Στα Τίρανα έχω πάει μια φορά, προ αμνημονεύτων ετών.
Πέρασα κάτι παραπάνω από υπέροχα: έφαγα υπέροχα, πήγα σε μερικά πανέμορφα μπαρ, ήπια τέλεια κοκτέιλ και γνώρισα υπέροχους ανθρώπους.
Ενα βράδυ βγαίνοντας από ένα μπαρ στο κέντρο της αλβανικής πρωτεύουσας, έτσι όπως ήμουν ελαφρώς ζαλισμένος από το αλκοόλ, παρατήρησα το εξής αξιοπερίεργο: πολλά λούτρινα αρκουδάκια να κρέμονται με σκοινιά ή λουριά από μπαλκόνια σπιτιών.
Το αμέσως επόμενο πρωί έσπευσα να ρωτήσω τον αλβανό οικοδεσπότη μου σχετικά με το θέαμα αυτό, το οποίο μου «έκανε» από απρόσμενα τρυφερό μέχρι ελαφρώς… απόκοσμο, καθώς κάποια από αυτά αιωρούνταν με τέτοιο τρόπο σαν να είχαν προβεί σε απαγχονισμό ή να προσπαθούσαν να… αυτοκτονήσουν με κάποιο τρόπο.
Ο οικοδεσπότης μου με ενημέρωσε ότι αυτά τα αρκουδάκια τα αποκαλούνε «μαϊμούνε», δηλαδή «μαϊμού», που είναι η λέξη της αλβανικής γλώσσας που υποδηλώνει το κάθε λούτρινο ζωάκι. Τα λούτρινα αυτά επιτελούν ένα σημαντικό ρόλο στην αλβανική λαογραφία, καθώς αποτελούν τα γούρια απέναντι στο κακό μάτι και τη βασκανία.
Αντί λοιπόν για τα σκόρδα ή τα ματόχαντρα που είναι ευρέως διαδεδομένα στην δική μας κουλτούρα, οι Αλβανοί θεωρούν πως αν κρεμάσουν ένα λούτρινο παιχνίδι έξω από το μπαλκόνι τους, θα τους προστατεύσει από κάθε πιθανή κακοτυχία.
«Αποτρέπουν από το κακό μάτι να βλάψει εμάς και τα σπίτια μας», μου είπε ένα παλικάρι από την παρέα του οικοδεσπότη μου. Γενικά, το θέμα του «ματιού» και της «κακής ενέργειας», είναι ακόμη πολύ διαδεδομένο στην Αλβανία και όχι μόνο και αποκλειστικά στις μεγάλες ηλικίες των γηγενών, αφού το «ενστερνίζονται» και πολλοί Αλβανοί νεαρής ηλικίας.
Για το θέμα αυτό είχε κάνει και ένα εκτενές ρεπορτάζ, προ ετών, το BBC.
«Στην αρχή δεν είχα βάλει [ένα μαϊμούνε] έξω από το μαγαζί μου. Και μετά ήρθε η αστυνομία κι έγινε χαμός. Ο γιος μου πήγε και αγόρασε ένα μαϊμούνε και το κρεμάσαμε και έκτοτε δεν είχαμε καμία άλλη φασαρία», έλεγε μιλώντας στο βρετανικό δίκτυο ένας αλβανός καταστηματάρχης.
«Κρέμασα ένα μαϊμούνε όταν ολοκλήρωσα την κατασκευή του σπιτιού μου», συνοψίζει ένας άλλος Αλβανός, ένας συνταξιούχος μεταλλωρύχος, καταλήγοντας πως «είχα το αρκουδάκι δίπλα στην αλβανική σημαία. Μετά, αποφάσισα να αφαιρέσω την σημαία. Αλλά το μαϊμούνε θα μείνει εκεί κρεμασμένο για πάντα».
Έχει να κάνει με τη θρησκεία; Ή περισσότερο με την λαογραφία και την εθνική / εθνοτική παράδοση της γείτονος χώρας;
«Η θρησκεία δεν ήταν ποτέ σημαντική στην Αλβανία», παραδέχτηκαν σχεδόν άπαντες όσοι ρώτησα αναφορικά με το θέμα αυτό.
«Η λαογραφία όμως καθώς και οι παραδόσεις της κάθε επαρχίας της χώρας, παίζουν σημαντικό ρόλο».
Την επόμενη φορά πάντως που θα επισκεφτώ την Αλβανία, θα φροντίσω να έχω διαβάσει πρώτα και το πέραν πάσης αμφιβολίας και αμφισβήτησης εξαιρετικό άρθρο της συναδέλφου Σίντυς Χατζή αναφορικά με την Αλβανική Ριβιέρα, δηλαδή την ακτογραμμή που ξεκινά από την Αυλώνα (Vlore) και την Παλάσα των Δρυμάδων (Palasa, Dhermi) στα βόρεια και φτάνει έως τους Αγίους Σαράντα (Saranda) και το Εξαμίλι (Ksamil) στο νότο.
«Η Αλβανική Ριβιέρα έχει μετατραπεί πολύ γρήγορα σε έναν από τους πιο hot ταξιδιωτικούς προορισμούς για το καλοκαίρι κι όχι άδικα. Η γειτονική χώρα έχει μερικές από τις πιο όμορφες παραλίες και το μπάζετ της παραμένει για την ώρα χαμηλό, σε αντίθεση με άλλες μεσογειακές χώρες (θυμάστε όταν η Κροατία θεωρείτο φθηνός τουριστικός προορισμός;). […] Η αλήθεια είναι ότι μπορεί κανείς εύκολα να διασχίσει και να δει τα σημαντικότερα σημεία της ριβιέρας ακόμη και σε μία ημέρα, ένα roadtrip που έχω κάνει αρκετά συχνά. Παρόλαυτα, θα πρότεινα να περάσετε τουλάχιστον 3-7 μέρες στην περιοχή, για να αξιοποιήσετε στο έπακρο τις διακοπές σας», αναφέρει η Σίντυ και τα λεγόμενα της και μόνο αποτελούν εγγύηση ότι η Αλβανία είναι κάτι παραπάνω από ένας απλά… αναδυόμενος τουριστικός προορισμός της Βαλκανικής Χερσονήσου.
Με ή χωρίς λούτρινα αρκουδάκια να κρέμονται και να αιωρούνται από τα μπαλκόνια των αλβανικών σπιτιών.