Ελληνική μουσική στους δημόσιους χώρους: ναι! Ναι, με τα μπούνια! Αλλά, όποιος δεν θέλει; Μπορεί να κανοναρχηθεί το καλλιτεχνικό και το πολιτιστικό γίγνεσθαι; Και αν ναι, είναι έντιμο να πούμε ότι κανοναρχείται από μια κυβέρνηση που έχει δείξει καταφανώς και αναίσχυντα, σε περιπτώσεις, πλήρη αδιαφορία για την ουσιαστική κίνηση των πολιτιστικών δρώμενων και του ιστορικού πλούτου αυτής της χώρα; Από μια κυβέρνηση που ξεπουλά την χώρα σε ξένα funds, αλλά θέλει να στηρίξει την ελληνικότητα στην μουσική, στο στίχο, θέλει, υποτίθεται, να στηρίξει τους ντόπιους καλλιτέχνες, τους οποίους βέβαια ξέχασε για αερκετό καιρό επί πανδημίας, μέχρι που πήραν οι δόλιοι τους δρόμους μπας και πάρουν κανένα ευρώ να φάνε και να πάρουν τα φάρμακά τους, απροστάτευτοι, ανέστιοι, ασήμαντοι στα μάτια του κράτους και των κυβερνώντων.
Πώς έχει το πράγμα σε σχέση με την ποσόστωση
Πριν κάνουμε την πλάκα μας, ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα αντίδοτα των καιρών μας, ας έχουμε κατά νου, κι εσείς κι εμείς, τι ακριβώς συμβαίνει:
Η υπουργός πολιτισμού Λίνα Μενδώνη σχολίασε σε συνέντευξή της: «Στο πλαίσιο αυτό, αφενός με το ελληνόφωνο τραγούδι θέλουμε να προστατεύσουμε την ελληνική γλώσσα, κυρίως όμως τους δημιουργούς, τους μουσικούς, οι οποίοι, πραγματικά, έχουν θιγεί όχι μόνο από την πανδημία- πολύς κόσμος λέει ότι ταλαιπωρήθηκαν από την πανδημία- αλλά όχι μόνο αυτό. Μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον η αγγλόφωνη μουσική έχει σχεδόν επιβληθεί. Η διάδοση της ελληνόφωνης μουσικής περιορίζεται. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι ακούγεται 30% ελληνικής μουσικής και 70% ξένης μουσικής. Εμείς, ως υπουργείο Πολιτισμού, προφανώς όλα αυτά είναι πράγματα στα οποία, ακολουθώντας και το ίδιο το Σύνταγμα το οποίο δηλώνει εμφατικά ότι οφείλουμε να προστατεύουμε την τέχνη, έχουμε προτείνει μια σειρά κινήτρων. Είναι περισσότερο κίνητρα και δεν είναι κάτι υποχρεωτικό. Εδώ, απλώς, να ανοίξω μια παρένθεση, να πω ότι σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ξεκινώντας από τη Γαλλία ήδη από τη δεκαετία του ’80, έχουν μπει τέτοιες ποσοστώσεις υποχρεωτικά».
