Ο Christian Dior γεννήθηκε στην παραθαλάσσια πόλη Granville στις ακτές της Νορμανδίας το 1905 και ήταν γιος ενός πλούσιου κατασκευαστή λιπασμάτων και ένα από τα πέντε παιδιά του. Σε ηλικία πέντε ετών, μετακόμισε με την οικογένειά του στο Παρίσι.
Αν και οι γονείς του είχαν την ελπίδα να γίνει διπλωμάτης, ο Dior είχε καλλιτεχνικές κλίσεις και άρχισε να πουλάει τα σκίτσα του στο δρόμο για να βγάζει χαρτζιλίκι. Όταν τελείωσε το σχολείο, ο Dior ανέλαβε μια μικρή γκαλερί τέχνης που του αγόρασε ο πατέρας του, όπου μαζί με έναν φίλο του πουλούσαν έργα καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων και του Pablo Picasso.
Μετά την έναρξη της «Μεγάλης Ύφεσης» το 1929 [σ.σ. η μεγαλύτερη οικονομική ύφεση της σύγχρονης ιστορίας], τον θάνατο της μητέρας του και του αδελφού του και την κατάρρευση της επιχείρησης του πατέρα του, ο Dior αναγκάστηκε να κλείσει την γκαλερί του. Στη συνέχεια άρχισε να εργάζεται με τον σχεδιαστή μόδας Robert Piguet μέχρι να κληθεί για στρατιωτική θητεία το 1940.
Οι πρώτες επαφές με την υψηλή ραπτική
Με τη λήξη της θητείας του το 1942, άρχισε να εργάζεται για τον μόδιστρο Lucien Long, όπου ο ίδιος και ο Pierre Balmain ήταν οι κύριοι σχεδιαστές. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Lelong – όπως και άλλα γαλλικά ατελιέ, όπως της Jeanne Lanvin και της Nina Ricci – έντυσε τις συζύγους των Ναζί αξιωματικών και των Γάλλων συνεργατών τους, καθώς αυτός ήταν ένας τρόπος διατήρησης εσόδων για τη βιομηχανίας της μόδας.
Την ίδια εποχή, η μικρότερη αδελφή του Dior, η Catherine, εντάχθηκε στη γαλλική αντίσταση, με αποτέλεσμα να συλληφθεί από την Gestapo και να φυλακιστεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ravensbrück. Τελικά η Catherine επιβίωσε και απελευθερώθηκε το 1945. Το 1947, ο Dior ονόμασε το πρώτο του άρωμα “Miss Dior” ως φόρο τιμής σε αυτήν.
H γέννηση του οίκου και η επανάσταση του “New Look”
Στις 16 Δεκεμβρίου του 1946, ιδρύθηκε ο οίκος “Christian Dior” με έδρα του το κτήριο στον αριθμό 30, στη λεωφόρο Montaigne στο Παρίσι, με την υποστήριξη του Marcel Boussac, μεγιστάνα βαμβακερών υφασμάτων. Επισήμως, ο οίκος Dior θεωρείται πως ξεκίνησε το 1947, καθώς τότε ο Dior παρουσίασε την πρώτη του συλλογή.
Στις 12 Φεβρουαρίου εκεινής της χρονιάς, ο Dior παρουσίασε την πρώτη του συλλογή, παρουσιάζοντας 90 διαφορετικές εμφανίσεις. Με τίτλους “Corolle” και “Huit”, τα σχέδια βαφτίστηκαν γρήγορα “New Look”, μια φράση που επινόησε η Carmel Snow, εκδότρια του αμερικανικού περιοδικού “Harper’s Bazaar”. Η συλλογή αποτελούνταν από φούστες μέχρι τη γάμπα, «σφιγμένη» μέση και εντυπωσιακό μπούστο. Μία προσέγγιση πολύ διαφορετική απ’ αυτήν που επικρατούσε από τις αρχές του αιώνα.
Λόγω της οικονομικής κρίσης της μεταπολεμικής περιόδου, το μέσο φόρεμα μπορούσε να χρησιμοποιήσει 18 μέτρα ύφασμα, όμως το “New Look” του Dior δέχτηκε κάποιες επικρίσεις καθώς ο οίκος για τα σχέδιά του φάνηκε να χρησιμοποίησε περισσότερα μέτρα υφάσματος παρακάμπτοντας τον περιορισμό. Η χλιδή των σχεδίων του ερχόταν σε αντίθεση με την ζοφερή μεταπολεμική πραγματικότητα της Ευρώπης, αλλά έτσι ο Dior, βοήθησε στην αποκατάσταση του ονόματος του Παρισιού στον χώρο της υψηλής ραπτικής, καθιστώντας την Γαλλική πόλη ως πρωτεύουσα της μόδας (όπως ήταν κάποτε).
