H Μαίριλυ Ελμέζογλου γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε στο Παγκράτι. «Τελείωσα πρώτες σπουδές στο τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο Καποδιστριακό και μετά αποφάσισα να δω μέχρι που πηγαίνει ο κόσμος, και εγώ. Ήξερα πως θέλω να ασχοληθώ πραγματικά με τη μόδα, με το ρούχο σαν αντικείμενο και σαν επικοινωνία, οπότε έψαχνα από κάπου και κάπως να ξεκινήσω».
– Και κάπως έτσι βρέθηκες στο University of Applied Αrts της Βιέννης;
Έμαθα για αυτή τη σχολή από φίλους, σε μια περίοδο που βρισκόμουν ήδη στο εξωτερικό και ήταν μια «καμικάζι» ενέργεια το να κάνω αίτηση σε ένα τμήμα σαν αυτό. Χωρίς γνώσεις σχεδίου ή ό,τι άλλο σε ένα πανεπιστήμιο εφαρμοσμένων τεχνών σε τμήμα μόδας (!). Κάπως έτσι ξεκίνησε όμως μια πολύ διαφορετική πραγματικότητα για μένα.
– Πώς είναι η καθημερινότητά σου;
Είναι γεμάτη καφέ και περπάτημα! Από τη μία φροντίζω να ασχολούμαι με πράγματα που με βοηθάνε να ανοίγω τα μάτια μου στον κόσμο, στο κοινωνικό γίγνεσθαι, στο εκάστοτε περιβάλλον. Οποιασδήποτε μορφής δημιουργική διαδικασία / δραστηριότητα είναι σημαντική για μένα σε βαθμό επιβίωσης. Από την άλλη υπάρχουν πράγματα και ασχολίες που απλώς πρέπει να γίνουν, όπως το να πληρωθεί ένα νοίκι ή να γεμίσει το ψυγείο, και αυτά λοιπόν είναι μέρος του προγράμματος.
– Πότε σε «ανακάλυψαν» τα ελληνικά μίντια;
Ανακάλυψαν ακούγεται λίγο μεγάλο, αλλά η πρώτη επαφή είχε γίνει μετά το σόου του τμήματος όταν ολοκλήρωσα τον πρώτο χρόνο, το 2018. Αρκετά πράγματα έχουν αλλάξει μέσα στη δουλειά μου αυτά τα χρόνια που πέρασαν άλλα αυτή την πρώτη κολεξιόν που παρουσίασα της αναγνωρίζω την αφέλεια και την ελευθερία.
Ο Χέλμουτ Λανγκ στις αρχές του 2000 έκανε ένα σόου όπου τα μοντέλα του περπάτησαν στο πάτωμα και όχι πάνω σε μια «σκηνή», πάνω σε κάποιο διάδρομο, κάτι που άρχισε να σπάει τον πάγο μεταξύ της ελιτίστικης μόδας και του πραγματικού κοινού.
– Με ποιον τρόπο το όνομά σου συνδέεται με τον οίκο Louis Vuitton;
Δεν υπάρχει πραγματικά κάποια συνεργασία. Ούτε κάποια πρόταση καν! Αυτό που συμβαίνει περισσότερο είναι πως τα τελευταία δύο χρόνια όπου η Grace Wales Bonner έχει αναλάβει το τμήμα προσπαθεί να μας φέρει σε επαφή με την αγορά, να φέρει και τη σχολή την ίδια στο προσκήνιο. Όλοι οι συντελεστές του φετινού σόου και του φιλμ για την προώθηση είναι άνθρωποι που δουλεύουν μαζί της ως σχεδιάστρια. Η προσκεκλημένη επιτροπή για το σόου και τους διπλωματικούς φοιτητές που αποφοιτούν φέτος αποτελείται από επαγγελματίες που δουλεύουν για διάφορα μπραντς που ανήκουν στον όμιλο της Louis Vuitton. Με αυτούς είχα μια ενδιαφέρουσα κουβέντα την επόμενη μέρα του σόου, όπου ζήτησαν να παρουσιάσω την κολεξιόν μου, λέγοντάς μου στο τέλος πως περιμένουν να δουν την διπλωματική μου εργασία.
