Είναι ελάχιστα τα πράγματα που δεν μου αρέσει να τρώω. Ένα από αυτά είναι ο πατσάς –ναι είμαι από αυτούς που δεν αντέχουν ούτε την μυρωδιά του. Βέβαια, λόγω επαγγέλματος, έχει χρειαστεί να τον δοκιμάσω και να μην πω κουβέντα. Όπως είχε συμβεί πριν από πολλά χρόνια στο εστιατόριο Hytra, όταν ακόμα αυτό ήταν στου Ψυρρή. Άλλη μια εμπειρία με τον πατσά είχα πρόσφατα, σε ένα καινούργιο εστιατόριο, στο Monk’s Beard. Όμως, αυτή τη φορά ήταν εντελώς διαφορετική και πιο ευχάριστη θα μπορούσα να πω, μιας και τον έφαγα χωρίς πρόβλημα. Βλέπετε ο Αλέξανδρος Καρακατσάνης, chef και ιδιοκτήτης του εστιατορίου, τον είχε μαρινάρει με μαεστρία σε χυμό από εσπεριδοειδή αφαιρώντας του όλα τα άσχημα –κατ’ εμέ– αρώματα και τον είχε ψιλοκόψει έτσι ώστε να μην θυμίζει τίποτα από πατσά. Κοινώς, τον είχε «καμουφλάρει» με τέτοιο τρόπο ώστε ακόμα και οι εχθροί του, όπως εγώ, να μην το καταλαβαίνουν με την πρώτη. Ο εν λόγω πατσάς ερχόταν ως συνοδευτικό του λεπτοκομμένου ribeye που είχε ωριμάσει σε πρόβειο βούτυρο. Φανταστικός μεζέδες.
Την κουζίνα του Αλέξανδρου, την είχα δοκιμάσει πριν από μερικά χρόνια στο νησί του, τη Σύρο, όπου μαζί με τη σύντροφο του Φανή Παναγοπούλου διατηρούσαν το εστιατόριο San Michali Food &Culture. Εκεί ο Αλέξανδρος έκανε μια φιλότιμη προσπάθεια να πάει λίγο παραπέρα τη κουζίνα του νησιού και να συνδυάσει το «τουριστικό» φαγητό, με το παραδοσιακό και όλα αυτά μαζί με τις νέες τάσεις που επικρατούσαν. Παρουσίαζε, λοιπόν, μια κουζίνα ναι μεν νόστιμη αλλά χωρίς ξεκάθαρη ταυτότητα, που ίσως να τον μπέρδευε και δεν τον άφηνε να απελευθερωθεί μαγειρικά. Ίσως αυτό να έφταιγε και το νησί που ήθελε κάτι που πιο τουριστικό. Αυτό τον οδήγησε στην απόφαση να κλείσει το εστιατόριο, μετά από εφτά χρόνια λειτουργίας, και να έρθει στην Αθήνα και μαζί πάλι με τη Φανή, σημαντικός πυλώνας, να στήσουν το Monk’s Beard στο Νέο Κόσμο.
Εδώ, λοιπόν, στο φρέσκο Monk’s Beard, ο Αλέξανδρος παίζει με τη φωτιά, κυριολεκτικά και είναι σαφώς πιο απελευθερωμένος και κατασταλαγμένος. Ψάρι και θαλασσινά δεν θα βρείτε στον κατάλογο, μόνο κρέας και λαχανικά, που ψήνονται ή μαγειρεύονται στα κάρβουνα. Και αυτή είναι μια πολύ συνειδητή επιλογή τους, λέγοντας ότι «προσφέρουμε αυτό που ξέρουμε να κάνουμε καλά». Επίσης όλα τα φτιάχνουν μόνοι τους: από το ψωμί μέχρι τα αλλαντικά και τυριά. Τα τελευταία να τα ζητήσετε οπωσδήποτε. Από αυτά που δοκίμασα – και δεν ήταν λίγα – ξεχώρισα τα ψητά καρότα που είναι σκέτη γλυκά και συνοδεύονται από μια ωραία σάλτσα αμυγδάλου, την πικάντικη ρεβιθάδα (έχει χαρίσα για αυτό) που μπαίνει στον ξυλόφουρνο για ώρες και χυλώνει ιδανικά, τους λαχανοντολμάδες, οι οποίοι είναι γεμιστοί με κουνουπίδι και ξηρούς καρπούς αλλά και την ανοιχτή πίτα με προβατίνα και χειροποίητη μοτσαρέλα. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορώ να μην κάνω ειδική μνεία στη βραστή γίδα που σερβίρεται με τον καπνιστό ζωμό της και τραχανά. Μπορεί να είναι κάπως χειμωνιάτικο πιάτο, όμως είναι εξαιρετικά γευστικά και βαθιά νόστιμο.
Επίσης, ωραία και προσεγμένη δουλεία κάνουν και στο κομμάτι των γλυκών. Αυτά τα έχει επιμεληθεί ο επίσης νεαρός pastry chef Μανώλης Στήθος, ενώ τα παγωτά τα προμηθεύονται από το Django. Εκτός, από το Instagramικό σοκολατένιο γλυκό που από ότι είδα δεν έλειπε από κανένα τραπέζι, ωραία είναι επίσης η αμυγδαλόπιτα αλλά και το παραδοσιακό λιβανέζικο halawet el jiben με το έντονο άρωμα από ροδόνερο.
Δίπλα 2, Νέος Κόσμος, τηλ. 2109588266