Στις 29 Φεβρουαρίου αναρτήθηκε στο opengov και τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο του υπουργείου Πολιτισμού, με τίτλο «Μέτρα για τη διαφύλαξη και την ανάδειξη της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, την προστασία και ενίσχυση του ελληνόφωνου τραγουδιού και της ορχηστρικής μουσικής απόδοσης του ελληνόφωνου τραγουδιού και την προστασία και διάχυση της ελληνικής γλώσσας, στο πλαίσιο της διαφύλαξης και ανάδειξης της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς – Ρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό της εμπορικής πολιτικής του Οργανισμού Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων και λοιπές διατάξεις του Υπουργείου Πολιτισμού». Μακροσκελέστατο, ναι. Σαφές, όμως;
Με βάση το άρθρο 12 του προτεινόμενου νομοσχεδίου οι ελληνικές οπτικοακουστικές και κινηματογραφικές ταινίες που χρηματοδοτούνται από το Δημόσιο «υποχρεούνται να ενσωματώνουν ελληνόφωνα τραγούδια ή ορχηστρική μουσική απόδοση ελληνόφωνου τραγουδιού σε ελάχιστο ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό (70%) του συνόλου της μουσικής επένδυσης της παραγωγής ή της ταινίας». Επ’ αυτού η Λίνα Μενδώνη είπε ότι «δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε παραγωγή, είναι παραγωγή την οποία επιχορηγεί, δηλαδή εντέλει χρηματοδοτεί το κράτος και ο φορολογούμενος Έλληνας. Επομένως ό,τι αφορά στην ελληνική δημιουργία και στην ελληνική γλώσσα, οφείλουμε ως πολιτιστικό αγαθό να το προστατεύσουμε».
Τα μέτρα που προτείνονται είναι για τους ραδιοσταθμούς, τις οπτικοακουστικές παραγωγές αλλά και τους κοινόχρηστους χώρους. Στους τελευταίους, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, θα πρέπει να παίζεται τουλάχιστον 45% ελληνικής μουσικής από τη μουσική που ακούγεται.
Οι χώροι αυτοί είναι:
Xώροι εισόδου, υποδοχής και ανελκυστήρες σε ξενοδοχεία και τουριστικά καταλύματα
χώροι στάθμευσης, διάδρομοι και λοιποί χώροι παραμονής των επισκεπτών σε εμπορικά κέντρα
χώροι υποδοχής και αναμονής των πελατών στα καζίνα
χώροι σταθμών και αποβάθρες επιβίβασης και αποβίβασης επιβατών του μετρό, των τρένων και των ηλεκτρικών σιδηροδρόμων
στεγασμένοι χώροι που προορίζονται για την αναμονή των επιβατών σε αεροπλάνα και πλοία
Το νομοσχέδιο του υπουργείου Πολιτισμού «δεν παρεμβαίνει καθόλου στα κριτήρια με τα οποία ενισχύεται ο κινηματογράφος. Δηλαδή, δεν παρεμβαίνουμε καθόλου σε διατάξεις οι οποίες λένε με ποιον τρόπο το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, για παράδειγμα, χρηματοδοτεί επιχορηγεί τις ταινίες, εκεί δεν παρεμβαίνουμε καθόλου. Όπως, επίσης, δεν παρεμβαίνουμε καθόλου για τα τουριστικά καταλύματα», σχολίασε η Μενδώνη. Όπως υπογράμμισε για το θέμα της ποσόστωσης, πρόκειται για «ένα πάρα πολύ περιορισμένο χρονικά και χωροταξικά τμήμα της δραστηριότητας που ασκούν τα καταλύματα ή τα ξενοδοχεία. Δεν παρεμβαίνει κανείς ούτε στα καφέ, ούτε στους χώρους εστίασης, ούτε, σε καμία περίπτωση, στα δωμάτια. Είναι πάρα πάρα πολύ ζυγισμένο το πού παρεμβαίνουμε». Στους ραδιοσταθμούς υπάρχει το κίνητρο για μετάδοση περισσότερων διαφημίσεων εφόσον αυξηθεί η μετάδοση ελληνικών τραγουδιών. «Παρέχεται προσαύξηση πέντε τοις εκατό (5%) του επιτρεπόμενου ανώτατου χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων, εφόσον αυξήσουν τα ποσοστά μετάδοσης ελληνόφωνων τραγουδιών ή ορχηστρικής μουσικής απόδοσης ελληνόφωνων τραγουδιών κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%)», αναφέρεται σχετικά. Όπως σχολίασε η υπουργός Πολιτισμού: «Εάν για παράδειγμα ένα ραδιόφωνο θέλει να βάλει το ποσοστό αυτό της μουσικής που προτείνουμε, θα έχει περισσότερο διαφημιστικό χρόνο. Δεν χάνει κάτι. Κίνητρα δίνουμε. Εάν, ας πούμε βάλει το ελληνικό τραγούδι στις 12:00 το βράδυ για κάποιους ανθρώπους που κάθονται και ακούνε ραδιόφωνο εκείνη την ώρα, επίσης δεν θα παρέμβει κανείς, στο πότε θα το βάλει. Επαναλαμβάνω, είναι κίνητρο, δεν χάνει κάτι, δεν περιορίζουμε κάτι. Δίνουμε επιπλέον κίνητρα», επεξηγεί η Λίνα Μενδώνη.
