Πρώτοι εμείς, εδώ στο Olafaq, αναδείξαμε πώς είναι δύο τυχαία 24ωρεα στις ζωές δύο διαπρεπών, Αθηναίων φασαίων. Συγκεκριμένα, του Παναγιώτη και της Ντίνας.
Τους είχαμε ακολουθήσει στις διαδρομές τους στην πόλη και στην ρουτίνα τους στο σπίτι, κάπου ανάμεσα σε καβουρισμένους καφέδες πρώτης ποιότητας, μελαγχολίας, καύλας και βαριεστημάρας. Με τον έρωτα, αυτά τα δύο παιδιά δεν τα πήγαιναν και πολύ καλά τελευταία. Τη Ντίνα την αφήσαμε σε αυτή τη φάση, περίπου:
«Της κάνει βιντεοκλήση ο κολλητός της από Άμστερνταμ. Δεν είναι σε φάση. Σηκώνει λίγο την τέντα, να προλάβει να μπει το τελευταίο φως της μέρας. Μπαίνει στο σπίτι, βρίσκει το κεραμικό τασάκι και το κάνει χίλια κομμάτια στα πλακάκια του μπαλκονιού. Αφήνει ένα σημάδι από την πτώση, πάνω σε ένα πλακάκι. Το φωτογραφίζει. Ποστάρει και γράφει ”Η ΨΥΧΉ ΜΟΥ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ”»
Και τον Παναγιώτη κάπως έτσι: «Δεν του αρέσει η ταινία, αλλά θα τη δει όλη. Βλέπει παράλληλα και τα στόρι της. Δεν θα της στείλει τίποτα, πόσο μαλάκας να γίνει πια; Διαβάζει λίγο ”Όχι, δεν είσαι Μισογύνης” στο Facebook. Κρυφά. Δεν κάνει ούτε λάικ ούτε τίποτα. Αλλά κρυφογουστάρει. Όχι όλες τις αναρτήσεις, αλλά κάποιες σίγουρα. Αναρωτιέται αν αξίζει τίποτα σαν άντρας, σαν άνθρωπος. Πάντα κάτι του λείπει. Σε καμία λείπει εκείνος; Σε κανέναν; Να πάρει τηλέφωνο τη μάνα του αύριο, έχουν να μιλήσουν μέρες κι έχει στείλει. Φιλτράκι στο στόμα. Μετά το καλοκαίρι θα ξεκινήσει κιθάρα.»
Δυο ψυχούλες μαραζωμένες μες στο περίβλημα της γαματοσύνης τους, που δουλεύουν όλη μέρα και συχνά τις νύχτες πίνουν, καπνίζουν, ξενυχτούν. Βιώνουν το βαθύ γήρας της νιότης, τα 30 και τα 30 plus. Κάνουν ακόμα όνειρα και δεν έχουν σηκώσει ακόμα τα χέρια ψηλά. Όμως, αναμφίβολα, έχουν παρασυρθεί από την μαύρη σκόνη της εποχής τους, τους έχει αφήσει τα σημάδια της και ξέρουν καλά ότι πρέπει να εγκαταλείψουν τον φόβο και απλώς να ορμήξουν στην ζωή απευθείας στον λαιμό της, να την ξεζουμίσουν, να την αφήσουν να τους γιατρέψει όπως μόνο αυτή ξέρει: μέσα από νέες πληγές, φυσικά.
Φασαίος ερωτεύτηκε Φασαία (αλά Ρωμιός αγάπησε Ρωμιά) λοιπόν
Βράδυ Πέμπτης και η Ντίνα έχει τελειώσει από την γιόγκα της. Πηγαίνει γραμμή με τη δασκάλα και τα άλλα κορίτσια στο καφέ μπαρ Μπανόκοφ-το νέο τους στέκι, επισήμως. Η γεωγραφία της μπίρας συνηγορεί υπέρ της δημιουργίας μιας ωραίας συνάντησης. Ο Παναγιώτης πάει για πρώτη φορά εκεί την ίδια ώρα που η Ντίνα παραγγέλνει το ροζέ κρασί της. Μες στο μπαρ δουλεύει ο τύπος που του μαθαίνει κιθάρα εδώ και δύο μήνες. Ο Παναγιώτης δεν το πολυμπορεί το Μπανόκοφ, τα πίνει συνήθως λίγο πιο κάτω στην Κίτρινη Φώκια, αλλά ο τύπος τώρα εκεί δουλεύει, τι να γίνει; Μπαίνει μέσα βαριεστημένα και εκείνη την ώρα, ακριβώς εκείνη την ώρα, η Ντίνα βγαίνει για να πάει στο τραπέζι της. Είχε επισκεφθεί την τουαλέτα να ελέγξει λίγο τη μούρη της, να βάλει λίγο κραγιόν. Πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλον, όπως ακριβώς συμβαίνει σε τόσες και τόσες ταινίες, τόσα και τόσα χρόνια.
