Πολύ ωραία πέρασα τις προάλλες στο «Onassis Stegi Block Party» στο Νέο Κόσμο. Δεν έχω παράπονο. Και τους Εβρίτικη Ζυγιά άκουσα, και χόρεψα με το afrobeat dj-set από τον Teranga Beat και κατόπιν από τον Erol Alkan και τον Black Athena είδα επιτέλους, που ποτέ δεν είχα καταφέρει να πάω σε κάποιο dj set του.
Γενικά, όλα καλά. Γενικά όμως. Γιατί ειδικά, όση ώρα ήμουν εκεί θυμήθηκα, σχεδόν παυλοφικά, εκείνο το φοβερό ντοκιμαντέρ «Dave Chappelle’s Block Party», το οποίο είχα δει το 2005 στις Νύχτες Πρεμιέρας. Και κατόπιν, για όση ώρα δεν χόρευα και δεν ήμουν απορροφημένος μέσα στη δίνη των beats, θυμήθηκα πολλά από το ντοκιμαντέρ αυτό.
Θυμήθηκα την ιστορία των block parties, το πραγματικό κοινωνικοπολιτικό νόημα πίσω από το στήσιμο ενός τέτοιου γεγονότος, ο στόχος και σκοπός του εγχειρήματος, το εικαστικό κομμάτι της προσπάθειας και, ταυτόχρονα, το αισθητικό κομμάτι του όλου πράγματος, γιατί, ως γνωστόν, η αισθητική αποτελεί και παράγοντα ηθικής υπόστασης μιας κατάστασης.
Η παράδοση των block parties ξεκίνησε στην Αγγλία και την Ουαλία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε, διάφοροι πολίτες σε κυρίως λονδρέζικες συνοικίες έκλειναν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα [εξού και «block», οικοδομικά μπλοκ δηλαδή] με την άδεια της αστυνομίας και διοργάνωναν αυτοσχέδια «tea parties» ή «peace teas» [τσάγια ειρήνης] για να γιορτάσουν την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών το 1919.
Στην πορεία των δεκαετιών, η έννοια του block party γιγαντώθηκε και από ένα απλό «τσάι ειρήνης» έγινε ταυτόχρονα κοινωνικοπολιτικό γεγονός, καλλιτεχνικό happening αλλά και αφορμή ώστε μια μερίδα πληθυσμού να διαμαρτυρηθεί ή να διαδηλώσει για κάτι που την αφορούσε. Λόγου χάρη, υπολογίζεται ότι πάνω από 10 εκατομμύρια άνθρωποι συμμετείχαν σε ένα block party το 1977 για το Ασημένιο Ιωβηλαίο της Βασίλισσας Ελισάβετ Β’.
Τα «μπλοκ πάρτι» ωστόσο απέκτησαν την καίρια σημασία τους κατά την δεκαετία του 1970 στις ΗΠΑ –στο σημείο ακριβώς όπου αναφέρεται και η αναντίρρητη ιστορική τους σημασία στο ντοκιμαντέρ του Dave Chapelle. Τότε που τα block parties συνδέθηκαν τόσο πολύ και τόσο έντονα με την αναδυόμενη hip hop κουλτούρα των μεγαλουπόλεων (Νέα Υόρκη, Βαλτιμόρη, Ουάσινγκτον), ώστε αναδείχθηκαν ως γεγονότα κομβικής σημασίας για τα κατά τόπους γκέτο και τους πληγέντες από την φτωχοποίηση πληθυσμούς που ζούσαν και απλώς επιβίωναν εντός αυτών.
Παραδείγματος χάριν, ο σπουδαίος νεοϋορκέζος ράπερ Lawrence «Kris» Parker, γνωστός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο KRS-One, σε ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια του, το «South Bronx», ανατρέχει στα πρώτα block party που πήγαινε ενόσω ήταν πιτσιρικάς, στην γειτονιά που μεγάλωσε, το Μπρούκλιν και αναφέρει ότι το ηλεκτρικό ρεύμα για τα μηχανήματα, τα φώτα, τους ενισχυτές και τους μείκτες για τα πάρτι αυτά δεν βρισκόταν έτσι εύκολα, οπότε οι διοργανωτές αναγκάζονταν να καταφύγουν σε… ρευματοκλοπή, κλέβοντας με επιδέξιο τρόπο το ρεύμα από τα φώτα του δρόμου.