Παράλληλα με το νομοσχέδιο προωθείται η δημιουργία διαδικτυακής βάσης δεδομένων για το ελληνόφωνο τραγούδι και την ορχηστρική μουσική Ελλήνων δημιουργών. Και αυτό είναι καταπληκτικό, αναγκαίο και παρήγορο. Πράγματι, το ελληνικό τραγούδι χρειάζεται support. Χιουμοράκια αλά Μάνος Βουλαρίνος περί «ανυπόφορης ελληνικής μουσικής» μού φαίνονται, προσωπικά, χυδαιότατα, άκαιρα και καθόλου βοηθητικά της κατάστασης.
Αλλά, αλλά, αλλά! Τα γράψαμε στον πρόλογο. Μην κουράσουμε. Θα επανέλθουμε, σαφώς, στο θέμα. Για τώρα, θέλουμε να γιολάρουμε. Μας επιτρέπετε; Ας φανταστούμε τρία σκηνικά που θα λάβουν χώρα στο μέλλον-με όλο τους το ευτράπελο φυζίκ!-σε σχέση με το προτεινόμενο και ουχί ακόμα ψηφισμένο νομοσχέδιο.
1. Βραδιά κυριών στο Καζίνο Λουτρακίου
Γλυκιά βραδιά καλοκαιριού, άφιξη στο καζίνο εντυπωσιακών, σοβαντισμένων κυριών μισού αιώνα ζωής και βάλε με πιπάκια στα σλιμ τσιγάρα τους, λεφτάκια για ξόδεμα και διάθεση χαρωπή. Ελαφριά τζαζ και καμπάρι, αθώο φλερτ με τους γκρουπιέρηδες, οι κυρίες αισθάνονται κάπως σαν διαπρεπείς λογοτεχνικές ηρωίδες, βαλτωμένες σε γάμους πλαδαρούς, με άγριες διαθέσεις που κρατιούνται όμως καλά κάτω από το πέπλο της επιβαλλόμενης κοινωνικά ευπρέπειας. Καθώς ο Σινάτρα τραγουδά μόνο για πάρτη τους το My Way και καθώς ανάβει και φουντώνει το παιχνίδι, σκάει Sidarta ορμητικός κι ασυγκράτητος: Όσο κι αν λες πως δεν αξίζω δάκρυα/όταν ξαπλώνεις ξέρω κλαις ακόμη/Μες στην καρδιά μου είσαι εσύ μονάχα/Το άρωμά σου έχει το σεντόνι/Ανακατεύω το ποτό με χάπια/Πίνω το μπάφο είμαι στο μπαλκόνι/Δεν σου’ πα ψέματα ποτέ να να να
Και ούτω καθεξής. Παρατούν οι θείες τη ρουλέτα, μία έχει στην ζούλα έναν παπά του γιου της μες στην τσάντα και βγαίνουν έξω από το καζίνο και το σκάνε και γουστάρουν και τι Σινάτρα τι Σιντάρτα, ψυχούλα μου!
