Ένα πρωί χτυπάει το τηλέφωνο και θυμωμένος κάποιος το σηκώνει. Άγνωστος αριθμός. Μια κοπέλα εκπροσωπεί εταιρεία τηλεφωνίας και προσπαθεί να πουλήσει κάποιο πακέτο. Ο πελάτης της το κλείνει με νεύρα. Αρκετές ώρες μετά, η ευγενής τηλεφωνήτρια, φτιάχνει καφέ, φοράει την στολή της λουλουδούς και ανεβαίνει τις σκάλες κάποιου νυχτερινού κέντρου. Κατά την διάρκεια της νύχτας, θα πετάει τα πανέρια δέκα δέκα στην πίστα, σύμφωνα με τις επιθυμίες των πιο καλών πελατών, ίσως και κάποιων από εκείνους που «ενοχλεί» τα πρωινά. Μαζί της, δεκάδες ακόμα κορίτσια τα οποία το πρωί μπορεί να είναι φοιτήτριες ή να εργάζονται σε πρωινή δουλειά, για να συμπληρώνουν το εισόδημά τους.
Αυτή είναι η περίπτωση της Ε., ετών 37, που ξεκίνησε ως ταξιθέτρια σε μεγάλο θέατρο που έγινε «Αθηνών Αρένα» και είπε να δοκιμάσει την τύχη της με τα λουλούδια. Φαίνεται πως δούλεψε. Άλλωστε, με Ρέμο στην σκηνή το μεροκάματό της δεν έπεφτε κάτω από 90 ευρώ, για ούτε 3 ώρες δουλειά. Με τα tips είναι πιθανό να άγγιζε και τα 150 κάποιες νύχτες. Αυτήν την περίοδο, αρκείται στα 60 ευρώ που παίρνει δουλεύοντας στο κέντρο όπου εμφανίζεται ο Γιώργος Μαζωνάκης – το νυχτοκάματο ακολουθεί την πτωτική πορεία του μεροκάματου και βάλε και την διπλή ταρίφα του ταξί για να γυρίσει μια κοπέλα ξεθεωμένη στο σπίτι της ξημερώματα.
Την ώρα που οι επιχειρηματίες και τα μεγάλα ονόματα κερδίζουν υπέρογκα ποσά, ακόμα και εν μέσω κρίσης ή Covid-19, οι μετρ, οι σερβιτόροι, οι λουλουδούδες, στην μεγάλη πλειοψηφία τους, δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα και γι΄αυτό δουλεύουν πιο πολύ, πιο σκληρά, όπου βρουν, σε πανηγύρια, σε γάμους, σε κλαμπ, σε μαγαζιά.
Τιμή και δόξα στις λουλουδούδες
Ο ρόλος τους για την διασκέδαση του κόσμου περισσότερο από κομβικός, τα χέρια τους δυνατά, να σηκώνουν δέκα δέκα τα πανέρια, να χαμογελούν, να ανέχονται, τώρα, την συνθήκη της μάσκας, μέσα σε σύννεφα καπνού και λαχάνιασμα, να κάνουν σλάλομ προς τον πελάτη που τις καλεί γιατί, αν χαθεί η στιγμή που θέλει εκείνος να πετάξει λουλούδια, μπορεί να τα χρεωθούν εκείνες.
Είναι υπεύθυνες για εκείνη την ιερή-ανίερη στιγμή που το κέφι κορυφώνεται και, αλά ελληνικά, παντρεύεται με την καψούρα, την επιδειξιομανία, την λατρεία προς τον καλλιτέχνη, την τρέλα και υπερβολή της στιγμής. Ξόδεμα αλόγιστο που κάτι παράξενο μοιάζει να γιατρεύει, ανταγωνισμός στα μπροστινά τραπέζια για τα περισσότερα μηδενικά, η στιγμιαία ηδονή της χαιρετούρας από το πάλκο που επιφυλάσσουν οι αοιδοί.
Οι αοιδοί που στην χειρότερη ανέχονται και στην καλύτερη απολαμβάνουν τα λιωμένα γαρύφαλλα κάτω από τις σόλες τους, εκείνα που, σε μια στιγμή, ένας σερβιτόρος με σκούπα θα αποσύρει για να καθαρίσει η πίστα και να πέσουν κι άλλα, κι άλλα. Και ξανά από την αρχή, μέχρι να ξημερώσει.
