Υπάρχουν εικόνες, στιγμές, γεύσεις που η ευωχία που σου προκαλούν είναι τέτοια, που έχοντας ξεπεράσει όλα τα στάδια της ικανοποίησης, δεν σου μένει τίποτα άλλο να κάνεις παρά να πάρεις περαιτέρω χαρά με το να τις μοιραστείς.
Στην ιστορία που θα μοιραστώ μαζί σας με χαρά, υπήρχε ένα επί πλέον στοιχείο που της προσέδωσε επιπρόσθετη αίγλη. Η υπέροχη αίσθηση της ευχαρίστησης, που έρχεται απρόσμενα, προσδίδοντάς της το χαρακτηριστικό της απίστευτης έκπληξης.
Γεννημένος στην Αίγυπτο, προερχόμενος από Ελληνική οικογένεια με ρίζες στο Καστελόριζο, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην golden age της Αιγύπτου όπου το Κάϊρο και η Αλεξάνδρεια ήταν το Παρίσι της Ανατολικής Μεσογείου, είχα την τύχη νωρίς να αναπτύξω υψηλές γευστικές απαιτήσεις, αφού η μητέρα μου και οι αδελφές της είχαν την φήμη εξαιρετικών μαγειρισσών. Και ήταν πράγματι.
Οι πολιτισμικές και γαστριμαργικές μου ανησυχίες με οδήγησαν στα ταξίδια μου ανά τον κόσμο, ταξιδεύοντας από έφηβος συνεχώς μέχρι και σήμερα, στο κυνήγι του εύ. Στα κοσμοπολίτικα και μη μέρη, κατόρθωνα πάντα να βρω σπουδαίες κουζίνες με αξέχαστες γεύσεις , τέτοιες που χτίζουν σταδιακά έναν ουρανίσκο υψηλών γευστικών απαιτήσεων.
Στην Ελλάδα με την υπέροχη κουζίνα και τις εξαιρετικές πρώτες ύλες, είχα την χαρά να γευθώ πιάτα υψηλού επιπέδου γεύσεων και στην ενδοχώρα αλλά και επισκεπτόμενος σχεδόν όλα τα Ελληνικά νησία πολλάκις. Ετσι με τον χρόνο σύμμαχο, κατάρτισα εύκολα έναν γεωγραφικό γαστριμαργικό χάρτη, όπου η τέλεια γεύση είναι το πρώτο και αδιαφιλονίκητο στοιχείο για να περιληφθεί κανείς σε αυτόν. Θεωρώ όλα τα υπόλοιπα ιδιαίτερα σημαντικά στην εστίαση, μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια, αλλά εν τη απουσία αυτής-της τέλειας γεύσης, δεν εξετάζω καν τις λοιπές παραμέτρους.
Αν εξαιρέσει κανείς την ποιότητα εστίασης μερικών, από των high rated τουριστικών προορισμών στην Ελλάδα restaurants (Σαντορίνη, Μύκονος, Κέρκυρα, Κρήτη, Ρόδος) τα οποία προσφέρουν αληθινή gourmet εμπειρία και άλλα λίγα, υψηλής ποιότητος εστιατόρια τα τελευταία χρόνια, σε ορισμένα φημισμένα νησιά (Πάρος-Αντίπαρος-Σίφνος-Τήνος), πολύ δύσκολα θα βρεί κανείς υψηλή εστίαση απαιτήσεων σε μικρότερα νησιά και δή σε μικρά νησιά χωρίς αεροδρόμιο και μαζικό τουρισμό.
Και αυτό είναι μια φυσιολογική διαπίστωση, αφού για τους γνώστες, οι απαιτήσεις μιάς κουζίνας που παράγει σταθερά υψηλών προδιαγραφών gourmet πιάτα, είναι πολυπαραμετρικές και αποτελούν μια ουτοπία για μικρά νησιά χωρίς αεροδρόμιο, με ελάχιστο ντόπιο πληθυσμό. Δύσκολη θαλάσσια διασύνδεση, ισχνή παρουσία στο τουριστικό marketing και χαμηλή απήχηση στον εδώδιμο τουρισμό. Αυξημένα έξοδα, δυσκολία στην συνεχή τροφοδοσία με υψηλής αξίας πρώτες ύλες και στην ανεύρεση-διατήρηση μόνιμου προσωπικού επιπέδου gourmet εστίασης, συν τα περιστασιακά, πλήν συχνά, προβλήματα των διακοπών ρεύματος και της έλλειψης νερού.
