Οι παροιμίες, τα γνωμικά και οι λαϊκές εκφράσεις αποτελούν άρρηκτο κομμάτι της καθομιλουμένης μας.

Πίσω από τα γνωμικά αυτά κρύβονται μερικές πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες, κάποιες από τις οποίες ανάγονται στο πολύ μακρινό παρελθόν.

Τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου

Πίσω από την έκφραση βρίσκεται ένας Κρητικός που ονομαζόταν Παντελής Αστραπογιαννάκης. Όταν οι Ενετοί κατέκτησαν τη Κρήτη, ο ίδιος μαζί με μερικούς συμπατριώτες του έκαναν επιθέσεις στους Ενετούς. Όλοι περίμεναν από αυτόν να τους απελευθερώσει, αλλά αυτό δεν συνέβαινε και οι συμπατριώτες του άρχισαν ν’ απελπίζονται. Ο Παντελής όμως τους μάζευε, τους μιλούσε και συνέχιζε να τους δίνει ελπίδες για την απελευθέρωση. Μερικοί που δεν τον πίστευαν, τού έλεγαν «Τα ίδια [μας λες] Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου».

Μου έψησε το ψάρι στα χείλη

Στο Βυζάντιο οι καλόγεροι συχνά πυκνά έτρωγαν κάτι… απαγορευμένο στα κρυφά. Ένας καλόγερος που πεινούσε, ο Μεθόδιος, πιάστηκε κάποια στιγμή να τηγανίζει ψάρια, οπότε έπρεπε να τιμωρηθεί. Του γέμισαν το στόμα με αναμμένα κάρβουνα και εκεί πάνω έβαλαν ένα ωμό ψάρι για να ψηθεί. Ο καλόγερος φυσικά πέθανε, αλλά η φράση αυτή έμεινε ανέγγιχτη μέχρι σήμερα.

Είναι άλλου παπά ευαγγέλιο

Κάποιος αγράμματος ιερέας σ’ ένα χωριό της Κεφαλλονιάς πήγε να λειτουργήσει σ’ ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς του χωριού εκείνου είχε αρρωστήσει. Ο παπάς – καθότι αγράμματος – στο δικό του ευαγγέλιο είχε βάλει τα δικά του σημάδια, όμως στο ευαγγέλιο του άλλου ιερέα δεν υπήρχαν τα σημάδια αυτά. Άρχισε λοιπόν να λέει ένα άλλο εδάφιο, οπότε κάποιος του φώναξε: «Αυτό δεν είναι το σημερινό ευαγγέλιο», με τον αγράμματο ιερέα να ανταπαντάει «Τι να κάνω, αφού αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο;».

Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά

Οι Ενετοί είχαν κάτι καράβια ξύλινα που είχαν σχήμα αχλαδιού και τα οποία έσερναν πίσω τους ένα μικρό καραβάκι, που έβαζαν μέσα τον οπλισμό και τα πολεμοφόδια. Οι Έλληνες τα είχαν βαφτίσει «αχλάδες» από το σχήμα τους. Όταν οι νησιώτες έβλεπαν τις «αχλάδες» και την «ουρά» τους να έρχονται, τους έπιανε πανικός, γιατί καταλάβαιναν ότι επέκειτο μάχη. Και αμέσως, από στόμα σε στόμα κυκλοφορούσε η φήμη ότι η «αχλάδα έχει πίσω την ουρά» της, άρα να προετοιμαστούμε για μια επίθεση.

Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του

Οι φόροι πριν από το 19ο αιώνα ήταν τόσοι πολλοί στην Ελλάδα, ώστε όσοι δεν είχαν να πληρώσουν, αναγκάζονταν να πάρουν (κυριολεκτικά) τα βουνά και να κρυφτούν εκεί. Μάλιστα, ακόμη μεγαλύτερους φόρους πλήρωναν όσοι είχαν μακριά μαλλιά: «Φόρος ωσαύτως ετίθετο απί των ραγιάδων (υπόδουλος-τουρκ.raya) εκείνων οίτινες έτρεφον μακράν κόμην». Δηλαδή, «τα μαλλιά της κεφαλής τους».

Χρωστάει της Μιχαλούς

Στα χρόνια μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους βρισκόταν σε κάποιο δρόμο του Ναυπλίου η ταβέρνα μιας γυναίκας, της Μιχαλούς. Μετά τον θάνατο του άντρα της, κυνηγούσε όσους χρωστούσανε λεφτά στο μακαρίτη, προκειμένου να της τα δώσουν. Ανάμεσα σε αυτούς που της χρωστούσαν ήταν κι ένας άνθρωπος που ήταν αδύνατο να την εξοφλήσει γιατί δεν είχε δουλειά. Αυτός ο έρμος γύριζε στους δρόμους μέρα-νύχτα παραμιλώντας, με τους γύρω του να λένε συνωμοτικά ότι «Αυτός χρωστάει της Μιχαλούς».

Έμεινε στο ράφι

Ακόμη και σήμερα σε πολλά μέρη της Ελλάδας υπάρχει μια παράδοση: τα παλιά οικογενειακά κειμήλια να τοποθετούνται πάνω σε ράφια. Απ’ αυτή τη συνήθεια προήλθε και η φράση «έμεινε στο ράφι», δηλαδή έχει γεράσει τόσο πολύ ώστε μπορεί να τοποθετηθεί πλέον μόνιμα πάνω σε ένα ράφι.

45 Γιάννηδες ενός κοκκόρου γνώση

Σε ένα μικρό χωριό της Κεφαλλονιάς κατοικούσαν κάποτε 45 οικογένειες. Συμπωματικά, οι «αρχηγοί» και των 45 οικογενειών λέγονταν Γιάννηδες και καθώς είχαν την συνήθεια να μην ενεργούν ποτέ ξεχωριστά, αλλά όλοι μαζί, βγήκε η φήμη ότι δεν είναι δα και τόσο… ξύπνιοι. Ο μύθος λέει ότι η παροιμία βγήκε όταν μετά από μια δυνατή καταιγίδα, ξεχείλισε το ποτάμι του χωριού και κατέστρεψε τις περιουσίες τους. Τότε, οι 45 συνονόματοι συναντήθηκαν για να βρουν μια λύση, αλλά διαφωνούσαν μέχρι που άκουσαν μια φωνή: «Ντροπή σας να μαλώνετε για ασήμαντα πράγματα. «Εγώ θα σας υποδείξω τον τρόπο να εκδικηθείτε το ποτάμι, αρκεί να μου υποσχεθείτε ότι θα με υπακούσετε». Τότε συνειδητοποίησαν με έκπληξη ότι η φωνή προερχόταν από έναν κόκκορα. Όλοι μαζί ακολούθησαν τον κόκκορα ως το ποτάμι και μόλις έφτασαν στις όχθες του, ο κόκκορας τούς πρόσταξε να… αρχίσουν να δέρνουν τα νερά με τα ρόπαλα για να τιμωρήσουν το ποτάμι. Οι 45 Γιάννηδες υπάκουσαν στον κόκκορα και ένας ένας άρχισαν να πέφτουν στα νερά. Το αποτέλεσμα ήταν να πνιγούν όλοι.

Παροιμίες χαμένες στα βάθη του χρόνου

Κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα

Στα 1830 στο Άστρος της Κυνουρίας παρουσιάστηκε ένας άνθρωπος που άρχισε να διαδίδει ότι ήταν ο ο προστάτης των ανάπηρων, ο Άγιος Παντελεήμονας, που ήρθε να σώσει τον κόσμο από τις διάφορες αρρώστιες. Ο άγνωστος, ωστόσο, του Άστρους δεν έκανε το παραμικρό θαύμα. Επειδή, όμως, δεν ενοχλούσε κανέναν με την παρουσία, τον άφηναν ήσυχο. Παρ όλ’ αυτά, η φήμη του απλώθηκε γρήγορα σε όλη την Ελλάδα και όσοι έπασχαν από κάτι, έσπευσαν στο Άστρος με την ελπίδα ότι θα γιατρευτούν. Και οι χωριανοί από τα διάφορα χωριά που περνούσαν έλεγαν βλέποντάς τους: «Κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα»

Έβγαλε τη μπέμπελη

Μπέμπελη είναι η ιλαρά, αν και η λέξη είναι σλαβικής προέλευσης (pepeli, «πέπελη» είναι η στάχτη). Η φράση «έβγαλε την μπέμπελη», σημαίνει ότι κάποιος ζεσταίνεται (όπως η στάχτη) και ιδρώνει υπερβολικά και καθώς, κατά την ιατρική, κάποιος που νοσεί από ιλαρά θα πρέπει να ντύνεται βαριά, έτσι ώστε να ζεσταθεί και να ιδρώσει και να «βγάλει» έτσι από πάνω την αρρώστια (μπέμπελη), κάπως έτσι προέκυψε το γνωμικό αυτό.

Σε γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια

Από την συνήθεια των βασιλιάδων της αρχαιότητας – από τη Βαβυλωνία μέχρι το Βυζάντιο – να αντικαθιστούν άρχοντες και ευγενείς, στέλνοντάς τους δώρο ένα ζευγάρι παπούτσια με το όνομά τους γραμμένο από κάτω.

Σιγά τον πολυέλαιο

Στα χρόνια του Όθωνα, οι έλληνες καλεσμένοι στα βασιλικά ανάκτορα σε στιγμές κεφιού έβγαζαν τα κουμπούρια τους και πυροβολούσαν στον αέρα, αδιαφορώντας για τους πολυελαίους στο ταβάνι. Όταν κάποιος αυλικός τούς συνιστούσε να είναι πιο προσεκτικοί, αυτοί του ανταπαντούσαν με την έκφραση αυτή.

Παροιμίες

Αλαμπουρνέζικα

Βγαίνει από τα «μπουρνέζικα» που είναι η γλώσσα που μιλούσαν σε μια περιοχή του Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού. Η γλώσσα αυτή ήρθε στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821, με την φυλή των Μπουρνού η οποία αποτελούσε τμήμα του εκστρατευτικού σώματος του Αιγύπτιου στρατηγού Ιμπραήμ. Κάπως έτσι, η γλώσσα αυτή φαινόταν στους Έλληνες «α λα – μπουρνέζικα».

Κατά φωνή και ο γάιδαρος

Κάποτε ο Φωκίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Μακεδόνες, αλλά δεν ήταν τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι. Την στιγμή που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά το γκάρισμα ενός γαϊδάρου απ’ το στρατόπεδό του. «Κατά φωνή και ο γάιδαρος!», αναφώνησε ενθουσιασμένος και τότε διέταξε ν’ αρχίσει η επίθεση. Τελικά νίκησε και από τότε το γνωμικό σημαίνει κάτι που δεν περιμέναμε να συμβεί.

Από πού κρατά η σκούφια σου;

Στην αρχαιότητα, το χρώμα και το σχήμα του σκούφου υποδήλωνε από πού προερχόταν αυτός (και κατά συνέπεια ο ιδιοκτήτης του).

Του μπήκαν ψύλλοι στα αυτιά

Ο βυζαντινός βασιλιάς Ιουλιανός τιμωρούσε όσους κρυφάκουγαν τα όσα συνέβαιναν στο παλάτι με τον εξής τρόπο: τοποθετούσαν ψύλλους βαθιά μέσα στα αυτιά των παραβατών, οι οποίοι προσπαθούσαν μάταια να τους βγάλουν από εκεί.

Χτύπα ξύλο

Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι στα δέντρα κατοικούσαν νύμφες (οι λεγόμενες Δρυάδες) και ως εκ τούτου χτυπούσαν ξύλο («άπτεσθαι ξύλου») για να επικαλεστούν την βοήθειά τους.

Δεν χαρίζει κάστανα

Στα 1826 ο Ιμπραήμ έστειλε κατασκόπους του στη Μάνη, ντυμένους καστανάδες. Αυτοί για να πληροφορηθούν από τις γυναίκες και τα παιδιά που βρίσκονταν οι άντρες τους, άρχισαν να χαρίζουν τα κάστανα αντί να τα πουλάνε. Υποψιασμένοι οι ντόπιοι τους έπιασαν και τους ανάγκασαν να πουν την αλήθεια. Όταν οι κατάσκοποι ρώτησαν για την τύχη τους, οι Μανιάτες τους απάντησαν «Εμείς δεν χαρίζουμε κάστανα όπως εσείς». Δηλαδή, θα είμαστε αμείλικτοι.

Σπουδαία τα λάχανα

Η φράση «σπουδαία τα λάχανα» προήλθε από ένα περιστατικό, όταν σε κάποιο χωριό, τον καιρό της Επανάστασης του 1821, πέρασε ο απεσταλμένος του μπέη, για να εισπράξει τους φόρους. Οι χωρικοί τού απάντησαν όμως πως δεν είχαν να πληρώσουν τους φόρους, γιατί τα λάχανά τους (που ήταν η παραγωγή από τα χωράφια τους) έμειναν απούλητα. Τότε ο απεσταλμένος τούς είπε πως αν τους έπαιρνε τα λάχανα, θα «πατσίζανε» με το χρέος τους. Από τότε έμεινε να λένε οι χωρικοί «σπουδαία τα λάχανα», ότι δηλαδή τα λάχανά τους ήταν τόσο σπουδαία ώστε γλύτωσαν την τιμωρία.