Οι απίθανες περιπέτειες του γαρύφαλλου που πετιέται μέσα στην έκσταση της νύχτας, αποκλειστικά ελληνικό έθιμο που δεν παύει να εκπλήσσει τους τουρίστες, ξεκινά από την Μαρινέλλα, η οποία, στα τέλη των 60s, επιλέγει να βάλει ένα τέρμα στην επικίνδυνη συνήθεια σπασίματος πιάτων.
Οι σωροί πορσελάνινων αρχικά και γύψινων έπειτα πιάτων που είχαν δώσει δουλειά και λόγο ύπαρξης σε δεκάδες βιοτεχνίες που συντηρούνταν από τα κέντρα, αντικαθίστανται σταδιακά από γαρύφαλλα, ακίνδυνα, τρυφερά, όχι οικονομικότερα. Οι περισσότερες βιομηχανίες κλείνουν, αλλά οι παραγωγοί γαρύφαλλων ανά την Ελλάδα τρίβουν τα χέρια τους.
Η καραντίνα έσβησε τη νύχτα με τρόπο που οι διαδηλωτές στο Σύνταγμα κατά του νόμου Παπαθεμελή ούτε που θα μπορούσαν να διανοηθούν. Κι έτσι, τα κλειστά μαγαζιά οδήγησαν σε μειωμένη παραγωγή γαρύφαλλου, που παρεμπιπτόντως, καλλιεργείται στην χώρα μας από την αρχαιότητα. Οι παραγωγοί έχουν προσαρμόσει την καλλιέργεια τους εδώ και χρόνια για τις ανάγκες της διασκέδασης, αφού πωλούν μόνο την κεφαλή του άνθους, το μπουμπούκι, γύρω στα τέσσερα cents.
Τι συνέβαινε, όμως, στα τέλη του ’80 και στις αρχές του ’90;
Ο μύστης των σκυλάδικων, συγγραφέας Θάνος Αλεξανδρής, που μας τα’ πε και στο «Αυτή η νύχτα μένει», αλλά και στο «Του Οσίου Αλμοδοβάρ ανήμερα» εξηγεί στο Olafaq:
«Οι λουλουδούδες ήταν και σε ένα βαθμό είναι ένα ακριβοθώρητο είδος εργαζομένων που ανήκουν σε οργανωμένες επιχειρήσεις ανθρώπων που δρουν σαν πολυεθνικές, γιατί αποφέρουν τζίρους εκατομμυρίων. Έτσι, αποτελεί την μεγαλύτερη πηγή εσόδων για να πληρωθούν τα νυχτοκάματα των σταρ, που ανέρχονται σε δεκάδες χιλιάδες ευρώ…Την εποχή του Χρυσού Αιώνα της νυχτερινής διασκέδασης έβλεπες στα πρώτα μαγαζιά κορίτσια που ενώ ο φυσικός τους χώρος ήταν τα καλλιστεία του ΑΝΤ1 και οι πασαρέλες, αυτές επέλεγαν να πουλούν λουλούδια σε καλάθια κάνοντας παράλληλα κονσομανσιόν. Ήταν όλο το βράδυ πάνω από τους καλούς πελάτες μες στη χαρά και με το πρώτο του νεύμα έτρεχαν χωρίς χρονοτριβές….Δεν ήταν λίγες που διεκδίκησαν τη θέση με μέσα ισχυρά, γιατί πολλές φορές, αν ήταν κάποια έξυπνη, με τα ποσοστά μπορούσε να απολαμβάνει μεροκάματο μεγαλύτερο από αυτό της ανερχόμενης τραγουδίστριας.
Αρκετοί ‘φορτωμένοι’ πήγαιναν στα κέντρα γιατί το αντικείμενο του πόθου τους ήταν το κορίτσι με τα πανέρια που μπορούσε να επισκιάσει όλα τα θηλυκά, ακόμα και τις καλλίγραμμες χορεύτριες του μπαλέτου…
Σε αντίθεση με τα καλά μαγαζιά, στα ταπεινά σκυλάδικα, που αποκλειστικά δούλεψα, το λουλούδι δεν ήταν η κινητήριος δύναμη και για άντληση εσόδων είχαν τις σαμπάνιες που είναι φτηνές και τις οποίες γέμιζαν ξανά και ξανά, ήταν επίσης το χύμα αλκοόλ και φυσικά τα πιάτα. Στα περισσότερα δεν προσλάμβαναν λουλουδού και επειδή η ζήτηση ήταν μικρή, χρέη εκτελούσαν οι σερβιτόροι.