2. Συνωστισμός σε ασανσέρ Hotel τετράστερου σε νησί του Αιγαίου
Αποσκευές, αναψοκοκινισμένοι Αυστριακοί, μια καμαριέρα όλο χάρη κι ένας σερβιτόρος που πάει δυο χυμούς στον πέμπτο. Αφίξεις, αναχωρήσεις, τίγκα η Νάξος και φέτος. Στ’ ασανσεράκι η ατμόσφαιρα πνιγηρή: ιδρώτας, αλάτι, αντηλιακίλα, κούραση σε μερικά πρόσωπα, χαζομάρα τουρίστα σε άλλα. Και παίζει Βιβάλντι-παίζει συγκεκριμένα η «Άνοιξη» κι ας είναι έξω 40 βαθμοί, κατακαλόκαιρο, πιο καυτό πεθαίνεις. Κάπου ανάμεσα ισογείου και πρώτου, τον Βιβάλντι διαδέχεται η Λέτα Κορρέ, η Αξιώτισσα ντιβάρα-φωνάρα και αρχίζει τα δικά της: «Μες στα χέρια σου να μπόρου/Το ξημέρωμα να θώρου/Να πεθαίνω μέσα σ’ ένα/ όνειρο μαζί με σένα». Και να κοιτάζονται κατάματα τα δυο μπολσεβικάκια της τουριστικής φάμπρικας, η 23χρονη καμαριέρα και το 27χρονο γκαρσόνι και να λιώνουν. Να δαγκώνει χείλη αυτή, να τρέμει ο δίσκος αυτουνού. Οι τουρίστες κοσμάρα τους, τραβάνε βουρ για την πισίνα, κολλημένοι στα Iphone και με στρες ταξιδιωτικό. Την ίδια νύχτα, τα παιδιά συναντιούνται κρυφά πίσω από την κουζίνα, εκεί που συνήθως καπνίζουν οι εργαζόμενοι και επιδίδονται σε στιγμές πάθους. Έκτοτε, η Λέτα η Κορρέ είναι η τραγουδίστρια του έρωτά τους του καλοκαιρινού, του κουρασμένου από την δουλειά, του γεμάτου ελπίδα για καλύτερες μέρες.
3. Αναμονή μπαρουτοκαπνισμένου και καψουροχωρισμένου τύπου στο αεροδρόμιο ΕΛ.Βενιζέλος με προορισμό Θεσσαλονίκη
Τον χώρισε, τον άφησε χωρίς δεύτερη εξήγηση, του τρύπησε την καρδιά η ρουφιάνα. Κι εκείνος λιώνει ακόμα για πάρτη της. Του την έκανε για Θεσσαλονίκη, πάει λέει να μείνει στην κολλητή της, να ηρεμήσει. Ρε, πια κολλητή της, ρε; Τον Σταμάτη βρήκε να κάνει τα παλαβά της η μαντάμ; Ο Σταμάτης είναι της πιάτσας παιδί, ετών 50 πλέον, αλλά με καλό κράτημα και με θωριά λεβέντικη. Δεν αντέχεται κι αυτό το κωλοαεροπλάνο με τις αναμονές στ’ αεροδρόμια και τα τοιαύτα. Ούτε ένα τσιγάρο δεν μπορείς να καπνίσεις ως άνθρωπας, ασούμε. Και παίζει κι αυτές τις παπαριές. Τα’ χει γράψει άνθρωπος αυτά τα τραγούδια ή μηχάνημα; Του τρυπάνε τα μηνίγγια-ξενυχτισμένος κι απ’ τα χθες ο μεσιέ. Μέχρι που, άξαφνα, σαν μουσικός κεραυνός εν αιθρία, σκάει ο κρότος της φωνής του Μητσάρα του Μητροπάνου. «Τα μάτια σου έκλεισες και μ’ άφησες απ’ ‘εξω/Άλλη μια νύχτα θα τη βγάλω στη βροχή/Όλα για πάρτη σου κι απόψε θα τα παίξω…» Σηκώνεται επάνω ο Σταμάτης, θηρίο ανήμερο, ίδιος Ζορμπάς κι αναφωνεί με τα χέρια σε διονυσιακή ανάταση αρχαίου χορού: Α, ρε Λιζάκι, πώς γίναμε έτσι, ρεεεε;
