Κανένα άλλο brand δεν ταυτίζεται με τη Βρετανία της εργατικής τάξης περισσότερο από αυτό των Dr. Martens. Γεννήθηκε στη μεταπολεμική Γερμανία, και κατασκευάζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο έχοντας περάσει εβδομήντα χρόνια στον κλάδο των υποδημάτων με μία πορεία που το οδήγησε στο απόλυτο συνώνυμο της νεολαίας, της εναλλακτικής μουσικής, της εξέγερσης αλλά και της καταστολής. Πολλές και αντιφατικές έννοιες συναντιούνται σε αυτό σύμβολο. Οι μπότες Dr. Martens έχουν φορεθεί από Βρετανούς αστυνομικούς αλλά ταυτόχρονα και από τους αντιδραστικούς πάνκηδες, δυστυχώς από θυμωμένους skinheads, από πάρα πολλούς διάσημους όπως ο Ρόμπερτ Πάτινσον και η Τζέσικα Άλμπα αλλά και σύμβολα θρησκευτικής εξουσίας. Ο πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β΄ και ο Δαλάι Λάμα έκαναν ειδική παραγγελία τις DMs (Ντι Εμ τους) για χρόνια.
Πώς βρέθηκαν τα χοντροκομμένα πέλματα των Dr. Martens να χορεύουν σε ρυθμούς ska στα skinhead dance hall του Λονδίνου και να πηδούν από τις σκηνές της grunge σκηνής του Seattle;
Η ιστορία της Dr. Martens ξεκινά το 1945. Ο 25χρονος γιατρός του γερμανικού στρατού Dr. Κlaus Maertens μετά από ένα ατύχημα που είχε κάνοντας σκι στις Βαυαρικές Άλπεις κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρέθηκε στο νοσοκομείο με σπασμένο πόδι. Θεωρώντας ότι τα υποδήματα με δερμάτινη σόλα ήταν πολύ σκληρά για την ανάρρωσή του, ο Maertens κατασκεύασε μια πατέντα με ένα μαξιλάρι από αέρα που θα παρείχε μεγαλύτερη αντικραδασμική προστασία και πρόσφυση. Χρησιμοποιώντας μια βελόνα και μια απλή σόλα του τσαγκάρη, ο Maertens έφτιαξε ένα πρωτότυπο παπούτσι και το παρουσίασε στον πρώην συμμαθητή του Dr. Herbert Funk, μηχανολόγο μηχανικό.
Το δίδυμο προχώρησε σε συνεργασία και άρχισε να χρησιμοποιεί καουτσούκ και άλλα αχρησιμοποίητα στρατιωτικά υλικά για την παραγωγή των καινοτόμων υποδημάτων του. Ο Maertens και ο Funk ξεκίνησαν την επίσημη παραγωγή το 1947 παρακολουθώντας την επιχείρησή τους να αναπτύσσεται ραγδαία κατά την επόμενη δεκαετία, με τις μαλακότερες σόλες τους να αποδεικνύονται ιδιαίτερα δημοφιλείς μεταξύ των νοικοκυρών και των ηλικιωμένων γυναικών.
Μέχρι το 1959, οι Maertens και Funk είχαν αρχίσει να αναζητούν τρόπους επέκτασης της επιχείρησής τους στο εξωτερικό, διαφημίζοντας τα μοναδικά υποδήματά τους σε περιοδικά σε όλη την Ευρώπη. Στην Αγγλία, η οικογένεια Griggs είχε αποκτήσει μια σταθερή φήμη για την κατασκευή ανθεκτικών παπουτσιών και μπότες εργασίας στη μικρή πόλη Wollaston του Northamptonshire για πάνω από πενήντα πέντε χρόνια με την επωνυμία R. Griggs Group Ltd. Καθώς σκανάριζε ένα περιοδικό για το εμπόριο υποδημάτων, ο Bill Grigg – τρίτης γενιάς Grigg που διευθύνει την οικογενειακή επιχείρηση – παρατήρησε μια διαφήμιση για τη μοναδική σόλα με μαξιλάρι αέρα Dr. Maertens. Ο Grigg απευθύνθηκε και απέκτησε άδεια για την παραγωγή μποτών εργασίας χρησιμοποιώντας την σόλα της Dr. Maertens.