Όμως, έχουν ξαναπέσει στην ζωή τους (σε συναυλίες, μαγαζιά, δρόμους) πάνω σε δεκάδες, ίσως σε εκατοντάδες άλλους. Αυτό το «πέσιμο» ήταν διαφορετικό. Τραντάχτηκε κάτι μέσα τους. Η βραδιά πέρασε, ο Πάνος ήπιε τη μπίρα του στο μπαρ, η Ντίνα το κρασί της με τα κορίτσια κι ύστερα ο Θεός έπλασε το Instagram-ίσως πριν κι από τους πρωτόπλαστους, τελικά.
Ο Πάνος την βρίσκει από τα ταγκ στο μαγαζί. Της μιλάει. Του απαντάει. Κανονίζουν ποτό νύχτα στην Πατησίων στο πασίγνωστο μπαρ Bonjour. Κάθονται στα σκαμπώ και αυτή τη φορά πίνουν ουίσκια. Χειμωνιάζει, τι διάολο; Το φιλί αργεί. Το αργούν επίτηδες. Η Ντίνα κοιτάζει τον Παναγιώτη στο στόμα και εκείνος την Ντίνα στα μάτια. Καθένας τους πιστεύει ότι στο βλέμμα του άλλου φαντάζει γελοίος-το πρώτο (ή μήπως το δεύτερο;) καλό σημάδι. Επιμένουν να κεράσουν ο ένας τον άλλον. Τελικά, πληρώνει καθένας το δικό του, αλλά με την λογική ότι ο ένας πλήρωσε του άλλου, ότι δηλαδή κέρασαν και οι δύο. Καλή μόντα.
Μία εβδομάδα αργότερα, κανονίζουν να πάνε θέατρο, σε μια καταπληκτική παράσταση. Τσιγάρο στους δρόμους του Μεταξουργείου, βόλτα. Κάποια στιγμή, σταματούν. Ο Πάνος την φιλάει μες στη μέση του δρόμου. Κλείνουν για λίγο τα μάτια, ύστερα τα ανοίγουν (συγχρόνως), γελούν.
Μηνύματά τους το ίδιο βράδυ στο Insta:
Π: Δεν ήθελα να σταματήσει αυτό το φιλί.
Ν: Έπρεπε να μου δώσεις κι άλλα τότε.
Π: Εσύ γιατί δεν μου έδωσες άλλα;
Ν: Στα κρατάω για την επόμενη φορά;
Π: Πότε θα είναι;
Ν: Δεν ξέρω. Πότε θες;
Π: Τώρα.
Ν: Μένω μακριά.
Π: Έρχομαι, στείλε διεύθυνση.
Εκείνο το βράδυ, τα παιδιά μας έκαναν έρωτα για πρώτη φορά. Με όλα τους τα μικροσκοπικά τατουάζ να πηγαινοέρχονται, με soundtrack Phil Diamond , με την γάτα της να αλωνίζει τριγύρω τους. Η Ντίνα αγαπάει τα κορίτσια και τ’ αγόρια, η Ντίνα είναι μπάι, αλλά η Ντίνα αυτή τη στιγμή εκρήγνυται σε χίλια κομματάκια σαν κομφετί και έχει την ισχυρή και ειλικρινή απορία «τι έκανε τόσες εποχές χωρίς αυτό το σεξ, χωρίς τέτοιο σεξ ψυχεδελικό, καυτό, αδιανόητο;» και τελειώνει δύο φορές και οξυγόνο γεμίζει το σώμα της. Την ίδια ώρα, ο Παναγιώτης χάνεται όπως καιρό είχε να χαθεί κι αφήνεται όπως καιρό είχε ν’ αφεθεί και κατανοεί μέχρι το μεδούλι του το νόημα του στίχου «γεννιέται ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο». Α, ρε Θανάση.
Η αλήθεια είναι πως ο έρωτας ανάμεσα σε δυο φασαίους (ο ψυχή τε και σώματι έρωτας) δεν διαφέρει σε τίποτα από τον έρωτα ενός φασαίου για μια σλατίνα, μιας μπούμερ για έναν λαϊκό γόη, ενός λαϊκού γόη για μια γκοθού και πάει λέγοντας. Ο έρωτας είναι έρωτας. Και σε βρίσκει χωρίς να προειδοποιήσει και δεν κάνει διακρίσεις. Τα σπίτια των φασαίων μας γέμισαν χρυσάφι και χαρά και γκρίνιες και πείσματα και ατελείωτα μηνύματα και τηλεφωνήματα και ατόφια μαγεία-αυτήν που κάνει την ζωή σε αυτήν πόλη λίγο λιγότερο αβάσταχτη.
Οι φασαίοι όταν ερωτεύονται απο-φασαιώνονται. Κι απλώς φασώνονται και νιώθουν κοσμογονίες στα στήθη τους. Κι ακούνε μαζί μουσικές και καπνίζουν μαζί και κοιμούνται κουλουριασμένοι σε σπίτια με πόστερ που κοντεύουν να ξεκολλήσουν και με μυρωδιά καφέ διάχυτη από την κουζίνα ως το χωλ και με βρακιά άνω κάτω στα πατώματα. Ξημερώματα.