Παρά το σχεδόν πολικό ψύχος που επικρατούσε το περασμένο Σάββατο το βράδυ στην πόλη, στο εσωτερικό του Temple υπήρχε μια ιδιαίτερα θερμή ατμόσφαιρα. Θες γιατί η συναυλία ήταν sold out οπότε ο χώρος ήταν πακτωμένος με κόσμο, οπότε ζεσταινόσουν όπως και να’ χει, θες γιατί το κοινό στις πρώτες σειρές κοιτούσε έκπληκτο και εξαιρετικά περίεργο το πλήθος των καλωδίων που ήταν αραδιασμένα πάνω στη σκηνή, το γεγονός είναι ότι σχεδόν 500 άνθρωποι περίμεναν από νωρίς το βράδυ την έλευση του Θορύβου. Και δεν διαψευστήκαν.

© Ειρήνη Ζαχαράκη / Olafaq

Τη συναυλία άνοιξαν οι Έλληνες Hau. Το ντουέτο που δημιουργήθηκε το 2012, κινούνταν ανάμεσα σε industrial αυτοσχεδιασμούς και μεταπηδούσαν από τον ηλεκτρονικό στον αναλογικό ήχο, εντάσσοντας tribal και trance στοιχεία που επαναλαμβάνονταν σε εμμονικά επαναλαμβανόμενους κύκλους. Σίγουρα μας άφησαν πολύ καλές εντυπώσεις, ειδικά καθώς επέδειξαν μια ροπή προς τον πειραματισμό και το performance art.

© Ειρήνη Ζαχαράκη / Olafaq

Αμέσως μετά στη σκηνή ανέβηκαν οι Γερμανοί Plattenbau, με την χαρακτηριστική ενέργεια που αναλογούσε στο νεαρό της ηλικίας τους. Ηχητικά, έφερναν στο νου κάτι από παλιό darkwave, μπολιάζοντάς το με αρκετές noise-pop επιρροές και για να πω την αλήθεια δεν βρίσκω τίποτα μεμπτό σε αυτό. Ίσα-ίσα, αυτόν τον συνδυασμό τον αγαπάμε πολύ. Έπαιξαν κομμάτια από τον καινούργιο τους δίσκο «Shape / Shifting», θυμίζοντας εν μέρει τους γάλλους πανκ θορυβοποιούς Rendez-Vous, δίνοντάς μας αυτή την αίσθηση ότι «κάτι μου θυμίζει, κάτι μου θυμίζει», χωρίς όμως να μπορείς να το προσδιορίσεις με ακρίβεια -σίγουρα όμως θύμιζαν κάτι πολύ αγαπημένο, ηχητικά. Το μόνο σίγουρο είναι ότι τα παιδιά έδωσαν την ψυχή τους, τρανή απόδειξη ότι ο κιθαρίστας κατέβηκε από τη σκηνή με ματωμένα τα χέρια του από το συνεχές κοπάνημα της κιθάρας του.

© Ειρήνη Ζαχαράκη / Olafaq

Γύρω στις 10.30 το βράδυ ήρθε η στιγμή που όλοι περιμέναμε για την μπάντα που σχηματίστηκε το 2002 στη Νέα Υόρκη. Με τριμελή πλέον σύνθεση – τον τραγουδιστή / κιθαρίστα Oliver Ackermann, τον μπασίστα John Fedowitz και τη Sandra Fedowitz στα τύμπανα – το συγκρότημα έπαιξε κυρίως τραγούδια από το νέο τους άλμπουμ, «I See Through You». Το τρίο ανέβηκε πάνω στη σκηνή του Temple μέσα από μπαράζ καπνών, λες και έβγαιναν μέσα από τους υπονόμους της γενέτειράς τους, του Μπρούκλιν, ιππεύοντας λιγδιασμένους αρουραίους. Ξεκίνησαν με τα φώτα σβηστά, και φυσικά τότε ήταν η στιγμή που εγένετο… Θόρυβος!

© Ειρήνη Ζαχαράκη / Olafaq

Το ηχητικό βάπτισμα του πυρός έγινε με το «Dead Βeat» από τον προηγούμενο δίσκο τους, ενώ στο «Dragged Ιn Α Ηole», ο Oliver έκανε σλάλομ αγκαλιά με την κιθάρα πάνω στη σκηνή, ενώ υπήρχαν στιγμές που εξαφανιζόταν απροειδοποίητα από τα μάτια μας και εμφανιζόταν ξαφνικά πίσω από τα ηχεία, σα να παίρνει… βαθιές τζούρες θορύβου. Κατά τον επιθετικό μινιμαλισμό του «Ocean», η δομή του καθεστηκότος ήχου άρχισε σιγά-σιγά να σβήνει και άρχισε να επικρατεί ένα θορυβώδες χάος, καθώς μέσα στην πυκνή ομίχλη και τα strobο lights που αναβοσβήναν, ο Ackermann σήκωσε την κιθάρα του ψηλά στον αέρα και άρχισε να την χρησιμοποιεί σαν τσεκούρι πάνω στο πάτωμα της σκηνής. Αλλά δεν ήταν αυτή η πραγματική κορύφωση της συναυλίας.

Στο «I Lived My Life» ακολούθησε ένα ηχητικό ντελίριο, ενώ στη συνέχεια ο Fedowitz άφησε το μπάσο του στη σκηνή και κατέβηκε στο κοινό. Τον ακολούθησε η Sandra υψώνοντας ένα τύμπανο ψηλά στον αέρα, ενώ ο Oliver συνέχισε το θορυβώδες σόλο του στην κιθάρα. Στη συνέχεια κατέβηκε και αυτός ανάμεσα στο κοινό και τότε γύρω τους δημιουργήθηκε ένας κύκλος με τον κόσμο να χορεύει μαζί τους σαν υπνωτισμένος. Τα επίπεδα της αδρεναλίνης ανέβηκαν επικίνδυνα και ο κύκλος γύρω από τη μπάντα άρχισε να θυμίζει σαμανική ιεροτελεστία που οδηγούσε στην έκσταση μέσω του Θορύβου.

Επιστρέφοντας στη σκηνή, ο Oliver συνέχισε να κάνει κάποιες σποραδικές προσπάθειες να καταστρέψει την κιθάρα του. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατό και στο τέλος κανένα από τα μουσικά όργανα δεν τραυματίστηκε, ενώ οι περισσότεροι από τους θεατές πείστηκαν ότι οι APTBS μπορούν ακόμη, μια εικοσαετία μετά την ίδρυσή τους, να προκαλέσουν αυτό το ταμπονάρισμα στην καρδιά που συγχρονίζεται με τον βόμβο της δυσοίωνης μουσικής τους, σαν ένα δυστοπικό καταφύγιο -όπως άλλωστε μαρτυρά και το όνομά τους.