη διαδρομή.
Αν κλείσεις τα μάτια και ανοίξεις την φαντασία θα ενωθούν πολλά σημεία του παγκόσμιου χάρτη, νοητά μεταξύ τους, πάνω σε αυτό το νησί των Σποράδων. Η Σκόπελος αγαπιέται σιγά σιγά, μέρα με την ημέρα, παραλία με την παραλία. «Εδώ μάλιστα, εδώ κάνω τα πιο ωραία μπάνια της ζωής μου» ακούω μία Αγγλίδα να λέει στον Γάλλο φίλο της, λίγο πιο ΄κει. Σήκωσα τον αντίχειρα εις ένδειξη συμφωνίας μαζί της και αυτή μου ανταπέδωσε την κίνηση με ένα οκέι ενώνοντας σε κύκλο τον αντίχειρα και τον δείκτη. Ωραία πράγματα.
Η νύχτα στο νησί παίζει με αυτά που ξέρει. Λίγες nouveau παρεμβάσεις έχουν προστεθεί. Το μπαρ La Costa στέκει εκεί στην περατζάδα της Χώρας από τη δεκαετία του ’80 και συνεχίζει να προσφέρει το θέαμα με τις φωτιές πίσω από το μπαρ ως εφέ υπενθύμισης ότι η νύχτα ήταν, είναι και θα είναι άγρια. Ο Βράχος, στα «κάμποσα, δε θυμάμαι τον αριθμό» σκαλιά -κάποιοι μιλάνε για ογδόντα- είναι ένα all day στέκι που το βράδυ μετατρέπεται σε παρατηρητήριο τσουγκρίσματος ποτηριών και ονειροπόλησης.
Στη Σκόπελο, όμως, δεν ήρθαμε τελικά για την dolce vita, ήρθαμε για την γλυκιά ζωή. Αυτήν που προσφέρει απλόχερα.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Για κάποιον λόγο, που δεν έχω εξηγήσει στο μυαλό μου, πίστευα ότι η Σκόπελος και γενικά οι Βόρειες Σποράδες δεν είναι ένα κουλ μέρος για να περάσει κανείς τις διακοπές του, δεν είναι Κυκλάδες φυσικά οπότε δεν μαζεύουν τους λάτρεις της ξερολιθιάς και της καθολικά άγριας ομορφιάς του βράχου στον ήλιο του μεσημεριού που μοιάζει με χτύπημα σφυριού πάνω στο αμόνι. Τόσο ειλικρινής και ξεκάθαρη. Τόσο απελευθερωτικά σκληρή. Ευτυχώς στις Κυκλάδες ο αέρας λειτουργεί κατευναστικά, γλυκαίνει τα ανταριασμένα πνεύματα αν και παίρνει παραμάζωμα τα τσουλούφια των μαλλιών.
Στις Σποράδες έχει άλλο καιρό. Η έννοια του ζεν δικαιώνεται σε ένα τοπίο που μοιάζει με νησιωτική Θεσσαλία ως προς την άποψη της αρχιτεκτονικής, των σπιτιών με τα κεραμίδια και της ιδιοσυγκρασιακής έκφρασης της ίδιας της φύσης. Τα δύο βουνά της, η Δέλφη και το Παλούκι, επιβάλουν την σημαντικά ογκώδη παρουσία τους σε όλη τη διάρκεια των διαδρομών στο νησί, τα πεύκα που φτάνουν μέχρι τη θάλασσα θυμίζουν σκηνικά από ιταλικό κινηματογράφο στην ακμή της Dolce Vita με Ανίτα Έκμπεργκ και Μαρτσέλο Μαστρογιάννι και οι πανέμορφες παραλίες με τα ήρεμα και ζεστά νερά σου θυμίζουν με τον πιο ευθύ τρόπο ότι η ζωή μπορεί να είναι ωραία.
Με μία φράση, η Σκόπελος δεν ξέρω εάν δεν είναι κουλ αλλά είναι ζεν. Ξεκάθαρα. Είναι η τσιλαουτέρια του Αιγαίου. Η απόλυτη αγκαλιά για φώλιασμα μετά το πάρτι, η ζεστή και ανθρώπινη επικοινωνία μετά το ξέδομα.