Ο Grigg προσάρμοσε τον σχεδιασμό των υποδημάτων του Dr. Maertens -προσαρμόζοντας τη φτέρνα για να βελτιώσει την εφαρμογή, προσθέτοντας ένα στρογγυλεμένο βολβοειδές επάνω μέρος και εισάγοντας την κίτρινη ραφή που αποτελεί πλέον το σήμα κατατεθέν του- και επαναπροσδιόρισε τη σόλα ως Airwair. Αγγλοποιώντας το όνομα του δημιουργού, ο Grigg εισήγαγε τα υποδήματα Dr. Martens στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1960 με την θρυλική πλέον μπότα 1460 με τις οκτώ τρύπες. Η πρεμιέρα της μπότας 1460 έγινε σε λείο, μαύρο δέρμα και κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο R. Griggs Group Ltd. Northamptonshire, το οποίο λειτουργεί ακόμη και σήμερα.
Έντυσε τις απαρχές του glam, του goth, του νεορομαντισμού και του πανκ ροκ
Αρχικά πουλήθηκε ως μπότα εργασίας αξίας 2 λιρών, η Dr. Martens έγινε δημοφιλής μεταξύ των ταχυδρομικών υπαλλήλων, των εργατών εργοστασίων και των αστυνομικών. Αλλά όταν η υποκουλτούρα των skinhead έφτασε στην Αγγλία, οι μπότες Dr. Martens έγιναν μέρος της εμφάνισης των skinhead της εργατικής τάξης. Τις συνδύασαν με στενό τζιν (σωλήνα) και bomber jacket.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα η Βρετανία είχε ήδη δει τον θάνατο και την αναβίωση του κινήματος των σκινάδων, καθώς και τις απαρχές του glam, του goth, του νεορομαντισμού και του πανκ ροκ. Κάθε ένα από αυτά τα νέα είδη δημιούργησε φυλές επαναστατημένων νέων που ήθελαν να εκφραστούν και η στιβαρή μπότα 1460 -γνωστή απλώς ως “docs” ή DMs- ήταν η μπότα της πρώτης τους επιλογής.
Στα 80s οι Madness και οι Cure, δύο συγκροτήματα ταυτόσημα της ιδιοσυγκρασιακής αυτής δεκαετίας, ενστερνίστηκαν την αυθάδικη επικουρία των Dr. Μartens για να έρθουν τα 90s και οι δύο γιαπωνέζοι σχεδιαστές μόδας ο Yohji Yamamoto και η Rei Kawakubo να περπατήσουν τις “αναρχικές” μπότες στην πασαρέλα. Το 2009 ο Γάλλος σχεδιαστής Jean Paul Gaultier επανάφερε την πιο μεγαλοπρεπή, αυτή που καλύπτει ολόκληρη την γάμπα, την 40τρυπη εκδοχή των μποτών στην χειμωνιάτικη κολεξιόν του. Εν τω μεταξύ ο πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β΄ είχε αδυναμία στις λευκές, 16τρυπες Dr. Μartens, οι οποίες φτάνανε σε αυτόν, κομμένες και ραμμένες στα μέτρα του.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, η Dr. Martens είχε γίνει αναγνωρισμένο σύμβολο της βρετανικής νεανικής κουλτούρας ταυτόχρονα και της εργατικής τάξης. Η λιτότητα και οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που πρότεινε το Συντηρητικό κόμμα προκάλεσαν ακόμη μεγαλύτερη εξέγερση και αναταραχή της νεολαίας στην Αγγλία. Οι εναλλακτικές μουσικές σκηνές μαίνονταν και τα αμερικανικά πανκ συγκροτήματα που περιόδευαν στο Ηνωμένο Βασίλειο αγόραζαν Dr. Martens και τα πήγαιναν στις ΗΠΑ. Αυτό έφερε την Dr. Martens σε πλεονεκτική θέση για να αγκαλιαστεί από τη μουσική καταιγίδα του Σιάτλ που ήταν άλλη από το Grunge, ένα νέο τότε είδος εναλλακτικής μουσικής που γέννησε τους Nirvana, Melvins, Pearl Jam και Alice in Chains. Οι βαριά φθαρμένες μπότες Dr. Martens ταίριαζαν απόλυτα με την αισθητική “loser-kid” πολλών συγκροτημάτων του grunge των 90s.
