Θυμάμαι παλιά που οι νυχτερινές μας περιπέτειες τελείωναν αργά τα μεσάνυχτα, να δίνουμε όλοι ραντεβού στην Βαρβάκειο, όχι για να ψωνίσουμε φρέσκα ψάρια ή κρέατα για την άλλη μέρα, αλλά για πατσά ή μια ζεστή σούπα. Το μέρος ήταν πάντα το ίδιο, το μαγειρείο Ήπειρός. Αυτό το μαγαζί, όχι μόνο έχει ταΐσει όλους τους ξενύχτηδες της Αθήνας, αλλά στα τραπέζια του έχουν καθίσει και πολλές διεθνείς προσωπικότητες της γαστρονομίας, από τον Άντονι Μπουρντέν μέχρι τον Άντριου Ζίμερν και τον Τζέιμι Όλιβερ.
Εκεί ανάμεσα στα κρεοπωλεία με τα κρεμασμένα κρέατα η Ήπειρος με τα μαγειρευτά που φτιάχνει καθημερινά σπάει την μονοτονία της «κρεατίλας» και γεμίζει με νόστιμα αρώματα που όσο πλησιάζει κανείς τον τραβούν από την μύτη. Υπεύθυνη για όλα αυτά είναι η Ράνια Καρατζένη, που είναι η ψύχη του μαγαζιού. Μια αυτοδίδακτη μαγείρισσα με ένα αξιοζήλευτο βιογραφικό. Σπουδές στα οικονομικά, δύο μεταπτυχιακά, μιλά πέντε γλώσσες και έχει εργαστεί στον ΟΗΕ. Ζούμε για πολλά χρόνια στο εξωτερικό, Αμερική, Ελβετία και Αγγλία, όμως επέστρεψε πίσω για να βοηθήσει τον πατέρα της, Τζίμη, ο οποίος είχε ανοίξει την Ήπειρο στις αρχές της δεκαετίας του 80. Όταν ο μπαμπάς έφυγε από τη ζωή, η Ράνια έβαλε στοίχημα με τον εαυτό της να συνεχίσει αυτό που είχε ξεκινήσει ο πατέρας της και να το πάει παρακάτω. Και από ότι φαίνεται τα έχει καταφέρει. Από τα τραπέζια της Ηπείρου έχουν περάσει και έχουν φάει από τα χέρια της δημοσιογράφους, food bloggers, σεφ με αστέρια Michelin και πολλοί καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο.
View this post on Instagram
Η Ράνια βρίσκεται καθημερινά πίσω από τις κατσαρόλες από νωρίς το πρωί για να ετοιμάσει όλα τα καλούδια που θα βρείτε εδώ. Και μιλάμε για απλό φαγητό: μαγειρευτά, λαδερά και φυσικά σούπες. «Ετοιμάζουμε οκτώ κάθε μέρα» μου λέει η Ράνια και αναρωτιέμαι αν έχουν πέραση. «Πως δεν έχουν; Ακόμα και τώρα το καλοκαίρι υπάρχουν πελάτες που μας τις ζητάνε. Ειδικά τον πατσά και την γίδα. Και δεν μιλάω για τους ξενύχτηδες που θα έρθουν με το που ανοίξουμε γύρω στις 6 το πρωί. Όσο για τους τουρίστες, τρελαίνονται για το φρικασέ» μου αναφέρει.
Όση ώρα μιλάμε, μπροστά μου έχει προσγειωθεί ένα πιάτο με αγκινάρες αλά πολίτα, ένα ακόμα με φασολάκια και ένα τελευταίο με γιουβαρλάκια. Τα τελευταία μυρίζουν διαβολεμένα ωραίο που δεν με αφήνουν να μην τα δοκιμάσω. Τα γύρω τραπέζια γεμάτα. «Μπορείς να διακρίνεις τους ντόπιους από τους τουρίστες ανάλογα με το τι βλέπεις στο τραπέζι» μου λέει ενώ εγώ είμαι με το πιρούνι στο χέρι. «Εκείνοι εκεί στο βάθος είναι σίγουρα ξένοι, έχουν πάρει μουσακά», μου αναφέρει δείχνοντας μου ένα ήσυχο ζευγάρι που μόλις έχει βγάλει το κινητό και φωτογραφίζει. Πιο δίπλα δύο κύριοι με κουστούμια, μάλλον το έχουν σκάσει από κάποιο γραφείο για το μεσημεριανό τους. Δύο τραπέζια πιο κει μια παρέα από νεαρούς που κάνουν λίγο παραπάνω φασαρία έχουν πέσει με τα μούτρα στο σπανακόρυζο και στους γίγαντες. Αυτή είναι η εικόνα της Ηπείρου τα μεσημέρια.
Βέβαια αν έρθετε νωρίς το πρωί θα δείτε άλλη εικόνα. Υπάρχει μια ηρεμία μέσα στο γεμάτο μαγαζί όπου οι περισσότεροι είναι πάνω από ένα πιάτο αχνιστό πατσά. Κάπως έτσι το θυμάμαι και μοιράζομαι αυτή την εικόνα με τη Ράνια. Δεν με διαψεύδει αν και πλέον δεν γίνεται τόσο συχνά όσο στο παρελθόν. Όχι γιατί άλλαξε το μαγαζί, αλλά άλλαξε η διασκέδαση των Αθηναίων. Όσο για τον πατσά της… αυτός δεν έχει αλλάξει. Είναι το ίδιο νόστιμος όσο πότε. «Είναι ένα δύσκολο πιάτο, που αν το μαγειρέψεις σωστά, θα βγει ένα νόστιμο αποτέλεσμα που θα το λατρέψουν. Κι από την στιγμή που θα το δοκιμάσουν θα το θέλουν ξανά και ξανά». Και έτσι είναι.