Ο οίκος κατακλύστηκε από παραγγελίες και παγκοσμίου φήμης αστέρες, όπως η Rita Hayworth και η Margot Fonteyn, αγόρασαν και φόρεσαν κομμάτια του Dior, εκτοξεύοντας τη φήμη του σχεδιαστή. Μέχρι και η Βρετανική βασιλική οικογένεια κάλεσε τον Dior να διοργανώσει μια ιδιωτική παρουσίαση της συλλογής του – αν και ο βασιλιάς Γεώργιος Ε’ φέρεται να απαγόρευσε στις νεαρές πριγκίπισσες, Ελισάβετ και Μαργαρίτα, να φορέσουν σχέδια “New Look” καθώς αυτά θα αποτελούσαν «κακό παράδειγμα», σε μια εποχή που το δελτίο τροφίμων ήταν ακόμη σε ισχύ [σ.σ. κάθε πολίτης του Ηνωμένου Βασιλείου έπρεπε να εγγραφεί σε επιλεγμένα καταστήματα και να εφοδιαστεί με ένα δελτίο που περιείχε κουπόνια, για συγκεκριμένη ποσότητα τροφίμων που μπορούσε να αγοράσει].
Επίσης, ο Dior ήταν γνωστό πως ήταν προληπτικός, ένα χαρακτηριστικό του που μεγεθυνόταν όσο περνούσαν τα χρόνια. Κάθε συλλογή του περιελάμβανε ένα παλτό που έφερε το όνομα του τόπου γέννησής του, Granville, και σε κάθε επίδειξη τουλάχιστον ένα μοντέλο φορούσε ένα κρίνο που ήταν το αγαπημένο του λουλούδι, ενώ ποτέ δεν ξεκινούσε μια επίδειξη μόδας χωρίς να έχει συμβουλευτεί νωρίτερα μια μέντιουμ καρτών ταρώ.
Το επιχειρηματικό μυαλό του Dior
Τον Νοέμβριου του 1948, ίδρυσε έναν πολυτελή οίκο έτοιμων ενδυμάτων στη γωνία της 5ης Λεωφόρου και της 57ης οδού στη Νέα Υόρκη, ο πρώτος του είδους για την βιομηχανία υψηλής ραπτικής. Την ίδια χρονιά, εγκαινίασε το “Dior Parfums”, με το “Miss Dior” να είναι το πρώτο άρωμα που κυκλοφόρησε και το “Diorama” ακολούθησε τον επόμενο χρόνο.
Το 1949, ο Dior ήταν ο πρώτος μόδιστρος που οργάνωσε την παραγωγή των σχεδίων του με άδεια πώλησης από άλλους. Έχοντας συνειδητοποιήσει τη σημασία της ολοκληρωμένης εμφάνισης – και ότι το “New Look” δεν θα μπορούσε να θεωρείται ολοκληρωμένη συλλογή χωρίς τα κατάλληλα παπούτσια Dior, γάντια και καπέλο – ο σχεδιαστής, μαζί με τον συνέταιρο του, Jacques Rouët, παραχώρησε άδεια χρήσης του ονόματός του σε μια σειρά από πολυτελή αξεσουάρ. Γούνες, κάλτσες, γραβάτες και αρώματα κατασκευάζονταν σε πόλεις σε όλο τον κόσμο, διαδίδοντας γρήγορα το brand name του οίκου του σε όλο τον κόσμο.
Παρόλο που η κίνηση αυτή επικρίθηκε έντονα από το γαλλικό Επιμελητήριο υψηλής ραπτικής – το οποίο κατήγγειλε την κίνηση αυτή ως «φτηνοποίηση της βιομηχανίας υψηλής ραπτικής» – η αδειοδότηση ήταν μια κερδοφόρα κίνηση για τον Dior και αυτή η επιχειρηματική κίνηση ακολουθήθηκε σχεδόν απ’ όλους τους οίκους μόδας της εποχής.