– Στο τηλέφωνο μου είπες ότι έχεις καθηγητή τον Χουσεΐν Σαλαγιάν. Πες μου κι άλλα για αυτόν.
Όπως είπα και στο τηλέφωνο για μένα είναι θρύλος για τη σκηνή της μόδας! Για μας όμως ήταν ένα πρόσωπο αρκετά γήινο γιατί τον γνωρίσαμε σε τελείως άλλο πλαίσιο. Θεωρώ πως είναι ένας από τους λόγους που βρίσκομαι εδώ, οπότε για μένα θα έχει πάντα σεβασμό τόσο ως καλλιτέχνης, σχεδιαστής, όσο και σαν άνθρωπος. Σαν καθηγητής σου έδινε το δικαίωμα να δοκιμάσεις και να αποτύχεις. Φυσικά πάντα θα υπήρχε και η κατάλληλη κριτική, καλή κακή, στο τέλος όμως η επιλογή ήταν δική σου αν θα έβαζες το όνομά σου κάτω από κάτι, που λέμε.
– Τι έχει αλλάξει μέσα στα χρόνια στη μόδα τόσο στο μύθο της όσο και στην παραγωγή;
Στον μύθο νομίζω ή πιστεύουμε ή όχι. Το ενδιαφέρον με τη μόδα είναι όμως πως είναι ένας μύθος που όπως και να αλλάξει, διαμορφωθεί θα συνεχίσουμε να τον πιστεύουμε. Είτε αυτό μιλάει για γρήγορη μόδα, είτε για υψηλή ραπτική, για σελέμπριτις που διαφημίζουν, είτε για σχεδιαστές διάνοιες. Υπάρχει κάτι άλλο στη μόδα που την κάνει ελκυστική πίσω από τα φλας της πασαρέλας. Οι αλλαγές τώρα στην παραγωγή, το ότι όλα τρέχουν τόσο γρήγορα και σε πολύ μεγάλες ποσότητες, αυτό είναι ένα γεγονός που πιο πολυ ακολουθεί τα συμπτώματα της κοινωνίας συνολικά. Κάποιος θα πρέπει να αρχίσει να αλλάζει συνήθειες ώστε η μόδα σαν ιδέα να μην πλήγεται από την πραγματικότητα. Η προτεραιότητά να επικοινωνηθεί κάτι μέσα από ένα ρούχο είναι πολύ διαφορετική από την προτεραιότητα να καλυφθεί μια ακόρεστη επιθυμία για το καινούριο. Η πρώτη παραπέμπει σε μία πιο ευσυνείδητη παραγωγή και κατανάλωση, η δεύτερη σε ένα ανεξέλεγκτο καθεστώς που χρησιμοποιεί τον μύθο σαν εργαλείο.
– Πώς θα χαρακτήριζες το στυλ των ρούχων που σχεδιάζεις;
Γιούνισεξ, κάπως σουρεάλ. Μ’ αρέσουν οι άνετες γραμμές, τα ευρύχωρα κοψίματα, τα διακριτικά εμπριμέ και τα ελαφριά υφάσματα. Τελευταία μ’ αρέσει να θολώνω τα νερά μεταξύ γυναικείου και αντρικού με έναν τρόπο που φέρνει λίγο πιο κοντά τους δύο πόλους. Αναζητώ ένα οικείο αίσθημα σε ό,τι σχεδιάζω και νομίζω αυτό είναι χαρακτηρίζει τα ρούχα.
– Ποιους «μεγάλους» σχεδιαστές θαυμάζεις;
Μάρτιν Μαρτζέλα, Ρικ Όουενς, Γιότζι Γιαμαμότο, Αλεξάντερ ΜακΚουίν, Βίβιαν Γουέστγουντ, Αλεσάντρο Μικέλε, Κιμ Τζόουνς… Από ένα σημείο και μετά βρίσκεις τόσα διαφορετικά πράγματα να θαυμάσεις στον καθένα τους που όλοι έχουν κάτι αγαπημένο.