Αυτές και πολλές ακόμα διαπιστώσεις / αναθεωρήσεις χαρίζει αυτός ο τόπος που έγινε γνωστός στα πέρατα της οικουμένης με την ταινία Mama Mia, η οποία γυρίστηκε εκεί και έκτοτε ο χρόνος χωρίστηκε στην εποχή πριν το Mama Mia και στην εποχή μετά. Η εποχή μετά έφερε έξτρα κόσμο στο νησί, ο οποίος λατρεύει αυτήν ακριβώς την χαρισματική χρονοκάψουλα, την χωρίς πόζα πρόταση, τις σκοπελίτικες τυρόπιτες -στο τηγάνι και όχι στον φούρνο- το παραδοσιακό γλυκό αυγάτο με δαμάσκηνο Σκοπέλου, που ονομάστηκε έτσι λόγω του σχήματος του μοιάζει με αυγό και, φυσικά, τα αμυγδαλωτά, χαμαλιά και ροζέδες, τα πεντανόστιμα χειροποίητα καλούδια, τοπικές σπεσιαλιτέ του νησιού.
Με μία φράση, η Σκόπελος δεν ξέρω εάν δεν είναι κουλ αλλά είναι ζεν. Ξεκάθαρα. Είναι η τσιλαουτέρια του Αιγαίου. Η απόλυτη αγκαλιά για φώλιασμα μετά το πάρτι, η ζεστή και ανθρώπινη επικοινωνία μετά το ξέδομα.
Το Μαντούδι Ευβοίας απέχει δύο ώρες πάνω-κάτω από την Αθήνα, με σταθερή ταχύτητα και μία στάση για προμήθεια καφέ σε χάρτινη συσκευασία. Κι από ‘κει το καραβάκι για τη Χώρα της Σκοπέλου είναι άλλο ένα δίωρο. Κοντινός προορισμός και μάλιστα με εναλλαγές που ενισχύουν την περιπέτεια της διαδρομής. Η Χώρα της Σκοπέλου, που έχει κηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός, είναι μια γραφική νησιώτικη αρχόντισσα με χαρακτηριστική αρχιτεκτονική και λευκά όμορφα καλντερίμια, τα οποία έχουν το ίδιο εφέ σε όλα τα νησιά: κρύβουν εκπλήξεις μέσα στη δαιδαλώδη ψυχοσύνθεσή τους.
Η Χώρα αποτελείται από ένα κράμα αρχιτεκτονικών ρυθμών. Ο σχιστόλιθος στις στέγες των σπιτιών και των πολυάριθμων εκκλησιών και τα νεοκλασικά στοιχεία ξεχωρίζουν. Η ρυμοτομία, με την τέλεια προσαρμογή στις υψομετρικές διαφορές, με την αμφιθεατρική διάταξη που προσφέρει το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό θέας, ήλιου και αέρα, τις λιγοστές θολωτές στοές και την αξιοποίηση φυσικών στοιχείων έχει τη δική της ομορφιά και τέχνη.
Το δεύτερο μεγαλύτερο χωριό του νησιού είναι η Γλώσσα και βρίσκεται στην βορειοδυτική πλευρά. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με καταγωγή από τη γειτονική Σκιάθο αναφέρεται στη Γλώσσα ως το «Ψηλό Χωριό». Η θέα από το εστιατόριο Αγνάντι επιβεβαιώνει πέρα για πέρα το προσωνύμιο του σπουδαίου Έλληνα λογοτέχνη. Το ιδιαίτερο όνομά της το έχει πάρει -σύμφωνα με έναν μύθο- από ένα σπάνιο είδος κατσικιών, τις Γλώσσες, που σουλατσάρουν στα βράχια της περιοχής και φημίζονται για το εξαιρετικής ποιότητας μαλλί τους. Η πιο τρολ εκδοχή προέλευσης του ονόματός της υποστηρίζει ότι το χωριό έχει τόση ανηφόρα και κατηφόρα ώστε για να το διαβείς σου βγαίνει η γλώσσα.