Η Dr. Martens ήταν ιδιαίτερα κερδοφόρα τη δεκαετία του ’90, με ένα εξαώροφο πολυκατάστημα στο Covent Garden του Λονδίνου και μια γραμμή παραγωγής που κατασκεύαζε πάνω από δέκα εκατομμύρια ζευγάρια κάθε χρόνο. Ωστόσο, οι πωλήσεις μειώθηκαν τελικά μετά την αλλαγή της χιλιετίας, με τα κέρδη να πέφτουν τόσο χαμηλά το 2003 που η Dr. Martens άρχισε να φλερτάρει με την πτώχευση. Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς η Dr. Martens έκοψε πάνω από χίλιες θέσεις εργασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο και μετέφερε την παραγωγή στην Κίνα και την Ταϊλάνδη για να εξοικονομήσει χρήματα. Παρόλο που η κίνηση αυτή αψήφησε τη φιλοσοφία της Dr. Martens για τις βρετανικές μπότες που κατασκευάζονται στην καρδιά των αγγλικών midlands, αποτέλεσε σημαντικό μέρος μιας πλήρους μεταρρύθμισης της εταιρείας που είδε την Dr. Martens να επιβιώνει και την The R. Griggs Group Ltd. να τιμάται με βραβείο από το Institute for Turnaround για τη διεξαγωγή μιας τόσο επιτυχημένης αναδιάρθρωσης. Από τότε, βέβαια, πολλά έχουν αλλάξει.
Τα Dr. Martens σήμερα δε μας τα λένε όπως μας τα έλεγαν
Μπορεί να φταίει η παραγωγή στην Κίνα, μπορεί η οικονομική κρίση η οποία γιγαντώνεται μέρα με τη μέρα, όμως η ανθεκτικότητα των Dr. Martens δοκιμάζεται τα τελευταία χρόνια. «Δεν πρόλαβαν να περάσουν 8 μήνες από την αγορά των cherry red μποτών μου και αποκόλλησε η σόλα» γράφει μία γυναίκα σε ανάλογη σελίδα στα σόσιαλ μίντια, ενώ κάποιος άλλος συμπληρώνει: «Αγόρασα τα limited edition Lazy Oaf X boots των 180 λιρών και σε ένα τρίμηνο χάλασαν. Έχω ζευγάρια Dr. M που έχουν κρατήσει μια ολόκληρη δεκαετία. Τι γίνεται;».
Ιδού, λοιπόν, τι έχει συμβεί. Ενώ συνεχίζει να αναγράφεται η ετικέτα «Μade in England» στα Dr Martens, τα περισσότερα εργοστάσια της εταιρείας στην Αγγλία έχουν κλείσει, με αποτέλεσμα μόνο το 2% των παπουτσιών που πωλούνται στην παγκόσμια αγορά κατασκευάζονται εκεί. Τα υπόλοιπα προέρχονται, όπως είπαμε.
Σύμφωνα με τον Kenny Wilson, διευθυντή παραγωγής της εταιρείας, μόνο το 0,5% από τα 11 εκατομμύρια ζευγάρια που παράγονται κάθε χρόνο αποδεικνύονται ελαττωματικά, ενώ ξεκαθαρίζει ότι τα υλικά παραμένουν τα ίδια και η παραγωγή ακολουθεί τα ίδια υψηλά κριτήρια που ισχύουν από τον Απρίλιο του 1960 όταν και κατασκευάστηκε το πρώτο ζευγάρι. Κάποιοι από τους διαμαρτυρόμενους, από την άλλη, δεν εστιάζουν το πρόβλημα στην Κίνα αλλά στους νέους ιδιοκτήτες. Εδώ και πέντε χρόνια τα Dr. Martens τα οποία ανήκαν στην οικογένεια Griggs, εξαγοράστηκαν από τον όμιλο της Permira, έναν επιχειρηματικό κολοσσό αξίας 30 δισεκατομμυρίων λιρών, αντί του ποσού των 300 εκατομμυρίων λιρών.
Η νέα εποχή στην οικονομία και η συνεχής εξαγορά εταιριών από κολοσσούς έχει ενδεχομένως αντίκτυπο και στα ίδια τα προϊόντα. Ακόμα και στις «απέθαντες» Dr. M.