Ελληνική μουσική στους δημόσιους χώρους: ναι! Ναι, με τα μπούνια! Αλλά, όποιος δεν θέλει; Μπορεί να κανοναρχηθεί το καλλιτεχνικό και το πολιτιστικό γίγνεσθαι; Και αν ναι, είναι έντιμο να πούμε ότι κανοναρχείται από μια κυβέρνηση που έχει δείξει καταφανώς και αναίσχυντα, σε περιπτώσεις, πλήρη αδιαφορία για την ουσιαστική κίνηση των πολιτιστικών δρώμενων και του ιστορικού πλούτου αυτής της χώρα; Από μια κυβέρνηση που ξεπουλά την χώρα σε ξένα funds, αλλά θέλει να στηρίξει την ελληνικότητα στην μουσική, στο στίχο, θέλει, υποτίθεται, να στηρίξει τους ντόπιους καλλιτέχνες, τους οποίους βέβαια ξέχασε για αερκετό καιρό επί πανδημίας, μέχρι που πήραν οι δόλιοι τους δρόμους μπας και πάρουν κανένα ευρώ να φάνε και να πάρουν τα φάρμακά τους, απροστάτευτοι, ανέστιοι, ασήμαντοι στα μάτια του κράτους και των κυβερνώντων.
Πώς έχει το πράγμα σε σχέση με την ποσόστωση
Πριν κάνουμε την πλάκα μας, ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα αντίδοτα των καιρών μας, ας έχουμε κατά νου, κι εσείς κι εμείς, τι ακριβώς συμβαίνει:
Η υπουργός πολιτισμού Λίνα Μενδώνη σχολίασε σε συνέντευξή της: «Στο πλαίσιο αυτό, αφενός με το ελληνόφωνο τραγούδι θέλουμε να προστατεύσουμε την ελληνική γλώσσα, κυρίως όμως τους δημιουργούς, τους μουσικούς, οι οποίοι, πραγματικά, έχουν θιγεί όχι μόνο από την πανδημία- πολύς κόσμος λέει ότι ταλαιπωρήθηκαν από την πανδημία- αλλά όχι μόνο αυτό. Μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον η αγγλόφωνη μουσική έχει σχεδόν επιβληθεί. Η διάδοση της ελληνόφωνης μουσικής περιορίζεται. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι ακούγεται 30% ελληνικής μουσικής και 70% ξένης μουσικής. Εμείς, ως υπουργείο Πολιτισμού, προφανώς όλα αυτά είναι πράγματα στα οποία, ακολουθώντας και το ίδιο το Σύνταγμα το οποίο δηλώνει εμφατικά ότι οφείλουμε να προστατεύουμε την τέχνη, έχουμε προτείνει μια σειρά κινήτρων. Είναι περισσότερο κίνητρα και δεν είναι κάτι υποχρεωτικό. Εδώ, απλώς, να ανοίξω μια παρένθεση, να πω ότι σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ξεκινώντας από τη Γαλλία ήδη από τη δεκαετία του ’80, έχουν μπει τέτοιες ποσοστώσεις υποχρεωτικά».