Επισκεπτόμενος με σκάφος, για πρώτη φορά, ένα μικρό «αλιευτικό καταφύγιο» τον Λόγγο ή Λογγό, στο μικρό νησί των Παξών, μένοντας αρόδου για να θαυμάσουμε για λίγο το μικρό gem του Ιονίου, τυχαία αποφάσισε η συντροφιά μας να αποβιβαστεί, αφού επρόκειτο για ένα πολύ μικρό λιμανάκι με ελάχιστα σπίτια και μαγαζιά. Από εμπειρία, δεν συγκέντρωνε και πολλές πιθανότητες να βρούμε κάτι που θα ικανοποιεί τις υψηλές γευστικές μας απαιτήσεις, στις οποίες να σημειωθεί πως δεν κάνουμε ποτέ εκπτώσεις.
Με μια γρήγορη βόλτα (το λιμανάκι είναι δεν είναι 300 μ.) το μάτι μου σταμάτησε σε αυτό πού έμελλε να αποτελέσει μιά πολύ μεγάλη έκπληξη για μένα, in the middle of the blue, το εστιατόριο «Βασίλης».
Ήταν και ακόμη είναι μια τεράστια έκπληξη το εστιατόριο αυτό, το οποίο ενώ αναφέρεται ως νησιώτικη ταβέρνα είναι πραγματικά ένα εστιατόριο υψηλών προδιαγραφών σε όλες τις παραμέτρους της εστίασης με προεξάρχουσα αυτής της εξαιρετικής γεύσης σε ότι και να προσφέρει. Ειλικρινά δεν το περίμενα αυτό να μου έρχεται. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει εστιατόριο υψηλών προδιαγραφών σε ένα τόσο μικρό και προσβάσιμο μόνο με σκάφος μέρος. Και όμως, όπως σπάνια πιά διαπιστώνω, υπάρχει ακόμη μιά άλλη Ελλάδα και μερικοί Ελληνες που κατορθώνουν against all odds να μας εκπλήσσουν ευχάριστα με το μεράκι, την αγάπη, το πάθος και την επιμονή τους να φθάσουν και το δυσκολώτερο να παραμείνουν, στις κορυφές των στόχων τους, αποκηρύσσοντας το εύκολο και την μετριότητα.
Περιττό να σας πω, πως ενώ ήμασταν περαστικοί, έδεσα εκεί και έμεινα σχεδόν ένα μήνα απολαμβάνοντας τακτικά την γαστριμαργική λαγνεία του Κώστα Ανδρεαδάκη. Και βέβαια αυτό επαναλαμβάνεται πλέον κάθε καλοκαίρι.
Στην πορεία έμαθα, πως το όνομα «Βασίλης» ανήκει στον πατέρα του Κώστα ο οποίος τιμώντας τον πατέρα του διατήρησε το όνομα («Βασίλης»), αν και ο ίδιος είναι εδώ και πολλά χρόνια ο υπεύθυνος και η ψυχή για όλη αυτή τη οβιδιακή μεταμόρφωση μιας μικρής νησιώτικης ταβέρνας με μακράν ιστορία στον Λόγγο, σε ένα high end gourmet εστιατόριο.
Την μικρή τότε ταβέρνα, ξεκίνησε ο πατέρας Βασίλης στα μέσα του περασμένου αιώνα (1957) προσφέροντας σνακ στους εργάτες της παρακείμενης ελαιοβιομηχανίας και σαπωνοποιίας όπου σταδιακά την μετεξέλιξε στα μέσα της δεκαετίας του ’70 προσθέτοντας μαγειρευτά φαγητά, ντόπια ψάρια και αστακούς. Από το 1994 την ανέλαβε ο Κώστας, ο γιός, ο οποίος μεγαλώνοντας μέσα στα αρώματα, τα αγνά υλικά της Ελληνικής κουζίνας αλλά και τα κάθε λογής ψάρια των ντόπιων ψαράδων του μικρού αλιευτικού καταφυγίου, έμαθε να μαγειρεύει ανεβάζοντας σταδιακά τον πήχυ γεύσης του δικού του ουρανίσκου, γεγονός που ανέδειξε στην πορεία το εξαιρετικό ταλέντο, που λίγοι επιτηδευματίες έχουν, του να διαλέγει σπουδαίους σεφ και ομάδες κουζίνας, ικανούς να προσφέρουν διαρκώς υπέροχες γεύσεις σε κάθε πιάτο του μενού.
