Στη Μεταμόρφωση, Αναγεννήσεως 48, υπάρχει η καντίνα “Ο Μήτσος”. Η φιλοσοφία του, απλή. «Δεν βλέπω τους πελάτες ως χρήματα. Θέλω να έρθει εδώ ο άλλος και να ευχαριστηθεί. Αν δεν υπάρχει αγάπη σε αυτό που κάνεις, δεν θα καταφέρεις τίποτα», μου είπε ο Μήτσος, την ώρα που ο γιός του, ο Φάνης, είχε βάλει στην μεγάλη σχάρα της ψησταριάς μια νέα σειρά με χοιρινά καλαμάκια. «Τον βοηθάω, δε με βοηθάει. Έχω μεγαλώσει κάπως και κουράστηκα», σχολίασε ο Μήτσος όταν παρατήρησα την σκηνή με ένα βλέμμα πειράγματος.
Ο γκουρού του “βρώμικου” βγήκε με την καντίνα του στους δρόμους, για πρώτη φορά, το 1992. Ήταν βέβαια μια οικογενειακή υπόθεση. Ο πατέρας του, «που έπιαναν τα χέρια του», είχε φτιάξει την πρώτη καντίνα ενός θείου του Μήτσου και αφού είδε πως η δουλειά στα γήπεδα και στις συναυλίες «πήγαινε γαμιώντας», αποφάσισε να αγοράσει ένα φορτηγάκι στον γιο του για να ακολουθήσει την ίδια πορεία. Ο Μήτσος στην αρχή ντρεπόταν αλλά η επιμονή του πατέρα του είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Γενικότερα, μέσα από τις συζητήσεις μας, κατάλαβα πως οι άνθρωποι της αυτοκινούμενης εστίασης έχουν περισσότερα κοινά απ’ ό,τι μπορούμε να φανταστούμε. Δεν τους δένουν μόνο τα υλικά των σάντουιτς και τα αμέτρητα ξενύχτια, αλλά έχουν και συγγενικούς δεσμούς. Για παράδειγμα, ο γνωστός “Μπάμπης” στην Κηφισιά (έχει και μαγαζί στην Λυκόβρυση) είναι θείος του Φάνη και “O Μασαμπούκας”, που υπήρχε κάποτε στην Τατοΐου, ήταν κουμπάρος του Μήτσου.
Έκτοτε, δεν ασχολήθηκε με κάτι άλλο και έχει μεταφέρει το “ναό” του σάντουιτς σε διάφορα σημεία, πάντα όμως στην ευρύτερη περιοχή της Μεταμόρφωσης. «Έχω πελάτες που έτρωγαν στην καντίνα μόλις έβγαιναν από το Star [σ.σ. “Ο Μήτσος” για κάποια περίοδο βρισκόταν κάτω από το γνωστό στριπτιτζάδικο στη λεωφόρο Ηρακλείου] και τώρα έρχονται εδώ με τα παιδιά τους», λέει γελώντας, όσο μου ετοιμάζει το σάντουιτς-πανδαισία.
Τα μελλοντικά σχέδια του Φάνη για την καντίνα είναι μεγάλα. Στα μάτια του Μήτσου τουλάχιστον, αφού όταν τον ακούει να αναφέρει τις λέξεις delivery κλπ γυρνάει και μου λέει «Θα γίνεται της πουτάνας. Θα του φύγει η μαγκιά». Ο Φάνης, όμως, δεν το βάζει κάτω. Σκοπεύει να μεγαλώσει τον κατάλογο και να γνωρίσει ακόμα περισσότερος κόσμος την καντίνα τους. Ενώ “Ο Μήτσος” δεν είναι το ίδιο διάσημος όπως άλλες καντίνες της Αθήνας, όπως αυτή στην πλατεία Μαβίλης, τον έχει αγαπήσει ο κόσμος και αρκετοί τον έχουν συνδυάσει με τις νύχτες τους. Μου αναφέρει χαρακτηριστικά ένα σκηνικό από τις διακοπές του στην Ρόδο, όπου έχουν κάτσει να φάνε σε ένα σουβλατζίδικο και στην δίπλα παρέα ένας τύπος γκρινιάζει για το σουβλάκι που του σερβίρανε και λέει «Ε ρε φίλε, κανένας σαν του Μήτσου!». «Ρε τσογλάνια, παντού με ακολουθάτε;», τους απάντησε ο Μήτσος και όλοι έσκασαν στα γέλια. Ο Φάνης προσθέτει ότι στο μαγαζί έρχονται για να φάνε από διάφορα μακρινά μέρη: Ωρωπό, Πειραιά, Ανάβυσσο κ.α.
Όσοι έχουν δοκιμάσει το σάντουιτς του Μήτσου -πλέον και του Φάνη- δύσκολο να μην έμειναν ικανοποιημένοι και αποκλείεται να μην χόρτασαν. Μιλάμε για ένα κλασικό (τεράστιο) “βρώμικο” της πόλης, με μπόλικες τηγανιτές πατάτες, καλοψημένο κρέας (καλαμάκι χοιρινό/κοτόπουλο ή λουκάνικο), τυροκατευρή-μαγιονέζα-μουστάρδα-κέτσαπ, ντομάτα-κρεμμύδι. Βγάζεις ό,τι θες, προσθέτεις ό,τι έχει διαθέσιμο η καντίνα και μένεις να απορείς: «Τώρα αυτό θα μπορέσω να το φάω όλο;». Ίσως όχι, μπορεί και ναι, σημασία έχει πως σε οποιαδήποτε κατάσταση και αν βρίσκεσαι, είτε έχεις πιει πολύ είτε έχεις χωρίσει πριν λίγο, “Ο Μήτσος” θα καταφέρει να σε επαναφέρει στην πραγματικότητα μέσα από μια μοναδική γευστική εμπειρία.
Μην πας Κυριακή γιατί θα είναι κλειστός. Τις καθημερινές, συνήθως, είναι ανοιχτός μέχρι τις 2 το βράδυ και Παρασκευή με Σάββατο, όσο πάει.