Στις 29 Φεβρουαρίου αναρτήθηκε στο opengov και τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο του υπουργείου Πολιτισμού, με τίτλο «Μέτρα για τη διαφύλαξη και την ανάδειξη της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, την προστασία και ενίσχυση του ελληνόφωνου τραγουδιού και της ορχηστρικής μουσικής απόδοσης του ελληνόφωνου τραγουδιού και την προστασία και διάχυση της ελληνικής γλώσσας, στο πλαίσιο της διαφύλαξης και ανάδειξης της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς – Ρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό της εμπορικής πολιτικής του Οργανισμού Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων και λοιπές διατάξεις του Υπουργείου Πολιτισμού». Μακροσκελέστατο, ναι. Σαφές, όμως;
Με βάση το άρθρο 12 του προτεινόμενου νομοσχεδίου οι ελληνικές οπτικοακουστικές και κινηματογραφικές ταινίες που χρηματοδοτούνται από το Δημόσιο «υποχρεούνται να ενσωματώνουν ελληνόφωνα τραγούδια ή ορχηστρική μουσική απόδοση ελληνόφωνου τραγουδιού σε ελάχιστο ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό (70%) του συνόλου της μουσικής επένδυσης της παραγωγής ή της ταινίας». Επ’ αυτού η Λίνα Μενδώνη είπε ότι «δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε παραγωγή, είναι παραγωγή την οποία επιχορηγεί, δηλαδή εντέλει χρηματοδοτεί το κράτος και ο φορολογούμενος Έλληνας. Επομένως ό,τι αφορά στην ελληνική δημιουργία και στην ελληνική γλώσσα, οφείλουμε ως πολιτιστικό αγαθό να το προστατεύσουμε».
Τα μέτρα που προτείνονται είναι για τους ραδιοσταθμούς, τις οπτικοακουστικές παραγωγές αλλά και τους κοινόχρηστους χώρους. Στους τελευταίους, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, θα πρέπει να παίζεται τουλάχιστον 45% ελληνικής μουσικής από τη μουσική που ακούγεται.
Οι χώροι αυτοί είναι:
Xώροι εισόδου, υποδοχής και ανελκυστήρες σε ξενοδοχεία και τουριστικά καταλύματα
χώροι στάθμευσης, διάδρομοι και λοιποί χώροι παραμονής των επισκεπτών σε εμπορικά κέντρα
χώροι υποδοχής και αναμονής των πελατών στα καζίνα
χώροι σταθμών και αποβάθρες επιβίβασης και αποβίβασης επιβατών του μετρό, των τρένων και των ηλεκτρικών σιδηροδρόμων
στεγασμένοι χώροι που προορίζονται για την αναμονή των επιβατών σε αεροπλάνα και πλοία
Το νομοσχέδιο του υπουργείου Πολιτισμού «δεν παρεμβαίνει καθόλου στα κριτήρια με τα οποία ενισχύεται ο κινηματογράφος. Δηλαδή, δεν παρεμβαίνουμε καθόλου σε διατάξεις οι οποίες λένε με ποιον τρόπο το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, για παράδειγμα, χρηματοδοτεί επιχορηγεί τις ταινίες, εκεί δεν παρεμβαίνουμε καθόλου. Όπως, επίσης, δεν παρεμβαίνουμε καθόλου για τα τουριστικά καταλύματα», σχολίασε η Μενδώνη. Όπως υπογράμμισε για το θέμα της ποσόστωσης, πρόκειται για «ένα πάρα πολύ περιορισμένο χρονικά και χωροταξικά τμήμα της δραστηριότητας που ασκούν τα καταλύματα ή τα ξενοδοχεία. Δεν παρεμβαίνει κανείς ούτε στα καφέ, ούτε στους χώρους εστίασης, ούτε, σε καμία περίπτωση, στα δωμάτια. Είναι πάρα πάρα πολύ ζυγισμένο το πού παρεμβαίνουμε». Στους ραδιοσταθμούς υπάρχει το κίνητρο για μετάδοση περισσότερων διαφημίσεων εφόσον αυξηθεί η μετάδοση ελληνικών τραγουδιών. «Παρέχεται προσαύξηση πέντε τοις εκατό (5%) του επιτρεπόμενου ανώτατου χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων, εφόσον αυξήσουν τα ποσοστά μετάδοσης ελληνόφωνων τραγουδιών ή ορχηστρικής μουσικής απόδοσης ελληνόφωνων τραγουδιών κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%)», αναφέρεται σχετικά. Όπως σχολίασε η υπουργός Πολιτισμού: «Εάν για παράδειγμα ένα ραδιόφωνο θέλει να βάλει το ποσοστό αυτό της μουσικής που προτείνουμε, θα έχει περισσότερο διαφημιστικό χρόνο. Δεν χάνει κάτι. Κίνητρα δίνουμε. Εάν, ας πούμε βάλει το ελληνικό τραγούδι στις 12:00 το βράδυ για κάποιους ανθρώπους που κάθονται και ακούνε ραδιόφωνο εκείνη την ώρα, επίσης δεν θα παρέμβει κανείς, στο πότε θα το βάλει. Επαναλαμβάνω, είναι κίνητρο, δεν χάνει κάτι, δεν περιορίζουμε κάτι. Δίνουμε επιπλέον κίνητρα», επεξηγεί η Λίνα Μενδώνη.
Παράλληλα με το νομοσχέδιο προωθείται η δημιουργία διαδικτυακής βάσης δεδομένων για το ελληνόφωνο τραγούδι και την ορχηστρική μουσική Ελλήνων δημιουργών. Και αυτό είναι καταπληκτικό, αναγκαίο και παρήγορο. Πράγματι, το ελληνικό τραγούδι χρειάζεται support. Χιουμοράκια αλά Μάνος Βουλαρίνος περί «ανυπόφορης ελληνικής μουσικής» μού φαίνονται, προσωπικά, χυδαιότατα, άκαιρα και καθόλου βοηθητικά της κατάστασης.
Αλλά, αλλά, αλλά! Τα γράψαμε στον πρόλογο. Μην κουράσουμε. Θα επανέλθουμε, σαφώς, στο θέμα. Για τώρα, θέλουμε να γιολάρουμε. Μας επιτρέπετε; Ας φανταστούμε τρία σκηνικά που θα λάβουν χώρα στο μέλλον-με όλο τους το ευτράπελο φυζίκ!-σε σχέση με το προτεινόμενο και ουχί ακόμα ψηφισμένο νομοσχέδιο.
1. Βραδιά κυριών στο Καζίνο Λουτρακίου
Γλυκιά βραδιά καλοκαιριού, άφιξη στο καζίνο εντυπωσιακών, σοβαντισμένων κυριών μισού αιώνα ζωής και βάλε με πιπάκια στα σλιμ τσιγάρα τους, λεφτάκια για ξόδεμα και διάθεση χαρωπή. Ελαφριά τζαζ και καμπάρι, αθώο φλερτ με τους γκρουπιέρηδες, οι κυρίες αισθάνονται κάπως σαν διαπρεπείς λογοτεχνικές ηρωίδες, βαλτωμένες σε γάμους πλαδαρούς, με άγριες διαθέσεις που κρατιούνται όμως καλά κάτω από το πέπλο της επιβαλλόμενης κοινωνικά ευπρέπειας. Καθώς ο Σινάτρα τραγουδά μόνο για πάρτη τους το My Way και καθώς ανάβει και φουντώνει το παιχνίδι, σκάει Sidarta ορμητικός κι ασυγκράτητος: Όσο κι αν λες πως δεν αξίζω δάκρυα/όταν ξαπλώνεις ξέρω κλαις ακόμη/Μες στην καρδιά μου είσαι εσύ μονάχα/Το άρωμά σου έχει το σεντόνι/Ανακατεύω το ποτό με χάπια/Πίνω το μπάφο είμαι στο μπαλκόνι/Δεν σου’ πα ψέματα ποτέ να να να
Και ούτω καθεξής. Παρατούν οι θείες τη ρουλέτα, μία έχει στην ζούλα έναν παπά του γιου της μες στην τσάντα και βγαίνουν έξω από το καζίνο και το σκάνε και γουστάρουν και τι Σινάτρα τι Σιντάρτα, ψυχούλα μου!
