«Στο Σβάλμπαρντ της Νορβηγίας υπάρχει ένα χωριό όπου η ατμόσφαιρα είναι εξαιρετικά καθαρή, το Wi-Fi απαγορεύεται και όλα τα κτίρια είναι ξεκλείδωτα σε περίπτωση που χρειαστεί να κρυφτεί κανείς από τις πολικές αρκούδες».
Έτσι ξεκινάει το αναλυτικό και εκτενές ρεπορτάζ του BBC, αναφορικά με το νησί Σπιτσμπέργκεν που είναι ένα από τα καλύτερα μέρη στον πλανήτη για να πάρει κανείς μια ανάσα καθώς είναι σχεδόν… γεωστρατηγικά τοποθετημένο μακριά από τις κύριες πηγές ρύπανσης στο σχεδόν ανέγγιχτο περιβάλλον της Αρκτικής.
Στο νησί αυτό βρίσκεται η πόλη Νυ-Όλεσουντ [Ny-Ålesund], ένας μόνιμος οικισμός πληθυσμό 35 κατοίκων το χειμώνα και 180 το καλοκαίρι που βασίζεται αποκλειστικά στην έρευνα και αποτελείται από κατοίκους-επιστήμονες από όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Παλαιότερα τόπος εξόρυξης, εξακολουθεί να είναι μια εταιρική πόλη που τη διαχειρίζεται η Kings Bay, ιδιοκτησίας του νορβηγικού κράτους.
Ενώ υπάρχει εκεί κάποιος τουρισμός, οι νορβηγικές αρχές περιορίζουν την πρόσβαση στο φυλάκιο για να ελαχιστοποιήσουν τις επιπτώσεις στο επιστημονικό έργο. Το Νορβηγικό Μετεωρολογικό Ινστιτούτο έχει σταθμούς στο Μπγέρνεγια και το Χόπεν, με τοποθετημένα εκεί δέκα και τέσσερα άτομα αντίστοιχα. Και οι δύο σταθμοί μπορούν επίσης να φιλοξενήσουν προσωρινό ερευνητικό προσωπικό. Η Πολωνία εκμεταλλεύεται τον Πολωνικό Πολικό Σταθμό στο Χόρνσουντ, με δέκα μόνιμους κατοίκους.
Η ίδια η πόλη αποτελείται από περίπου 30 κτίρια που μοιάζουν με καμπίνες και έχουν πάρει τα ονόματά τους από μεγάλα παγκόσμια αστικά κέντρα: Άμστερνταμ, Λονδίνο, Μεξικό, Ιταλία, δηλαδή ονομασίες τους λειτουργούν ως υπενθύμιση της ανάγκης για διπλωματικές σχέσεις σε ένα από τα πλέον απομακρυσμένα και απομονωμένα μέρη του κόσμου.
Επιπλέον, το 1989 χτίστηκε ένας ειδικός ερευνητικός σταθμός στις παρυφές του Zeppelinfjellet, του βουνού που υψώνεται πάνω από το χωριό, σε υψόμετρο 472 μέτρων. Σκοπός του σταθμού ήταν να βοηθήσει τους ερευνητές να παρακολουθούν την ατμοσφαιρική ρύπανση, αλλά το Παρατηρητήριο Zeppelin, όπως ονομάζεται ο ερευνητικός σταθμός, πλέον, όπως αναφέρει το δημοσίευμα, έχει γίνει μια κρίσιμη τοποθεσία για τη μέτρηση των επιπέδων των αερίων του θερμοκηπίου που οδηγούν στην κλιματική αλλαγή.
«Το Παρατηρητήριο Zeppelin βρίσκεται σε ένα απομακρυσμένο και παρθένο περιβάλλον, μακριά από μεγάλες πηγές ρύπανσης», λέει στο BBC ο Ove Hermansen, επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Zeppelin και του Νορβηγικού Ινστιτούτου Έρευνας του Αέρα. «Αν μπορείς να το μετρήσεις εδώ, ξέρεις ότι έχει ήδη παγκόσμια επικράτηση. Πρόκειται για μια καλή τοποθεσία για τη μελέτη της μεταβαλλόμενης ατμόσφαιρας», σημειώνει, προσθέτοντας εμφατικά ότι η έρευνα του Παρατηρητηρίου αποτελεί «σημαντικό μέρος μιας διεθνούς προσπάθειας για τη χαρτογράφηση των επιπτώσεων της ανθρωπότητας στην ατμόσφαιρα».
«Πέντε ημέρες την εβδομάδα, ένας υπάλληλος από το Νορβηγικό Πολικό Ινστιτούτο ανεβαίνει με τελεφερίκ στο παρατηρητήριο, όπου πραγματοποιεί συντήρηση, παίρνει δείγματα αέρα και αλλάζει τα φίλτρα του εξοπλισμού. Λόγω της απομακρυσμένης θέσης του και του υψομέτρου του πάνω από τα ατμοσφαιρικά στρώματα που μπορούν να παγιδεύσουν την ελάχιστη ρύπανση που παράγεται τοπικά από την πόλη, το παρατηρητήριο Zeppelin είναι το ιδανικό μέρος για τη δημιουργία εικόνας σχετικά με το τι συμβαίνει στην ατμόσφαιρα της Γης», επισημαίνει το ρεπορτάζ του βρετανικού δικτύου.
Πράγματι, οι ειδικοί σένσορες του παρατηρητηρίου μετρούν όχι μόνο τα αέρια του θερμοκηπίου αλλά και χλωριωμένα αέρια όπως τα CFC, τα αερομεταφερόμενα βαρέα μέταλλα, οργανοφωσφορικούς ρύπους όπως τα φυτοφάρμακα, καθώς και την ρύπανση που συνήθως συνδέεται με την καύση ορυκτών καυσίμων όπως τα οξείδια του αζώτου, το διοξείδιο του θείου και σωματίδια όπως η αιθάλη.
«Η παρακολούθηση εδώ καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων», λέει ο Hermansen, ο οποίος εργάζεται στο παρατηρητήριο Zeppelin εδώ και δύο δεκαετίες. «Οι περιβαλλοντικές τοξίνες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις βιολογικές τους επιπτώσεις και την κατάσταση του περιβάλλοντος της Αρκτικής, ενώ οι μετρήσεις των αερίων του θερμοκηπίου και των αερολυμάτων είναι ιδιαίτερα σημαντικές σε παγκόσμιο πλαίσιο για τις επιπτώσεις τους στην κλιματική αλλαγή», συμπληρώνει.
«Έπιασε» μέχρι και σωματίδια από την Φουκουσίμα
Το Παρατηρητήριο μπορεί ακόμα να προειδοποιήσει για τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στην ατμόσφαιρα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υψηλίου. Για παράδειγμα, το 2011, δέκα ημέρες μετά το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό της Φουκουσίμα, ανιχνεύθηκαν ραδιονουκλίδια που παράχθηκαν από τον αντιδραστήρα του σταθμού.
Αυτά τα ραδιενεργά σωματίδια μεταφέρθηκαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ιαπωνία μέχρι την Νορβηγία, μέσω της ατμόσφαιρας μέσα σε λίγες μόνο ημέρες. Οι ερευνητές στο παρατηρητήριο έχουν επίσης παρατηρήσει αυξήσεις στα επίπεδα θειικών αλάτων, σωματιδίων και μετάλλων όπως το νικέλιο και το βανάδιο στον αέρα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες λόγω του αυξανόμενου αριθμού κρουαζιερόπλοιων που επισκέπτονται την περιοχή για τουριστικούς λόγους.
«Πιο πρόσφατα, οι ερευνητές παρατήρησαν αυξανόμενα επίπεδα μικροπλαστικών σε δείγματα χιονιού σε απομακρυσμένες περιοχές της Αρκτικής, γεγονός που υποδηλώνει ότι μπορεί να έχουν μεταφερθεί εκεί με τον αέρα. Αυτό οδήγησε τους ερευνητές του Zeppelin να παρακολουθούν την ατμόσφαιρα, καθώς και το χιόνι που πέφτει εκεί», σημειώνει το άρθρο.
