Η ανακάλυψη μπουκαλιών κρασιού σε άριστη κατάσταση από ένα ναυάγιο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έδωσε την ιδέα σε οινοποιούς να εκμεταλλευτούν το δροσερό και σκοτεινό περιβάλλον της θάλασσας για να κάνουν τα δικά τους υποβρύχια οινοποιεία.
Kάπως έτσι, τα υποβρύχια οινοποιεία έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία 15 χρόνια επειδή ένα κρασί για να ωριμάσει χρειάζεται σταθερή θερμοκρασία και σκοτάδι – κάτι που η θάλασσα μπορεί να το προσφέρει.
Λόγου χάρη, στον βυθό του Βισκαϊκού κόλπου, στον Ατλαντικό ωκεανό, ένας Βάσκος οινοπαραγωγός έχει στήσει το δικό του υποβρύχιο οινοποιείο.
Ο Μπόρχα Σαράτσο με τη βοήθεια ενός μικρού γερανού από ένα αλιευτικό σκάφος, κατεβάζει στο βυθό πέντε κλουβιά γεμάτα με 2.500 μπουκάλια λευκό κρασί.
Στη συνέχεια βουτάει ο ίδιος στη θάλασσα προκειμένου να ελέγξει τους αισθητήρες που παρακολουθούν τη θερμοκρασία και την πίεση του νερού γύρω από το πολύτιμο φορτίο.
Ο ιδρυτής του Crusoe Treasure στον γραφικό κόλπο Πλέντζια κοντά στο Μπιλμπάο, στα βόρεια της Ισπανίας παραδέχεται ότι μέχρι πριν από αρκετά χρόνια, δεν έπινε καν κρασί και πλέον όχι μόνο το πουλάει, αλλά έχει γίνει και φανατικός των καταδύσεων, αφού από τα χέρια του περνάνε όλα: από το κατέβασμα των μπουκαλιών στο βυθό, τον έλεγχο, μέχρι το ανέβασμα τους στην επιφάνεια ξανά και την πώληση τους κατόπιν σε αγορές τόσο στην Ισπανία, όσο και στο Βέλγιο, την Κίνα, την Ελβετία, τη Γερμανία και την Ιαπωνία.
Η εταιρεία του βρίσκεται στην αγορά από το 2013 και είναι το μεγαλύτερο υποβρύχιο οινοποιείο στην Ισπανία.
Υπάρχουν όμως κι άλλες αντίστοιχες επιχειρήσεις όπως το Crusoe Treasure –περίπου 12 στην Ισπανία και μερικές ακόμη που δραστηριοποιούνται σε Ιταλία, Κροατία, Γαλλία και Χιλή.
Πρόκειται, όπως λέει, για μια ιδανική επένδυση, αν και όπως επισημαίνει εμφατικά, αυτή η επένδυση έρχεται με ένα… τίμημα: το κόστος της τεχνικής αυτής, καθώς η όλη υποβρύχια διαδικασία του κοστίζει από 25 έως και 70% περισσότερο από ό,τι η γήρανση κρασιού σε επίγειες συνθήκες.
«Οι επιχειρηματίες επενδύουν σε αυτόν τον τομέα πιστεύοντας ότι δεν είναι απλά μια μόδα, αλλά μια τεχνική που μεσοπρόθεσμα μπορεί να αποδειχτεί πολύ χρήσιμη καθώς προσθέτει επιπλέον ιδιότητες στο κρασί καθιστώντας το πιο ελκυστικό για το κοινό», δηλώνει ο Ράφα ντελ Ρέι, διευθυντής του Παρατηρητηρίου της Ισπανικής Αγοράς Οίνου.
«Όντως, η γήρανση του κρασιού κάτω από τη θάλασσα, με τις παλίρροιες, τα ρεύματα και τα κύματα, μπορεί να είναι τραχιά και δύσκολη, οπότε είναι καλύτερο να την εφαρμόσουμε σε πολύ εύρωστα κρασιά», επισημαίνει ο Αντόνιο Παλάσιος, επικεφαλής οινολόγος του Crusoe Treasure.
Όπως λέει ο Σαράτσο, «η εταιρεία μας συνεργάζεται με οινοποιεία από διάφορα μέρη της Ισπανίας και, δεδομένου ότι δεν έχουμε γεωγραφικούς περιορισμούς ή την προστασία της ονομασίας προέλευσης που συνδέεται με την παραγωγή ενός οίνου, μπορούμε μέχρι και να αναμείξουμε διαφορετικές ποικιλίες σταφυλιών από περισσότερες από μια περιοχή της Ισπανίας».
Τα περισσότερα κρασιά αποθηκεύονται πρώτα σε βαρέλια των οινοποιείων-συνεργατών της εταιρίας πριν μεταφερθούν σε φιάλες, οι οποίες κλείνονται με ειδικό πώμα και σφραγίδα και στη συνέχεια τα μπουκάλια τοποθετούνται 20 μέτρα κάτω από τη θάλασσα, όπου «ξεκουράζονται» για έξι έως 12 μήνες μέσα σε ειδικά προστατευτικά μεταλλικά κλουβιά.
Είναι η ίδια τεχνική που χρησιμοποιεί και ο καταλανός σομελιέ Γιόσεπ Βιλαρασάου, ο οποίος από το 2009 διατηρεί το δικό του οινοποιείο στο ξενοδοχείο Cala Joncols, στο βορρά της Βαρκελώνης.
Τα κρασιά του παραμένουν για μάξιμουμ έξι μήνες στα 17 μέτρα κάτω από τη θάλασσα, γιατί αν μείνει έστω και λίγο περισσότερο στο βυθό, το κρασί χάνει την ένταση του.
Όπως λέει, ο στόχος του γύρω από το κρασί είναι «να απαλλαγούμε από όλα τα ξυλώδη αρώματα και να διατηρήσουμε μόνο τα πρωταρχικά αρώματα φρούτων, λουλουδιών και μετάλλων. Και το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα κρασί που έχει πιο έντονα και φωτεινότερα χρώματα και μεγαλύτερο όγκο, αλλά και μεγαλύτερη φρεσκάδα», καταλήγει ο Βιλαρασάου.
«Ένα από τα πράγματα που παρατηρώ με τα κρασιά που έχουν ωριμάσει στον βυθό της θάλασσας είναι ότι έχουν εξελιχθεί με έναν διαφορετικό τρόπο. Με αυτό εννοώ ότι συγκεκριμένα κρασιά έχουν ωριμάσει γρήγορα και οι τανίνες και η γεύση των κρασιών έχουν γίνει πιο μαλακά και έχουν ωριμάσει ποιο γρήγορα. Κάποια άλλα όχι και τόσο. Υπάρχει ακόμα πολύ επιστημονική έρευνα που πρέπει να γίνει για αυτό το θέμα, αλλά ο κλάδος του κρασιού είναι μεγάλος, είναι ωραίο να γεύεσαι κάτι καινούριο» καταλήγει με νόημα ο ειδικός στα κρασιά, Μαρκ Ονίλ.