Επίσης, τότε, στη δεκαετία του ’70, η λέξη «block» ήταν ένας αρχιτεκτονικός όρος που δεν σήμαινε ακριβώς «οικοδομικό τετράγωνο», αλλά κυρίως και πρωτίστως… παραγκούπολη. Slumtown κατά το αγγλοσαξονικότερο. Όλο εκείνο το οπτικά αντιαισθητικό πλέγμα των εργατικών κατοικιών σε συγκεκριμένες υποβαθμισμένες περιοχές της πόλης, μέσα στο οποίο που ζούσαν, υπό άθλιες ασφαλώς συνθήκες, οι γκετοποιημένοι πληθυσμοί, οι λεγόμενοι slumdogs. Οι απόκληροι της αστικής ζωής, οι «ανεπιθύμητοι» που δεν είχαν πρόσβαση σε πιο gentrificated περιοχές της εκάστοτε μεγαλούπολης.
Οι πληθυσμοί αυτοί, μην έχοντας πρόσβαση στα καλλιτεχνικά γεγονότα του κέντρου, έκαναν σταδιακά την ανάγκη (για διασκέδαση και ξέσκασμα) φιλοτιμία και κάπως έτσι προέκυψαν τα πρώτα μεγάλα block parties της Νέας Υόρκης. Εκεί ακούστηκε για πρώτη φορά hip hop μουσική στα μέσα της δεκαετίας του ’70, μέσα από την ανέχεια και την φτώχεια (αλλά και την ευρηματικότητα) των ανθρώπων αυτών βγήκαν στους δρόμους τα πρώτα boomboxes, ακούστηκαν οι πρώτες ρίμες, έγιναν τα πρώτα rap beefs και «έπεσαν τα μικρόφωνα κάτω», μετά από επικά rap battles.
Τα block parties ήταν αφενός η προσπάθεια των αφροαμερικανών και ισπανόφωνων πληθυσμών να περάσουν καλά έστω μια στις τόσες και αφετέρου ένα κοινωνικοπολιτικό γεγονός που προϊόντος του χρόνου και όταν οι συνθήκες ωρίμασαν, μέσα από αυτά τα πάρτι οι γκετοποιημένοι πληθυσμοί ήρθαν πιο κοντά ο ένας με τον άλλον, συνασπίστηκαν και κατόπιν διεκδίκησαν από κοινού καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.
Και όλα αυτά συνέβαιναν, σημειωτέον, δίχως σπόνσορες, «προστάτες», μαικήνες των τεχνών και λοιπά. Ηταν όλο διοργανωμένο, από το άλφα έως το ωμέγα, από τους ίδιους τους ανθρώπους, με τρόπο ταπεινό και εν μέρει και καταφρονεμένο. Αλλά τουλάχιστον ήταν ένα σκηνικό στημένο ΑΠΟ τους ανθρώπους και ΓΙΑ τους ανθρώπους.
Θα ήθελα λοιπόν πολύ να δω και στην πρωτεύουσα τα αντίστοιχα block parties στα αθηναϊκά slumtowns. Αλλά όχι μόνο και αποκλειστικά στο Νέο Κόσμο, γύρω από το πολύ καλά προστατευμένο, κλινικό και οξυζενέ περιβάλλον του «Ωνάσης».
Γιατί, αντίστοιχα, και η πραγματική ζωή των Αθηναίων δεν είναι μόνο και αποκλειστικά στα πέριξ του Νεου Κόσμου ή του Κουκακίου.
Θα ήθελα να δω ένα block party στα προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, σε εκείνα της Καισαριανής, στη Νίκαια, στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές του Πειραιά, όπως την Δραπετσώνα ή τα Καμίνια, ακόμη και στον Άγιο Παντελεήμονα που τόσο έχει υποφέρει τα τελευταία χρόνια από το κύμα βίας κατά των χιλιάδων μεταναστών που ζουν εκεί υπό άθλιες συνθήκες.
Να κλείσουν 2-3 οικοδομικά τετράγωνα (με ή χωρίς την συνδρομή του «Ωνάση» ή παρόμοιων ιδρυμάτων), να στηθούν μείκτες, ηχοσυστήματα, οι δρόμοι να κατακλυστούν από κόσμο και η μουσική να φτάσει μέχρι τα (προνομιούχα) βόρεια προάστια της Αθήνας.
Αυτά θα ήταν τα πραγματικά block parties. Εκεί όπου Ελληνες και μετανάστες, ημεδαποί και αλλοδαποί, πίνοντας μπίρες δίπλα δίπλα ο ένας με τον άλλον, θα γίνονταν ένα, θα συζητούσαν τα προβλήματα που τους απασχολούν (τα περισσότερα εκ των οποίων αυτή την χρονική συγκυρία τυχαίνει να είναι απολύτως κοινά) και πάνω εκεί θα γινόταν μια κοινωνικοπολιτική ζύμωση συνοδεία χορού και μουσικής.
Και, κάπως έτσι, τα αθηναϊκά block parties να γίνουν από ένα απλό καλλιτεχνικό γεγονός σε κάτι απείρως σημαντικότερο και επιδραστικότερο, σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο.