Αγαπητέ μου Γιώργο, λατρευτέ Ακατανόμαστε,

(έλα πλάκα σου κάνω, μην μασάς)

Εμείς οι δύο ξέρουμε, ξέρουμε πως τραβήξαμε τα πράγματα στα άκρα και καλά κάναμε, ρε παιδί μου, και δεν είναι της παρούσης τώρα να πούμε αν είχα δίκιο ή άδικο που σ’ έλεγα ξεπουλημένο, σου το δίνω πάντως που δεν με μάσησες. Εκείνα τα λεφτά δεν τα πήρες και είναι τόσα τα καλά που έχεις κάνει στην ζωή σου που αντί να μείνεις σε αυτά, αντί να ηρεμήσεις τα τελευταία (πολλά, σου εύχομαι) χρόνια της ζωής σου, πάλι τρώγεσαι με τα ρούχα σου. Σου γράφω χαλαρός κι ωραίος από την γειτονιά των καγκέλων, δεν προλαβαίνω τώρα να σου πω πώς πάει εδώ το πράγμα, μην φανταστείς τρελές διαφορές, μια ζωή κι έναν θάνατο είμαστε εξαναγκασμένοι να συγκατοικούμε με τους άλλους και, πρωτίστως, με τον εαυτό μας-ζόρικος κι ο εαυτός συχνά πυκνά, τι λες;

Κάποτε σου έλεγε ο Κλιν, και ο κόσμος το γουστάριζε, το χρησιμοποίησα κι εγώ, ξέρεις το «δεν μας χέζεις, ρε Νταλάρα;», ε, τώρα, Γιώργαρε, θα στο πω αλλιώς: «το’ χεσες, ρε Νταλάρα, το’ χεσες» και θα σου εξηγηθώ πάραυτα και παρά ταύτα γιατί έφτασε στ’ αυτιά μου από κάτι άλλους πεθαμένους που βλέπουν στο καψιμί τηλεόραση βράδυ πρωί (ονόματα δεν λέμε), έφτασε που λες στ’ αυτιά μου μια μανούρα που παίχτηκε με σένα, κάτι τραγουδιστές άλλους τύπου ελλάς το μεγαλείο σου, τον έναν τον γνωρίζω πολύ καλά, αυτόν που δεν σχολίασε τίποτα λέω, για τον άλλον, καλό παιδί μου φάνηκε, λίγο μαλάκας όπως όλοι μας, ρε παιδάκι μου, αλλά στο’ δωσε το παλικαράκι: είπε ότι δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί σου, ότι είναι ένα τίποτα μπροστά σου. Υποψιάζομαι ότι κάτι τέτοια, ρε Γιώργο -μπορεί και να σ’ αρέσουν. Κάθεσαι και κρίνεις τώρα την εποχή της σήψης από την οποία κάποιοι την κάναμε, θέλαμε δεν θέλαμε, νωρίτερα; Και σιγά, η σήψη πάντα υπήρχε. Σε πείραξε που ο Κώστας διαφημίζει μπιφτέκια των μακ ντόναλντς; Τόσα άλλα, ρε Γιώργο, δεν σε πειράζουνε; Ο ψευτο-αντισυστημισμός δεν σε ενοχλεί;

Οι Αργυροί κι οι Ρέμοι κάνουν πολύ έντιμα το κομματάκι τους. Τι σχέση έχουν αυτοί με το τραγούδι που υπηρετείς εσύ; Σε πειράζει που η νεολαία αξιολογεί ως καλή φωνή τον Ρέμο και όχι εσένα, τον Νταλάρα; Αφού περνάν τα χρόνια, ρε. Αν εγώ ζούσα, δεν ξέρω, θα με άκουγαν οι πιτσιρικάδες; Μπορεί να τους φαινόμουν ένας γραφικός μπάρμπας, θα με κέρδιζαν οι όρθιοι κωμικοί, ξέρω κι εγώ; Δεν σου ζητώ να σηκώσεις τα χέρια ψηλά, να παραιτηθείς από τις γνώμες σου. Αλλά μου’ μοιασες και λίγο πικραμένος, λίγο παραπονεμένος. Εσύ, βρε Γιώργο; Ε, όχι, αυτό το βρίσκω χοντρή μαλακία. Το ελληνικό τραγούδι προχωράει και κάποτε ο Ρέμος κι ο Αργυρός θα θεωρούνται οι τελευταίες μεγάλες φωνές, να μου το θυμηθείς, αφού τώρα το τραγούδι αρχίζει κιόλας να μην τραγουδιέται, αλλά να λέγεται και να σου πω και κάτι, στ’ αρχίδια μας, η τέχνη, ο πολιτισμός, η μουσική δεν χρειάζονται κανέναν Πανούση και κανέναν Νταλάρα θεματοφύλακα, προχωρούν και στέκονται στον χρόνο όπως μπορούν, κι αν χάνονται, δεν έγινε και τίποτα, λες και αυτός ο βόθρος των βαλκανίων που λέγεται ελλάδα υπήρξε ποτέ αντάξιος των καλλιτεχνών του, άσε με κάτω…

Κι ο κόσμος βαρέθηκε, ρε Γιώργο. Βαριούνται ακόμα και να τα βάλουν με τον φασισμό. Κι εσύ που πάντα ήσουν παιδί με άλλα μυαλά, κι εσύ ακόμα, Γιώργο, σύστημα θεωρείσαι. Άλλο σύστημα εσύ, άλλο ο Ρέμος, άλλο τα πρωινάδικα. Σου θύμωσαν επειδή τα έβαλες με τους ρεπόρτερ της κακιάς ώρας. Δίκιο είχες, αλλά ο κόσμος θύμωσε με τον τρόπο σου. Ξέρω, ζείτε σε καιρούς υποκρισίας. Τα γάμησε όλα το Ίντερνετ, έτσι δεν είναι;

Κι ο κόσμος βαρέθηκε, ρε Γιώργο. Βαριούνται ακόμα και να τα βάλουν με τον φασισμό. Κι εσύ που πάντα ήσουν παιδί με άλλα μυαλά, κι εσύ ακόμα, Γιώργο, σύστημα θεωρείσαι. Άλλο σύστημα εσύ, άλλο ο Ρέμος, άλλο τα πρωινάδικα. Σου θύμωσαν επειδή τα έβαλες με τους ρεπόρτερ της κακιάς ώρας. Δίκιο είχες, αλλά ο κόσμος θύμωσε με τον τρόπο σου. Ξέρω, ζείτε σε καιρούς υποκρισίας. Τα γάμησε όλα το Ίντερνετ, έτσι δεν είναι; Σκέψου, πιάνουμε σύνδεση κι εμείς εδώ. Και κάνουμε και ποστ και από όλα. Εδώ σε εμάς το Τουίτερ παραμένει τουίτερ, πάλι καλά να λέμε. Τα έχω χεσμένα όλα αυτά. Μπορείς να το φανταστείς. Άκουσα τον τελευταίο σου δίσκο από τη MINOS, «Πειράζοντας τον Νταλάρα», λέει, κάτι ανεκδιήγητα ρεμίξ κομματιών σου. Ο Παυλίδης καλύτερα πείραξε τον Μαρκόπουλο -φαντάσου. Τι να πω, βρε Γιώργο, δεν μ’ άρεσε, αλλά ποιος με χέζει κι εμένα και την άποψή μου. Εγώ είμαι ένας πεθαμένος. Να ξέρεις, ο Ρέμος τραγουδάει τραγούδια που’ χεις πει στα μαγαζιά του. Κι αυτό ένα πείραγμα δεν είναι;

Μεγάλωσες, μωρέ, Γιώργο. Δεν πειράζει καμιά φορά να κρατάς το στόμα σου κλειστό. Πας να κάνεις μαθήματα Τσιτσάνη στους νέους των καναλιών; Δεκάρα δε δίνουν για τον Τσιτσάνη ή για σένα. Λες στην κοπελιά για τον πατέρα και τον θείο της; Τι σχέση έχει ο πατέρας της και ο θείος της; Έχασες το δίκιο σου, σε καιρούς ζόρικους και δολοφονικούς, ο Νταλάρας πάει να τα βάλει με το σύστημα με τρόπο που τον γελοιοποιεί. Αυτό καταλαβαίνει ο κόσμος, και δεν τον αδικώ. Μπορεί να μην παίρνουν 200 ευρώ τα παιδάκια όπως είπε ο Κραουνάκης (άσε μας, ρε Σταμάτη λαϊκιστή), αλλά δεν ζούνε κι εύκολα. Εσύ τραγούδησες ξενιτιά, καημό και φτώχεια, αυτά τραγουδούν μοναξιά, φόβο και κοινωνικό στρες. Πώς τους λες ότι θα κοιτάζουν την μούρη τους στον καθρέφτη και θα ντρέπονται; Ε, δεν το λες αυτό ρε Γιώργο, δεν το λες.

Φιλοδοξία μου ήταν πάντα να γίνω ένας σωστός άνθρωπος και δεν υποχρεούται κανείς να έχει την ίδια φιλοδοξία. Αλλά νομίζω ότι θα ήταν ωραίο οι άνθρωποι που ασχολούνται με το τραγούδι να νοιάζονταν να γίνουν σωστοί άνθρωποι. Εσύ, Γιώργο μου, μάλλον θεωρείς πως είσαι ήδη σωστός άνθρωπος. Και πως οι περισσότεροι από τους ”άλλους” είναι λάθος. Τι να πω; Προτιμούσα που τσακωνόμασταν μαζί κάποτε, πλάκα είχε. Αν θες να τα βάλεις με τους συναδέφλους σου τραγουδιστές που διαφημίζουν μπιφτέκια, γράψε ένα τραγούδι και πες το. Ή πες το και στους ίδιους απευθείας, κάνε τους υπόδειξη, είμαι σίγουρος πως θα μπορούσες να το κάνεις εσύ αυτό, ναι, σε κάνω εικόνα. Μη σε θυμούνται, ρε Γιώργο, στο μέλλον ως εκείνον που τα έβαλε με τους ρεπόρτερ. Στην τελική, φέρσου και λίγο έξυπνα. Η καλοσύνη είναι εξυπνάδα, όχι; Θα μου πεις, κι εγώ αν ζούσα, μπορεί να είχα φάει καμιά ξώφαλτση πολιτικορθή μπάτσα, γιατί τώρα σας νοιάζει, εκεί κάτω, να λέτε τα πράγματα σωστά και ωραία, αλλά συνεχίζετε να τα κάνετε σκατά. Βγες, ρε, εκεί πέρα και πες ότι η αγάπη είναι το παν κι ότι οι ομοφυλόφιλοι καλά κάνουν και θέλουν να γίνουν γονείς. Εκεί θα γινόταν αληθινός χαμός, Γιώργο! Και, επειδή μεταξύ μας μιλάμε τώρα, και πιο χρήσιμος χαμός.

Κάνε ό, τι γουστάρεις. Οι φίλοι σου ξέρουν ότι είσαι νευρικός κι ότι αν θες να πεις κάτι δεν σε σκιάζει φοβέρα καμιά. Εμείς φίλοι δεν ήμασταν, ούτε θα γίνουμε. Αν τύχει όμως να συναντηθούμε μετά θάνατον, ρε συ Γιώργο, να μπορούμε να σταυρώσουμε καμιά κουβέντα της προκοπής. Μην μου’ ρθεις μπαϊλντισμένος και γερο-νοσταλγός ”παλιών καλών καιρών”, θα θυμώσω πολύ μα τον διάολο. Και θα σου πω πιθανά αυτά που έλεγα πάντα: «Η εξουσία είναι πάντα απέναντι. Εχθρός είναι ο πολιτικός ορθολογισμός, η σοβαροφάνεια». Α, αυτή η γαμημένη η σοβαροφάνεια, Γιώργο. Μακριά, παλικάρι μου. Άει τραγούδα. Κι άσε τους άλλους να διαφημίζουν ντάμπλ τσίζμπεργκερς. Θα πεθάνεις κι εσύ μια μέρα, ρε. Θα έχεις ανάγκη να θυμάσαι ότι έζησες ωραία, άξια, πίστεψέ με. Άνθρωπος που έχει πει ρεμπέτικα και Κουγιουμτζή, μωρέ Γιώργο, δεν τα βάζει με τους ρεπόρτερ, όχι έτσι.

Κουράστηκα να γράφω. Ανέβηκε τις προάλλες εδώ σ’ εμάς ο Χάρης ο Κωστόπουλος κι έχω ανοίξει κάτι κουβέντες μαζί του για το σκυλάδικο και τους νεοέλληνες. Με κίνδυνο να επαναλαμβάνω τον εαυτό μου όπως οι γέροντες ή οι πεθαμένοι θα σου πω κάτι που είπα και στον Χάρη, το’ χα πει και δημοσίως παλιότερα, ως ζων και ως επιζών: «Το σκυλάδικο το σέβομαι και το αγαπάω γιατί είναι ένας διαφορετικός τρόπος διασκέδασης και πρέπει να είναι αρχαιοελληνικός. Δηλαδή αντί για το σπάσιμο των πιάτων, είμαι σίγουρος ότι παλαιά έσπαγαν αμφορείς. Σέβομαι όλους τους τρόπους διασκέδασης. Το μόνο που σιχαίνομαι είναι αυτό το έντεχνο γιατί είναι δήθεν. Γιατί είναι συστημική διασκέδαση και έχει την κακώς εννοούμενη κουλτούρα. Ότι δήθεν ”εμείς κάνουμε κάτι διαφορετικό”. Τίποτα διαφορετικό δεν κάνεις, τραγούδια γράφω και εγώ, τραγούδια γράφεις και εσύ, όλοι τραγούδια γράφουμε. Όπως ένας τσαγκάρης φτιάχνει καλά παπούτσια ή άσχημα έτσι και εγώ φτιάχνω ή καλά τραγούδια ή άσχημα».

Με απαθή συμπάθεια και συμπαθή εμπάθεια,

Τζιμάκος