Η σχέση του με τον Yves Saint Laurent
Τον Σεπτέμβριο του 1954, ο Yves Saint Laurent έφυγε από το Οράν για το Παρίσι σε ηλικία 18 ετών, αμέσως μετά τη λήψη του απολυτηρίου του. Πέρασε μερικούς μήνες σπουδάζοντας στην “École de la Chambre Syndicale de la haute couture” πριν ενταχθεί στο στούντιο του Christian Dior. Είχε περάσει ούτε ένας χρόνος απ’ την άφιξή του στη γαλλική πρωτεύουσα και ο 19χρονος Yves Saint Laurent έγινε βοηθός σχεδιασμού του διάσημου οίκου.
Ο Yves Saint Laurent θα περάσει δύο χρόνια δουλεύοντας δίπλα στον Christian Dior, μαθαίνοντας τα μυστικά της υψηλής ραπτικής από τον ίδιο τον «δάσκαλο». Στον Saint Laurent ανατέθηκε αρχικά η διακόσμηση των μπουτίκ του οίκου. Βοήθησε επίσης στον σχεδιασμού ορισμένων φορεμάτων υψηλής ραπτικής, κερδίζοντας γρήγορα την εμπιστοσύνη του Dior. Με την πάροδο του χρόνου, του ανατέθηκαν όλο και περισσότερες ευθύνες. «Με δίδαξε τα βασικά», έγραψε ο Saint Laurent το 1986. «Επειδή μου είχε διδάξει το ουσιώδες, είχε δημιουργηθεί ένα υπέροχο και γόνιμο έδαφος. Έτσι, όταν στην συνέχεια ήρθαν και άλλες επιρροές, αναμείχθηκαν αυτοί οι σπόροι και μου επέτρεψαν να διεκδικήσω τον εαυτό μου, να δυναμώσω, να ανθίσω και τελικά να αποπνεύσω το δικό μου σύμπαν».
Τον Ιούλιο του 1957, ο Christian Dior θα πει στον συνεργάτη του, Jacques Rouet: «[Ο Yves Saint Laurent] είναι νέος, αλλά έχε τεράστιο ταλέντο. Στην τελευταία μου συλλογή, τον θεωρώ “πατέρα” των 34 από τα 180 σχέδια. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να το αποκαλύψω στον Τύπο. Το κύρος μου δεν θα υποφέρει από αυτό».
Το μυστήριο γύρω απ’ τον θάνατό του
Το πρώτο περίεργο γεγονός γύρω από το θάνατο του Christian Dior, ξεκίνησε πριν ο σχεδιαστής μόδας φύγει από τη ζωή. Ο 19χρονος Yves Saint Laurent, είχε γίνει βοηθός σχεδιασμού του Dior απ’ το 1955 και ο Dior συναντήθηκε με τη Lucienne Mathieu-Saint Laurent, μητέρα του Saint Laurent, το 1957. Σε εκείνη την επίσκεψη, ο Dior φέρεται να της είπε ότι είχε επιλέξει τον γιο της για να τον διαδεχθεί στον οίκο.
Και ενώ η απόφαση του Dior ήταν μια σπουδαία είδηση για τον γιο της, το σχόλιο την προβλημάτισε επειδή ο Dior ήταν μόλις 52 ετών εκείνη την εποχή.
Εκείνη την χρονιά, στις 24 Οκτωβρίου, ο Dior πέθανε απροσδόκητα κατά την διάρκεια των διακοπών του σε ένα spa στο Montecatini της Ιταλίας. Ο θάνατός του έφερε τον οίκο σε σύγχυση, δημιουργώντας ερωτήματα γύρω απ’ τον θάνατό του.
Σύμφωνα με την ιατροδικαστική εξέταση, ο Dior πέθανε από καρδιακή προσβολή, ωστόσο, πολλές πηγές έχουν αναφέρει διάφορες ιστορίες γύρω το τραγικό γεγονός.
Σύμφωνα με το Design Museum, ο Dior πέθανε από καρδιακή προσβολή αφού πνίγηκε με ένα κόκαλο ψαριού, ενώ σε μια άλλη μαρτυρία, στο Paris Match, ειπώθηκε πως ο Dior πέθανε από καρδιακή προσβολή ενώ έπαιζε χαρτιά. Μια άλλη αινιγματική αφήγηση, προέρχεται απ’ το βιβλίο “Alexis: The Memoirs of the Baron de Redé”, ο Dior φέρεται να πέθανε από καρδιακή προσβολή που σχετίζεται με μια έντονη σεξουαλική επαφή [σ.σ. ο Alexis von Rosenberg (ή αλλιώς Baron de Redé), ήταν επιφανής Γάλλος τραπεζίτης, αριστοκράτης, συλλέκτης έργων τέχνης και κοσμικός].
Περίπου 2.500 άνθρωποι παρευρέθηκαν στην κηδεία του Dior, μεταξύ των οποίων όλο το προσωπικό του και διάσημοι πελάτες με επικεφαλής τη Δούκισσα του Ουίνδσορ.
Στη κηδεία του Christian Dior παρέστη και ο φίλος του Pierre Bergé, ο οποίος είχε δηλώσει: «Ήταν ένα εθνικό γεγονός. Ήταν σαν η Γαλλία να σταμάτησε να ζει. Η κηδεία του ήταν μια εθνική κηδεία. Στάλθηκαν τόσα πολλά λουλούδια που, μέχρι το βράδυ, ο οίκος Dior είχε μεταφέρει όλα τα λουλούδια στην Place de l’Étoile. Μέχρι το φέρετρο του Dior να φτάσει στην περιοχή Var, όπου θάφτηκε, διέσχισε πόλεις και κωμοπόλεις όπου τον περίμεναν γυναίκες με λουλούδια.»
«Για μένα, το να εργάζομαι για τον Christian Dior ήταν σαν να είχε γίνει ένα θαύμα. Τον θαύμαζα απεριόριστα. Ήταν ο πιο διάσημος couturier της εποχής εκείνης, και ήταν επίσης ικανός να δημιουργήσει έναν μοναδικό οίκο υψηλής ραπτικής και να περιβάλλεται από αναντικατάστατους ανθρώπους. Του χρωστάω ένα σημαντικό μέρος της ζωής μου, και ό,τι κι αν μου συνέβη αργότερα, δεν ξέχασα ποτέ τα χρόνια που πέρασα στο πλευρό του», είχε πει ο Yves Saint Laurent, ο οποίος φυσικά και ήταν παρών στην κηδεία του μεγάλου σχεδιαστή.
Η επόμενη μέρα του οίκου “Dior”
Σε μια προσπάθεια να σταθεροποίησης του οίκου, ο Jacques Rouët διόρισε τον 21χρονο τότε Yves Saint Laurent ως καλλιτεχνικό διευθυντή.
Ο Saint Laurent παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι την κατάταξή του στο στρατό, κατά τη διάρκεια της οποίας απολύθηκε από τον Rouët και αντικαταστάθηκε από τον Marc Bohan. Ο Bohan αποδείχθηκε πολύ επιτυχημένος ως αντικαταστάτης του, ορίζοντας μια νέα εποχή και μια νέα συλλογή για τον Dior, το “Slim Look”, μια πιο μοντέρνα και «λεπτή» εκδοχή του εμβληματικού look του Dior.
Ο Gianfranco Ferre ανέλαβε τη θέση του στυλιστικού διευθυντή του “Christian Dior” το 1989, αντικαθιστώντας τον Marc Bohan, ο οποίος παρέμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι το 1997.
Το 1997 ο Bernard Arnault, πρόεδρος του οίκου απ’ το 1984, διόρισε τον Βρετανό σχεδιαστή John Galliano για να αντικαταστήσει τον Marc Bohan στο δημιουργικό τιμόνι. «Ο Galliano έχει ένα δημιουργικό ταλέντο πολύ κοντά σε αυτό του Christian Dior. Διαθέτει το ίδιο εξαιρετικό μείγμα ρομαντισμού, φεμινισμού και νεωτερικότητας που συμβόλιζε τον Dior. Σε όλες τις δημιουργίες του – τα κοστούμια του, τα φορέματά του – βρίσκει κανείς ομοιότητες με το στυλ του Dior», είχε δηλώσει ο Arnault για τον Galliano.
O οίκος πλέον ανήκει στον όμιλο LVMH του Louis Vuitton, ξεκινώντας με ένα 32% απ’ το 1988, και λειτουργεί ως αυτόνομο brand, συνεχίζοντας το επικό και λαμπερό ταξίδι που ξεκίνησε ο πρωτοπόρος δημιουργός του.