Τα ίδια γαρύφαλλα το πρωί τα μάζευαν από την πίστα και αφού προσπαθούσαν να τα κρατήσουν στη ζωή με διάφορα σπρέι, τα χρησιμοποιούσαν και τις επόμενες! Επειδή τα κέρδη ήταν τεράστια στα πολύ μεγάλα μαγαζιά, οι γκαρνταρόμπες, δηλαδή η επιχείρηση με τα λουλούδια εντός του μαγαζιού, δημοπρατούνταν με εξωφρενικά ποσά, συχνά και σε άλλον επιχειρηματία από τον μαγαζάτορα… Θυμάμαι όταν δούλεψα για πρώτη φορά στην Αθήνα, κάνοντας ένα διάλλειμα από την επαρχία, σε δεύτερα μαγαζιά και συγκεκριμένα στο νυχτερινό μαγαζί «ΟΝΕΙΡΟ» τον μέγιστο ερμηνευτή Μανώλη Αγγελόπουλο να κάνει είσοδο με το θρυλικό σουξέ «Τα μαύρα μάτια σου» . Τότε, οι θαυμαστές άρχισαν να φτιάχνουν αυτοσχέδια κολιέ από γαρύφαλλα και νταλίκες ξεφόρτωναν όλη τη νύχτα λουλούδια για τον λατρεμένο βασιλιά των τσιγγάνων.
Στο υπόγειο μπουζουξίδικο της Αχαρνών στο «ΑΝΝΕΤΑ’Σ», όταν δούλευα με Πόλυ Πάνου, Γονίδη, Σφακιανάκη, στα πρώτα βήματα και οι δυο τους, και Κώστα Μοναχό, θυμάμαι για την Μαρία Ρούσσου, την σύζυγο του Κώστα Μοναχού, να γίνεται κάτι που τόσα χρόνια δεν είχα ξαναδεί: Έκανε εμφάνιση στο πρώτο της πρόγραμμα με ένα τραγούδι που εγώ μέχρι τότε δεν είχα ξανακούσει: «Άσε τα ταμπού και τις προφάσεις/και κάνε μου ανήθικες προτάσεις/ ήρθε η ώρα ο δεσμός μας/να μπει σε ουσιώδης φάσεις».
«Δεν μπορώ να το περιγράψω: Λες και εξερράγη βόμβα μέσα στο μαγαζί και εκτοξεύτηκαν παντού χιλιάδες γαρύφαλλα. Πριν τελειώσει το τραγούδι όλο το απόθεμα του σκυλάδικου, είχε εξαντληθεί.
Στην Μέδουσα, όμως, με τον Γιώργο Μαρίνο, όπου έκανα και την πρώτη μου καλλιτεχνική εμφάνιση, τα πάντα ήταν εντελώς διαφορετικά, γιατί το σκηνικό ήταν Αυστρία και Μέγαρο Μουσικής. Τα λουλούδια ήταν αποκλειστικά ολόφρεσκες γαρδένιες, η τιμή τους απλησίαστη (κάθε τραπέζι που πετούσε λουλούδια ξόδευε μισθούς τιρών δημοσίων υπαλλήλων) και αυτό που ίσχυε εκεί δεν το συνάντησα ποτέ αλλού…Πάνω στην πίστα βρισκόμασταν εγώ, ο Παναγιώτης Μέντης, ο Περικλής Ματαράγκας και η Ντόρα Καβούρη ντυμένοι σκυλούδες κάναμε το λαϊκό πάλκο με λούμπεν τραγούδια που πρώτη φορά άκουγαν οι θαμώνες από την Εκάλη.
Μια νύχτα, εμφανίζεται η λουλουδού και μου προσφέρει δέκα πανέρια με γαρδένιες, ενώ μου ψιθυρίζει κάτι το αδιανόητο: «Αυτό που κάνω δεν το έχω ξανακάνει ποτέ στην ιστορία της Μέδουσας, αλλά με παρακάλεσε ο πελάτης». Βλέπετε, ο Μαρίνος απαγόρευε στο κορίτσι να ανεβαίνει στην πίστα και να προσφέρει λουλούδια στους καλλιτέχνες, γιατί αυτό το θεωρούσε συνήθεια των σκυλάδικων…Όποιος πελάτης ήθελε, μπορούσε να πάρει τις γαρδένιες και από το τραπέζι του, να πετάξει στους τραγουδιστές.
Θυμάμαι και κάτι άλλο που μου είχε πει η Παλόμα όταν δούλευε στο ΣΟΥ-ΜΟΥ. Χριστούγεννα ήταν κι επειδή ένας καψούρης δεν μπορούσε να δικαιολογήσει μια έξοδο από το σπίτι του, όπου ήταν συγκεντρωμένοι γυναίκα, παιδιά και πεθερικά, ο δαιμόνιος θαμώνας τηλεφωνούσε κρυφά από το σπίτι και έδινε εντολή όλα τα λουλούδια του μαγαζιού να πάνε στην Παλόμα… »
Λουλουδοπόλεμοι τριάντα χρόνια και βάλε
Η Λίτσα Βασιλείου, 50 ετών σήμερα, ξεκίνησε να δουλεύει το 1990 ως λουλουδού τυχαία, όπως έχει συμβεί με αρκετές κοπέλες του επαγγέλματος. Έκανε τα λογιστικά ενός επιχειρηματία που είχε την γκαρνταρόμπα σε ένα μαγαζί. Είδε ότι έβγαιναν καλύτερα χρήματα, από 5.000 ως 7.000 νυχτοκάματο. «Είμαι από τις τυχερές, δούλεψα σε καλά μαγαζιά, ΔΙΟΓΕΝΗ, ΝΕΡΑΪΔΑ, ΥΤΟΝ και άλλα. Για οκτώ χρόνια δούλευα με τον Λευτέρη Πανταζή, έναν από τους καλλιτέχνες που τραβούσαν μεγάλες ζημιές, πολλά λουλούδια, εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ που ξοδεύονταν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, όσα χρειάζονται για να πέσουν τα λουλούδια στα πόδια του. Αυτός και ο Τόλης Βοσκόπουλος τα ίδια! Αυτή την περίοδο, δουλεύω στο ‘Περιβόλι τ’ Ουρανού’ με Χρήστο Νικολόπουλο και στην ‘Αυτοκίνηση’ με Γαρμπή και Μενιδιάτη. Η νύχτα έχει αλλάξει μες στο πέρασμα του χρόνου. Ίσως παλιά να ήταν πιο αθώα τα πράγματα. Ήταν ιεροτελεστία να πας στα μπουζούκια να διασκεδάσεις, οι γυναίκες φορούσαν τουαλέτες, οι άνδρες κοστούμια. Τώρα, τα νέα παιδιά με ένα τζιν κι ένα αθλητικό πηγαίνουν και γλεντάνε κι είναι μια χαρά κι έτσι. Η νύχτα αντέχει κι αντέχω κι εγώ μαζί της, δεν έχω ιδέα για πόσο ακόμα, αλλά δεν εγκαταλείπω προς το παρόν…»
Η Μαρία Αλεξίου, 41 σήμερα, πολύ γνωστή και σεβάσμια στον χώρο των λουλουδούδων, έχει εγκαταλείψει το επάγγελμα, αλλά μέχρι σήμερα είναι γνωστή γι’ αυτό. Έχει ανοίξει επιχείρηση ρούχων, αλλά βρίσκει δουλειές σε λουλουδούδες ή τις βοηθά στην εκπαίδευσή τους για τον πρώτο καιρό και μπορεί να κάνει και κανένα εξτρά.
«Παλιά, δουλεύαμε και με ποσοστό, οπότε είχαμε κίνητρο μεγαλύτερο. Αλλά μια επαγγελματίας οφείλει να τρέξει ακόμα και με τα μικρότερα μεροκάματα που κυριαρχούν. Ξεκίνησα ως υποδοχή στα Αστέρια και όταν έγιναν κλαμπ κάποια στιγμή, γύρω στο 2007, με έστειλε ο ίδιος ο Παπαργυρόπουλος στον Σφακιανάκη για να δουλέψω πάλι ως υποδοχή. Γνωρίστηκα με το Νότη-πάντα γνωρίζει το προσωπικό των μαγαζιών που δουλεύει- και ζήτησε να πάω στα λουλούδια. Μικρές οι σεζόν, αλλά καλό το μεροκάματο και επιπλέον και με ποσοστό!
Προσωπικά, δεν θέλω να ξεχωρίσω κάποιον καλλιτέχνη από όλους αυτούς που έχω δουλέψει μες στα χρόνια, δεν έχω κανένα παράπονο από κανέναν και καμία. Σταμάτησα να δουλεύω στα λουλούδια όταν σκοτώθηκε ο Παντελίδης. Είχα κάνει και ένα χειρουργείο στον ώμο, ταλαιπωρημένη από το βάρος των λουλουδιών.
Είχε συμβεί μια περίοδο το πρωί να δουλεύω ως λογοθεραπεύρια, με παιδιά με αυτισμό, και τη νύχτα στα λουλούδια. Η νύχτα ήταν στα πολύ πάνω της και γινόταν σοβαρή κατάσταση με τα λουλούδια, ενώ, στο μεταξύ αρκετά από τα παιδιά στο κέντρο που δούλευα δεν είχαν καν κολατσιό. Το πέρασμα από την Κυριακή βράδυ με τα χιλιάρικα που ξοδεύονταν στο πρωί Δευτέρας με τα παιδιά και τον μικρό μισθό με έκανε να σκεφτώ πολύ, με πονούσε κατά κάποιο τρόπο αυτήν η κατάφωρη ανισότητα.
Όμως, η δουλειά της λουλουδούς με έκανε πιο δυνατή, πιο υποψιασμένη με τους ανθρώπους, οι οποίοι λειτουργούν πολύ διαφορετικά τη νύχτα από ό, τι το πρωί. Η Ελλάδα είναι χαρακτηρισμένη για το κομμάτι της διασκέδασής της και είναι ωραίο πράγμα να είσαι κι εσύ μέσα σε όλο αυτό. Αρκεί να το βλέπεις με σοβαρότητα και σεβασμό, να διεκδικείς τις πληρωμές από τους πελάτες, να προσέχεις. Είναι δουλειά, μπίζνα αυτό το πράγμα- ο κόσμος διασκεδάζει, οι λουλουδούδες εργάζονται.
Θα ήθελα να σημειώσω ότι δεν θεωρώ πως η ρίψη λουλουδιών έχει να κάνει με τον καλλιτέχνη, γιατί όλοι έχουν αξία. Δεν είναι τιμητικό να λέμε ότι ο τάδε τραβάει, ενώ ο δείνα όχι…»
Αρκετές φίρμες ερωτεύτηκαν κι έκαναν δεσμό με λουλουδούδες. Κάποιοι, όπως ο Θέμης Αδαμαντίδης, έκαναν παιδιά με αυτές, τις παντρεύτηκαν. Ακόμα και για τον εκλιπόντα εφοπλιστή-επιχειρηματία Γεράσιμο Αγούδημο μου λέει ανωνύμως μια κοπέλα ότι ερωτεύτηκε σφόδρα με μια λουλουδού. Η ίδια κοπέλα μού επιβεβαιώνει ότι σε πολύ γνωστό μαγαζί, όχι πολλά χρόνια πριν, μια από τις λουλουδούδες ερωτεύτηκε έναν μπράβο, αλλά αυτός έκανε κι άλλες δουλειές, οπότε τον είχαν βάλει στο μάτι πιθανώς για ξεκαθάρισμα λογαριασμών θανάσιμο. Μια παλιά λουλουδού που έκοβε το μάτι της από αυτά και ήταν καλά πληροφορημένη, είχε μιλήσει στην μικρότερη για να την προστατεύσει. Ο μπράβος, πάντως, ακόμα ζει…
Καύτρες, αγκωνιές, πεσίματα και σλάλομ
Σε γενικές γραμμές, οι λουλουδούδες του 21ου αιώνα δεν κάνουν κονσομασιόν, ούτε αναζητούν κάποιο love story για να αλλάξουν ζωή. Έχουν αυστηρές οδηγίες να είναι σοβαρές, έως και απρόσιτες, άκρως προσηλωμένες στην σκηνή και τέλεια συντονισμένες μεταξύ τους. Είναι μια ομάδα που πρέπει να κουρδίζεται κάθε λεπτό για να πάνε όλα ρολόι. Στις χοντρές ζημιές των εκατοντάδων πανεριών (όπου πέφτει και «ψαλίδι», βέβαια, μια έκπτωση για να ενθαρρύνει τις ρίψεις) ανεβαίνουν όλες στο πάλκο και ραίνουν τον καλλιτέχνη-η περίφημη αλυσίδα, που ξεκινά από τον στριμωγμένο χώρο για να καταλήξει ένδοξα θραύσμα του ίδιου του show. Εκείνοι που δεν έχουν να ρίξουν ούτε πανέρι απολαμβάνουν το θέαμα, νιώθουν ότι είναι μέρος του.
«Όχι, δεν ακούμε το πρόγραμμα, δεν προλαβαίνουμε να διασκεδάσουμε και βεβαίως δεν έχουμε χρόνο και όρεξη για φλερτ και πειράγματα που συχνά συμβαίνουν. Η δουλειά αυτή έχει ορθοστασία, ταλαιπωρία, σε ποδοπατούν τακούνια, σε καίνε καύτρες αδέσποτων τσιγάρων, σου έρχονται από το πουθενά αγκωνιές. Πρέπει να ελίσσεσαι μες στον χώρο, να είσαι συγκεντρωμένη, προσεκτική για να πληρωθείς. Είναι αρκετές οι φορές που πελάτες κάνουν πως δεν ξέρουν ότι τα πανέρια κοστίζουν. Η δεκάδα πάει συνήθως στα 150 ευρώ», λέει η Desi Emilova, 37 ετών, με καταγωγή από την Βουλγαρία που, από μπαργούμαν σε μπουζούκια, έφτασε να θεωρείται μια από τις πιο ικανές λουλουδούδες.
Και συνεχίζει:
«Το πρώτο βράδυ μου ως λουλουδού ήμουν στην Πάολα. Δεν έβλεπα κανένα νεύμα, δεν καταλάβαινα πού πατούσα και πού πήγαινα. Σε κάποια φάση, η ίδια η Πάολα κατάλαβε την αμηχανία μου και μου γέλασε. Είναι υπέροχη, από τις πιο σωστές στον χώρο. Και από τους ελάχιστους που σε γιορτές, αλλά και στο τέλος της σεζόν μοιράζει την αμοιβή της σε όλους τους εργαζόμενους, από τις κυρίες στις τουαλέτες, μέχρι στους σερβιτόρους και τις λουλουδούδες. Καμιά φορά, μας κερνάει σφηνάκια στο καμαρίνι της, όταν σχολάμε το πρωί. Και ο Βέρτης είναι κορυφαίος, φυσικά. Ίσως όχι τόσο επικοινωνιακός με το προσωπικό, αλλά εφόσον δουλεύει δέκα μήνες και είναι τόσο πετυχημένος και ως επιχειρηματίας και ως καλλιτέχνης, όλοι θέλουν να βρουν δουλειά κοντά του, γιατί εξασφαλίζονται. Τον θεωρώ τον πιο έξυπνο άνθρωπο που έχω συναντήσει στην δουλειά αυτή.»
Η Αλεξάνδρα Αγγελοπούλου κατανεύει συμφωνώντας με την Desi. Μπορεί να έχει δουλέψει μόνο τρία χρόνια (στον Βέρτη και στα Λαδάδικα στην Πειραιώς, σε εξτρά, πανηγύρια κλπ), αλλά έχει προλάβει να δει αρκετά με την σειρά της. Είναι δημοσιογράφος και ραδιοφωνική παραγωγός που για να συμπληρώσει εισόδημα και να καταφέρει να τελειώσει εγκαίρως το μεταπτυχιακό της μεταπήδησε στη νύχτα, μέσω ενός πρακτορείου μοντέλων. 70 ευρώ το μεροκάματο στο YTON, 50 στα Λαδάδικα, κούραση, αλλά άξιζε τον κόπο, όπως λέει γι’ αυτό το λίγο.
Πριν ξεκινήσει να δουλεύει λουλουδού, ξεκίνησε να προσπαθεί να γράφει ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Η ζωή τους τη νύχτα», στο οποίο θίγει το θέμα του trafficking, των ναρκωτικών και των αποκλινουσών συμπεριφορών που συναντά κανείς μες στη νύχτα. Το τέλειωσε μες στην πρώτη καραντίνα, παίρνοντας αρκετά στοιχεία από όσα είδε και έζησε η ίδια.
«Έχει μεγάλη σημασία η αντιληπτική ικανότητα στην λουλουδού. Μεγαλύτερη από την εμφάνιση. Πάντως, πολλές φορές το να πουλάς λουλούδια είναι και θέμα τύχης. Μου έχει τύχει να περνάει ώρα και να μη φεύγει ούτε πεντάδα και πάνω σε ένα τραγούδι να μην προλαβαίνω να ξαναγεμίζω», λέει.
«Και γενικώς, έστω και μερικούς μήνες να δουλέψει κανείς νύχτα, αρχίζει να συλλέγει εικόνες. Έχω δει χοντρά πεσίματα από πελάτες σε πελάτισσες, κυνηγητά με μπράβους από σκάλες, παρεξηγήσεις με μεθυσμένους ή περίεργους που πρέπει να φύγουν από το μαγαζί, αλλά και παρεξηγήσεις με λουλουδούδες και πελάτες. Κάποιοι νομίζουν πως όποια γυναίκα δουλεύει νύχτα, εκδίδεται και μπορούν να την πάνε στην τουαλέτα ας πούμε. Μου έχουν τριφτεί, και όχι μια και δυο, στον διάδρομο του YTON. Μες στον συνωστισμό, ένας άντρας το θεωρεί φυσιολογικό να ακουμπήσει τον καβάλο του πάνω σου, ας πούμε! Και τι να κάνεις που η δουλειά σε καλεί, η αρχιλουλουδού σε φωνάζει από κάτω και δεν υπάρχει χρόνος να υπερασπιστείς τον εαυτό σου. Γι’ αυτό άρχισα να υιοθετώ ένα πιο παγερό στιλ, να γίνομαι απρόσιτη. Τα λουλούδια τα είδα καθαρά ως δουλειά. Να πάω, να δουλέψω, να πάρω τα χρήματα και να συνεχίσω την ζωή μου. Μια φορά ένας με αποκάλεσε ’η θυμωμένη λουλουδού’ και δεν μπορώ να πω ότι είχε και τρομερό άδικο…»
Η Desi είναι παντρεμένη με έναν άντρα που την υποστηρίζει σε αυτήν την δουλειά, δεν της δημιουργεί κανένα απολύτως πρόβλημα. Είναι και μητέρα ενός εξάχρονου κοριτσιού. Αρκετές λουλουδούδες ισχυρίζονται ότι οι σχέσεις τους δυσκολεύονται να δεχθούν ότι το κορίτσι τους πουλάει πανέρια μες στην άγρια νύχτα-σεξισμός λέγεται. Χώρια του ότι σπανιότατα θα πετύχει κανείς άντρα να πουλά λουλούδια. Κάποτε, ο Γιώργος Μαζωνάκης είχε αγόρια και η Πέγκυ Ζήνα επίσης. Ο Άγγελος είχε δουλέψει μαζί της για μια σεζόν και λέει στο Olafaq: «Οι νέοι άντρες τότε πουλούσαμε λουλούδια κυρίως σε πλούσιες, γοητευτικές κυρίες οι οποίες ήθελαν κι άλλα από εμάς. Περνούσαμε καλά, δεν μπορώ να πω.»
«Το στίγμα, όμως, για έναν άντρα εργαζόμενο που φεύγει με μια γυναίκα πελάτισσα μετά το σχόλασμα είναι ανύπαρκτο. Μια κοπέλα που θα το κάνει αυτό θα σχολιαστεί και θα δώσει στόχο. Δεν είναι το ίδιο για εμάς, οι περισσότερες τα προσέχουμε πολύ αυτά», επισημαίνει η Αλεξάνδρα.
Λουλουδούδες, αξίζετε τον σεβασμό μας. Η δουλειά σας είναι δύσκολη και απαιτητική. Η νύχτα παράξενη. Και ίσως κανένας από τους πελάτες που κάνουν τις μεγάλες ζημιές δεν θα διαβάσει αυτό το κείμενο.