2. Συνωστισμός σε ασανσέρ Hotel τετράστερου σε νησί του Αιγαίου
Αποσκευές, αναψοκοκινισμένοι Αυστριακοί, μια καμαριέρα όλο χάρη κι ένας σερβιτόρος που πάει δυο χυμούς στον πέμπτο. Αφίξεις, αναχωρήσεις, τίγκα η Νάξος και φέτος. Στ’ ασανσεράκι η ατμόσφαιρα πνιγηρή: ιδρώτας, αλάτι, αντηλιακίλα, κούραση σε μερικά πρόσωπα, χαζομάρα τουρίστα σε άλλα. Και παίζει Βιβάλντι-παίζει συγκεκριμένα η «Άνοιξη» κι ας είναι έξω 40 βαθμοί, κατακαλόκαιρο, πιο καυτό πεθαίνεις. Κάπου ανάμεσα ισογείου και πρώτου, τον Βιβάλντι διαδέχεται η Λέτα Κορρέ, η Αξιώτισσα ντιβάρα-φωνάρα και αρχίζει τα δικά της: «Μες στα χέρια σου να μπόρου/Το ξημέρωμα να θώρου/Να πεθαίνω μέσα σ’ ένα/ όνειρο μαζί με σένα». Και να κοιτάζονται κατάματα τα δυο μπολσεβικάκια της τουριστικής φάμπρικας, η 23χρονη καμαριέρα και το 27χρονο γκαρσόνι και να λιώνουν. Να δαγκώνει χείλη αυτή, να τρέμει ο δίσκος αυτουνού. Οι τουρίστες κοσμάρα τους, τραβάνε βουρ για την πισίνα, κολλημένοι στα Iphone και με στρες ταξιδιωτικό. Την ίδια νύχτα, τα παιδιά συναντιούνται κρυφά πίσω από την κουζίνα, εκεί που συνήθως καπνίζουν οι εργαζόμενοι και επιδίδονται σε στιγμές πάθους. Έκτοτε, η Λέτα η Κορρέ είναι η τραγουδίστρια του έρωτά τους του καλοκαιρινού, του κουρασμένου από την δουλειά, του γεμάτου ελπίδα για καλύτερες μέρες.
3. Αναμονή μπαρουτοκαπνισμένου και καψουροχωρισμένου τύπου στο αεροδρόμιο ΕΛ.Βενιζέλος με προορισμό Θεσσαλονίκη
Τον χώρισε, τον άφησε χωρίς δεύτερη εξήγηση, του τρύπησε την καρδιά η ρουφιάνα. Κι εκείνος λιώνει ακόμα για πάρτη της. Του την έκανε για Θεσσαλονίκη, πάει λέει να μείνει στην κολλητή της, να ηρεμήσει. Ρε, πια κολλητή της, ρε; Τον Σταμάτη βρήκε να κάνει τα παλαβά της η μαντάμ; Ο Σταμάτης είναι της πιάτσας παιδί, ετών 50 πλέον, αλλά με καλό κράτημα και με θωριά λεβέντικη. Δεν αντέχεται κι αυτό το κωλοαεροπλάνο με τις αναμονές στ’ αεροδρόμια και τα τοιαύτα. Ούτε ένα τσιγάρο δεν μπορείς να καπνίσεις ως άνθρωπας, ασούμε. Και παίζει κι αυτές τις παπαριές. Τα’ χει γράψει άνθρωπος αυτά τα τραγούδια ή μηχάνημα; Του τρυπάνε τα μηνίγγια-ξενυχτισμένος κι απ’ τα χθες ο μεσιέ. Μέχρι που, άξαφνα, σαν μουσικός κεραυνός εν αιθρία, σκάει ο κρότος της φωνής του Μητσάρα του Μητροπάνου. «Τα μάτια σου έκλεισες και μ’ άφησες απ’ ‘εξω/Άλλη μια νύχτα θα τη βγάλω στη βροχή/Όλα για πάρτη σου κι απόψε θα τα παίξω…» Σηκώνεται επάνω ο Σταμάτης, θηρίο ανήμερο, ίδιος Ζορμπάς κι αναφωνεί με τα χέρια σε διονυσιακή ανάταση αρχαίου χορού: Α, ρε Λιζάκι, πώς γίναμε έτσι, ρεεεε;