Κατά τ’ άλλα, η ζωή κυλάει εξαιρετικά ήρεμα στην μικρή αυτή ακριτική πόλη. Όλα τα κινητά τηλέφωνα και το Wi-Fi πρέπει να είναι απενεργοποιημένα προκειμένου να διατηρηθούν τα ραδιοκύματα στην περιοχή όσο το δυνατόν πιο ήσυχα, ενώ και η πόλη είναι μια ζώνη χωρίς ραδιοφωνία. Για τους ερευνητές που θέλουν να λειτουργήσουν οποιοδήποτε εξοπλισμό που χρησιμοποιεί ραδιοφωνικές εκπομπές απαιτείται ειδική άδεια.
Την κατάσταση επιδεινώνουν και τα ακραία καιρικά φαινόμενα που επικρατούν εκεί και που αποτελούν κίνδυνο για όλους όσους ζουν και εργάζονται στην περιοχή. Οι θερμοκρασίες είναι συχνά κάτω από το μηδέν και το πιο χαμηλό που έχει καταγραφεί ποτέ εκεί ήταν -37,2C (-35F) το χειμώνα.
Το Αρχιπέλαγος Σβάλμπαρντ βρίσκεται στον Αρκτικό Ωκεανό, βόρεια της ηπειρωτικής Ευρώπης, στα μισά περίπου της απόστασης ανάμεσα στη Νορβηγία και τον Βόρειο Πόλο. Αποτελείται από μια ομάδα έντεκα κύριων νησιών που βρίσκονται ανάμεσα σε γεωγραφικό πλάτος 75° ως 81° Β και γεωγραφικό μήκος 10° ως 35° Α.
Το αρχιπέλαγος αποτελεί το βορειότερο κομμάτι του Βασιλείου της Νορβηγίας, σύμφωνα με συνθήκη του 1925. Τρία μόνο νησιά κατοικούνται και ο μεγαλύτερος οικισμός και πρωτεύουσα είναι το Λόνγκγιαρμπιεν (Longyearbyen) στο νησί Σπιτσβέργη.
Το 2016 το Σβάλμπαρντ είχε πληθυσμό 2.667, από τους οποίους 423 ήταν Ρώσοι και Ουκρανοί, 10 Πολωνοί και 322 άλλοι μη Νορβηγοί που ζούσαν σε νορβηγικούς οικισμούς. Οι μεγαλύτερες μη νορβηγικές ομάδες στο Λόνγκγιαρμπιεν το 2005 ήταν από τη Ρωσία, την Ουκρανία, την Πολωνία, τη Γερμανία, τη Σουηδία, τη Δανία και την Ταϊλάνδη.
Το Λόνγκγιαρμπιεν είναι ο μεγαλύτερος οικισμός στο αρχιπέλαγος, η έδρα του κυβερνήτη και ο μοναδικός δήμος. Η πόλη διαθέτει νοσοκομείο, πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, πανεπιστήμιο, αθλητικό κέντρο με πισίνα, βιβλιοθήκη, κέντρο πολιτισμού, κινηματογράφο, ξενοδοχεία, τράπεζα και διάφορα μουσεία.
Οι αρχαίοι Σκανδιναβοί πιθανώς ανακάλυψαν το Σβάλμπαρντ ήδη από τον 12ο αιώνα. Υπάρχουν παραδοσιακές αρχαιοσκαδιναβικές περιγραφές μιας γης που είναι γνωστή ως Svalbarð – κυριολεκτικά «κρύες ακτές» – παρόλο που αυτό θα μπορούσε να αναφέρεται στο Γιαν Μάγεν ή σε τμήμα της ανατολικής Γροιλανδίας.
Το αρχιπέλαγος θα μπορούσε, κατά την περίοδο αυτή, να είχε χρησιμοποιηθεί για αλιεία και κυνήγι. Ο Ολλανδός Βίλχελμ Μπάρεντς έκανε την πρώτη ανακάλυψη του αρχιπελάγους το 1596, όταν αντίκρυσε τις ακτές του, αναζητώντας το Βόρειο Θαλάσσιο Δρόμο, δηλαδή τον περίπλου της Ασίας από βορρά.