Το Airbnb που είχαμε νοικιάσει ήταν κυριολεκτικά το μικρό σπίτι στο δάσος, σε μια πευκόφυτη περιοχή λίγα χιλιόμετρα πάνω από την Χώρα. Το απλό πεντάπορτο αυτοκίνητο μετατράπηκε σε SUV περιωπής σε κάποια σημεία που η off road διαδρομή το απαιτούσε ενώ κλαριά γρατζούνιζαν την λαμαρίνα του στο διάβα του ενισχύοντας την αίσθηση του παραμυθιού. Περιμένεις από κάπου να βγει ο κακός λύκος. Μία μόνιμη φοβία των ανθρώπων των πόλεων κάθε φορά που ξεμυτίζουν από το μπετό και έρχονται σε επαφή με την πυκνή βλάστηση. Πόσο βαθιά νυχτωμένοι, ε;
Στο κεφάλαιο παραλίες η Σκόπελος κερδίζει σε όλα τα σημεία. Τους μόνους που δεν μπορεί να ικανοποιήσει είναι αυτούς που ανέφερα στην αρχή, τους κυκλαδολάτρεις, τα παιδιά του ανέμου. Πρέπει όμως κάποιος να έχει καρδιά από πέτρα για να μην εκτιμήσει την απλόχερη γαλήνη, τις ανεμπόδιστες βουτιές και το ακύμαντο κύλισμα της ημέρας. Ενισχυμένη αποτοξίνωση από τη βοή και την τρέλα με έξτρα δόση ποιότητας, μιας και όλες, μα όλες οι παραλίες του νησιού είναι εξωτικής ομορφιάς μαντάμες.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ο Πάνορμος, η Καστάνη, ο Άγιος Ιωάννης, η Μηλιά, το Λιμνονάρι, το Βελανιό, ο Αγνώντας, το Περιβόλι, το Γλυφονέρι, το Χόβολο, ο Στάφυλος, ο Αμάραντος, η Αρμόπετρα. Προσωπική αδυναμία η Μηλιά, τέρμα αριστερά, στην άλλη άκρη από το beach bar, απέναντι από το κατάφυτο νησάκι της Δασιάς, εκεί που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αν η Ταϊλάνδη βρέθηκε στη Σκόπελο περνώντας από το Κάπρι ή ακολούθησε μία άλλη διαδρομή.
Αν κλείσεις τα μάτια και ανοίξεις την φαντασία θα ενωθούν πολλά σημεία του παγκόσμιου χάρτη, νοητά μεταξύ τους, πάνω σε αυτό το νησί των Σποράδων. Η Σκόπελος αγαπιέται σιγά σιγά, μέρα με την ημέρα, παραλία με την παραλία. «Εδώ μάλιστα, εδώ κάνω τα πιο ωραία μπάνια της ζωής μου» ακούω μία Αγγλίδα να λέει στον Γάλλο φίλο της, λίγο πιο ΄κει. Σήκωσα τον αντίχειρα εις ένδειξη συμφωνίας μαζί της και αυτή μου ανταπέδωσε την κίνηση με ένα οκέι ενώνοντας σε κύκλο τον αντίχειρα και τον δείκτη. Ωραία πράγματα.
Η νύχτα στο νησί παίζει με αυτά που ξέρει. Λίγες nouveau παρεμβάσεις έχουν προστεθεί. Το μπαρ La Costa στέκει εκεί στην περατζάδα της Χώρας από τη δεκαετία του ’80 και συνεχίζει να προσφέρει το θέαμα με τις φωτιές πίσω από το μπαρ ως εφέ υπενθύμισης ότι η νύχτα ήταν, είναι και θα είναι άγρια. Ο Βράχος, στα «κάμποσα, δε θυμάμαι τον αριθμό» σκαλιά -κάποιοι μιλάνε για ογδόντα- είναι ένα all day στέκι που το βράδυ μετατρέπεται σε παρατηρητήριο τσουγκρίσματος ποτηριών και ονειροπόλησης.
Στη Σκόπελο, όμως, δεν ήρθαμε τελικά για την dolce vita, ήρθαμε για την γλυκιά ζωή. Αυτήν που προσφέρει απλόχερα.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.