– Τι πιστεύεις για τις τάσεις της μόδας έτσι όπως αυτές διαμορφώνονται μέσα από τα ποστ των ινφλουένσερς;
Πιστεύω πως οι «ινφλουένσερς» υπήρχαν πολύ πριν από τα ποστς και τα κοινωνικά δίκτυα όπως τα ξέρουμε σήμερα. Εννοώ πως από την αρχή της ιστορίας της μόδας υπάρχουν εκείνες/οι οι κυρίες και κύριοι που θα διέδιδαν μία τάση γρήγορα ή ο τρόπος που θα εμφανίζονταν ή φορούσαν κάτι θα επικρατούσε. Προβληματικό βρίσκω όμως όπως σε όλα τα πράγματα το όταν το παρακάνουμε. Είτε ως πομποί, είτε ως δέκτες του μηνύματος καλό θα είναι να συζητάμε το περιεχόμενο κάπως. Αν η μόδα είναι έκφραση τότε είναι κάτι αρκετά προσωπικό για τον καθένα. Όχι όλες οι γυναίκες ή άντρες είναι ανάγκη να δουν τον εαυτό τους πάνω στον χ ή ψ σελέμπριτι ή ινφλουένσερ, επειδή όλος ο πλανήτης μιλάει για αυτούς, και να υιοθετήσουν ό,τι «προτείνουν». Είναι όμως ενδιαφέρον να ξέρει και το κοινό ότι υπάρχει αυτή η οπτική και η βιομηχανία για εκείνη του κοινού.
– Πώς η μόδα συνδέεται με την εκάστοτε εποχή;
Για μένα είναι καθρέφτης κοινωνικών φαινομένων. Οι επιλογές τόσο της μάζας, όχι με την κακή έννοια, αλλά το τι ήταν πιο δημοφιλές σαν στυλ, σαν υλικό, σαν ρούχο, όσο και οι επιλογές των αντίστοιχων «υπό-κουλτούρων» επικοινωνούν πολλά για την κοινωνία της κάθε εποχής. Από την Κοκό Σανέλ που ήθελε να σχεδιάζει σπορ ρούχα για να παρακολουθούν οι πελάτισσές της τους αθλητικούς αγώνες, σε μια κοινωνία που δεν επέτρεπε πολλά ενδυματολογικά παραπτώματα, μέχρι το λευκό T-Shirt του Μάρλον Μπράντο μεταπολεμικά, όταν η στολή έπρεπε να αντικατασταθεί με κάτι άλλο πιο φρέσκο, ελαφρύ αλλά επίσης μάτσο.
Κάποιος θα πρέπει να αρχίσει να αλλάζει συνήθειες ώστε η μόδα σαν ιδέα να μην πλήγεται από την πραγματικότητα.
– Γιατί κατά τη γνώμη σου κυριάρχησε το street style στις πασαρέλες;
Γιατί η μόδα, έτσι όπως το λέμε, στις πασαρέλες έπρεπε να γίνει πιο προσιτή και κατανοητή. Το ζητούσαν και οι καταναλωτές και οι δημιουργοί θεωρώ. Ο Χέλμουτ Λανγκ στις αρχές του 2000 έκανε ένα σόου όπου τα μοντέλα του περπάτησαν στο πάτωμα και όχι πάνω σε μια «σκηνή», πάνω σε κάποιο διάδρομο, κάτι που άρχισε να σπάει τον πάγο μεταξύ της ελιτίστικης μόδας και του πραγματικού κοινού. Τα σχέδιά του ανέκαθεν ήταν μίνιμαλ, πρακτικά, απλά, σοκαριστικά απλά και τεχνικά άψογα. Ήδη για εκείνη την εποχή αυτή η απλότητα ήταν το ελκυστικό και ίσως αυτό συνεχίζει να κάνει το street style σήμερα τόσο κυρίαρχο. Επίσης, από δημιουργικής άποψης, αυτή η χρυσή τομή σε ένα ρούχο που ναι μεν είναι επιθυμητό, διαφορετικό, πρακτικό όμως και ταυτόχρονα αφήνει χώρο για εξατομίκευση, που σημαίνει πουλάει, είναι που κάνει την αποφυγή πλέον του street style δύσκολη. Οι avant garde δημιουργίες θα υπάρχουν πάντα είτε στα πλαίσια ενός σόου, μίας περφόρμανς ως «εφαρμοσμένη τέχνη». Όλα όμως έχουν τη θέση τους.