Στην άγρια και ταυτόχρονα ερωτική γη, του θυμωμένου ηφαιστείου της δυτικής Λέσβου, στο Μεσότοπο έχει ξεκινήσει το αποκριάτικο μεγάλο γλέντι των «κουδουνάτων». Μόνο που δεν είναι τα κουδούνια των αμέτρητων προβάτων του κτηνοτροφικού χωριού μα τα κουδούνια που «ζεύονται» οι άντρες του χωριού και πιστοί στην παράδοση πολλών αιώνων, κυκλοφορούν στα σοκάκια με βαμμένο μαύρο το πρόσωπο τους «οπλισμένοι» με την «κουστσκούδα», ένα βαρύ ξύλο με ρόζο χοντρό στην άκρη που χτυπάν στη γη, προκαλώντας θαρρείς τις άγνωστες τους «χθόνιες θεότητες». Κι όλα αυτά με κεράσματα παντού και φυσικά ρακί, να τρέχει θαρρείς από τις φλέβες της άγριας Λεσβιακής δύσης.
Το πιο άγριο μασκάρεμα ήταν οι κουδουνοφορτωμένοι αράπηδες, βαμμένοι με καπνιά του φούρνου ανακατεμένη με λάδι, που τους έκανε να γυαλίζουν και να φαίνονται πιο άγριοι ακόμα. Μόνο τα δόντια τους ξεχώριζαν άσπρα, και τα μάτια τους. Αρματωμένοι με κουδούνια, τα τσομπάνικα των προβάτων, στη μέση, στο στήθος, στα χέρια, στο λαιμό, στα γόνατα και με μια κουτσκούδα, ρόπαλο που η μια άκρη ήταν η λαβή και η άλλη ένας χοντρός ρόζος από σταύρωμα κλαδιών. Χτυπούσαν την κουτσκούδα στη γη, κουνιόταν και χοροπηδούσαν, δημιουργώντας εκκωφαντικό θόρυβο. Απαραίτητη η εμφάνιση τους, σα να μη γινόταν Αποκριές, χωρίς αράπηδες. Έμπαιναν στα σπίτια πάντα βιαστικοί: ‘Κοκκώνα, κοκκώνα να μπαίνει; …Άντε να κερνάει και να φεύγει’» γράφει στο βιβλίο του «…ο κόσμος ο μικρός…», για το μεγάλο ετούτο αποκριάτικο πανηγύρι ο Πάνος Κοντέλλης.
Με αργό και σταθερό ήχο των κουδουνιών, συντονισμένο θαρρείς από έναν αόρατο μαέστρο οι αγριεμένοι ετούτοι απόγονοι των Κυκλώπων κυκλοφορούν στα σοκάκια του χωριού χτυπώντας με την «κουτσκούδα» τη γη, τσακίζοντας το κακό, προκαλώντας. Και απαιτώντας «Βάρ(α) κουτσκούδα μ’ βάρ(α). Σα δε μας τσιράσ’ η νύφ’ θη χαλάσουμι του σπίκ(ι)».
Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι κουδουνάδες του Μεσοτόπου της δυτικής Λέσβου αποτελούν πολιτισμική συνέχεια των κουδουνάδων της Σκύρου και της δυτικής Μακεδονίας. «Οι Μεσοτοπίτες, γράφει ο Πάνος Κοντέλλης, πηγαινοέρχονταν στη Σμύρνη, είχαν δει Τούρκους Κονιαλήδες (από το Ικόνιο) να χορεύουν άγρια, δερβίσικα. Όσοι δεν το είχαν δει το είχαν ακουστά. Τις αποκριές λοιπόν, χωριζόταν μια παρέα σε δυο ομάδες. Η μια με ελληνοφορεμένους και η άλλη με αράπηδες κουδουνοφόρους που παρίσταναν τους Κονιαλήδες Τούρκους. Οι ελληνοφορεμένοι, χτυπώντας παλαμάκια, παρότρυναν τους Κονιαλήδες κουδουνοφόρους και τους διεγείρανε να χορεύουν κονιαλήδικα τραγουδώντας με στραπατσαρισμένα τούρκικα».
Με γνώση υποσυνείδητη της καταγωγής τους, παιδιά του πρώτου οικιστή της Λέσβου Μάκαρα και του πρώτου φυσιογνώστη Θεόφραστου του Ερέσιου, πάντρεψαν τους δερβίσικους χορούς με τα άγνωστα τους τελετουργικά της μύησης στα μυστήρια της λατρείας του Ορφέα, και όλα αυτά στη γειτονιά τους που το κύμα έφερε το κεφάλι του μουσικού. Οι Μεσοτοπίτες, κτηνοτρόφοι στην πλειοψηφία τους αλλά και χτίστες της άγριας πέτρας από τους καλύτερους στον κόσμο, συνεχίζουν την αρχαία παράδοση μεταδίδοντας το έθιμο των κουδουνάτων από γενιά σε γενιά. Την εβδομάδα που έρχεται το πανηγύρι κορυφώνεται.
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Μεσοτόπου καλεί στο χωριό, όλους όλη την τελευταία εβδομάδα της Αποκριάς και ιδιαίτερα την Κυριακή 26 Φεβρουαρίου. Και υπόσχονται οι άνθρωποι του «γλέντια, αυθόρμητα, συσσίτια και φυσικά τους μοναδικούς και επιβλητικούς κουδουνάτους με τους ήχους των αμέτρητων κουδουνιών τους». Μαζί και νόστιμοι μεζέδες, άφθονο ούζο και παραδοσιακή κολοκυθόπιτα με την φροντίδα του Αγροτοτουριστικού Συνεταιρισμού Γυναικών Μεσοτόπου.