Το δυσεύρετο με τον Κώστα, που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση είναι η πραότητα, η ψυχική του ευγένεια και η ταπεινοφροσύνη του, συγκρίνοντας τον με αντίστοιχα επιτυχημένους του χώρου της εστίασης. Το πιο όμορφο και συνάμα ευεργετικό για τους επισκέπτες του, είναι πως αυτή του την φυσική και όχι επιτηδευμένη ευγένεια, φρόντισε να την έκφράζουν και όλοι όσοι μαγειρεύουν η σερβίρουν, σε βαθμό που αν δεν γνωρίζεις να τους θεωρείς όλους μια σεμνή εργατική και φιλόξενη οικογένεια.
Δεν θα αναφερθώ σε πιάτα του μενού, που αν και κάθε χρόνο αλλάζουν μένοντας ανεξίτηλα στην γευστική μας μνήμη, διατηρούν πάντα το πρώτο και κυρίαρχο προτέρημα του συνδυασμού της θεσπέσιας γεύσης με την εξαιρετική πρώτη ύλη. Ξαναπήγα την επόμενη χρονιά και αναζήτησα πιάτα που δεν ξέχασα ποτέ, αλλά προς ακόμη μεγαλύτερη μου έκπληξη τα νέα πιάτα γρήγορα με κατέκτησαν, ψάχνοντας χώρο να εγκατασταθούν και αυτά στην γευστική μου μνήμη.
Δεν μπορώ όμως να μην αναφερθώ πως για ένα τόσο μικρό τόπο, με τόσες δυσκολίες στην τροφοδοσία, η ύπαρξη μιάς λίστας ιδιαίτερα επιλεγμένων και δυσεύρετων 150 ετικεττών του Ελληνικού και ξένου αμπελώνα στον «Βασίλη», που δεν συναντάς εύκολα ακόμη και σε μεγάλα φημισμένα εστιατόρια, είναι ένα ακόμη κατόρθωμα που αξίζει πολλά εύσημα για την τόλμη του Κώστα να επενδύσει σε ακόμη μια παράμετρο που ολοκληρώνει με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο την εμπειρία υψηλής εστίασης που προσφέρει. Η ύπαρξη εξαιρετικού sommelier (!) στον μικρό πανέμορφο Λογγό στο εστιατόριο του Κώστα, ήταν το κερασάκι στην τούρτα για τα τόσα όσα με άφησαν με το στόμα ανοικτό.
Θα ολοκληρώσω αυτήν την μικρή ευχάριστη καλοκαιρινή ιστορία υπογραμμίζοντας το γεγονός πως για να επιτύχεις και να διατηρήσεις αυτό το μικρό διαμάντι σε ένα απόμακρο λιμανάκι ενός μικρού πλην πανέμορφου νησιού, με μοναδική πρόσβαση τη θάλασσα, δεν αρκεί η εργασία και το ταλέντο. Εδώ θέλει κότσια για να ανταπεξέλθεις σε όλες τις δυσκολίες ενός εγχειρήματος τέτοιου βεληνεκούς, δεδομένου των συνθηκών και μεγάλη ψυχή για να διατηρήσεις άσβεστο το όνειρο την ίδια στιγμή που το πραγματώνεις.
Συγχαρητήρια Κώστα, κι εύχομαι το παράδειγμά σου να φωτίσει κι άλλους Ελληνες, που θέλουν να δοκιμαστούν στην δύσκολη πίστα της εστίασης και να μάθουν από σένα τα μυστικά, γιατί αυτό που έκανες και έτσι όπως το συνεχίζεις σου προσδίδουν τα χαρακτηριστικά ενός μύστη.
Καλό καλοκαίρι σε όλους.