To όνομά του του είναι άγνωστο εκτός ΗΠΑ: λέγεται Ρότζερ Σαρπ και ήταν αυτός που, στα 25 του χρόνια, το 1976, τόλμησε και τα έβαλε με κοτζάμ Δημοτικό Συμβούλιο της Νέα Υόρκης με έναν και μόνο (του) σκοπό: να σώσει τα αγαπημένα του «φλιπεράκια», το γνωστό pinball από την εξαφάνιση και την ανυποληψία, την οποία είχε διατάξει, με νόμο, από το 1942 κιόλας, ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης.
Ο τότε δήμαρχος της αμερικανικής μητρόπολης έθεσε εκτός νόμου τα φλιπεράκια, ως «μια επικίνδυνη εστία διαφθοράς για τους νέους».
Για περισσότερο από 30 χρόνια, η αμερικανική νεολαία έπαιζε pinball σε υποφωτισμένα και μυστικά δωμάτια των καταστημάτων διασκέδασης, των γνωστών arcade rooms της Νέας Υόρκης, λες και ζούσαν… στην εποχή της ποτοαπαγόρευσης την δεκατία του ’20.
Το 1976, ο τότε 25χρονος Σαρπ απέδειξε με έναν πολύ έυσχημο τρόπο στο Δημοτικό Συμβούλιο της Νέας Υόρκης ότι το φλιπεράκι δεν ήταν, όπως ισχυρίζονταν πολλοί, επικίνδυνο, αλλά μια ξεκάθαρη επίδειξη δεξιοτεχνίας του εκάστοτε παίκτη του. Ο Σαρπ και το φλιπεράκι εν γένει δικαιώθηκαν πανηγυρικά και ο ίδιος έγινε γνωστός στις ΗΠΑ ως «ο άνθρωπος που έσωσε το pinball από την ανυποληψία και την εξαφάνιση».
Πριν λίγο καιρό, οι σκηνοθέτες Οστιν και Μέρεντιθ Μπραγκ πλησίασαν τον Σαρπ για να του ζητήσουν να τους πει την ιστορία του στην ταινία τους υπό τον τίτλο «Pinball: The Man Who Saved the Game» («Φλιπεράκι: Ο άνθρωπος που έσωσε το παιχνίδι»), έγραψε η Washington Post.
Στην αρχή ο ίδιος ήταν διστακτικός, καθώς τους είπε: «Ποιος ενδιαφέρεται για εμένα; Εγώ δεν είμαι παρά ιστορική υποσημείωση». Ωστόσο, και υπό την πίεση των δυο σκηνοθετών, ο Σαρπ τελικά υποχώρησε και η ταινία γυρίστηκε και κυκλοφόρησε πριν μερικές εβδομάδες και μετράει ήδη πολλές επιτυχημένες προβολές σε επιλεγμένους κινηματογράφους των ΗΠΑ.
Για την ιστορία, να πούμε ότι ο πρόγονος του φλίπερ εμφανίζεται στα τέλη του 17ου και τις αρχές του 18ου αιώνα στη Γαλλία ως «Bagatelle», κάτι σαν υβρίδιο μεταξύ φλίπερ και μπιλιάρδου καθώς ο παίκτης χτυπούσε τις μπάλες με τη στέκα και προσπαθούσε να τις βάλει σε ειδικές υποδοχές.
Η μεγάλη αλλαγή συμβαίνει το 1871 όταν ο βρετανός εφευρέτης Montague Redgrave εισάγει το σπειροειδές ελατήριο και το έμβολο, αντικαθιστά τις μπάλες με σφαιρίδια και δίνει στο μηχάνημα μια κλίση.
Τα πρώιμα αυτά pinballs γενικεύτηκαν κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1920 στην Αμερική ενώ το 1931 εμφανίζεται το πρώτο φλίπερ με κερματοδέκτη από την αμερικανική Automatic Industries, ονόματι «Whiffle Board».
Η βιομηχανία του pinball εκτοξεύτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1930 με την εμφάνιση μιας νέας εκδοχής του, του «Ballyhoo», το οποίο κατασκεύασε ο Raymond Maloney και ο οποίος το έβγαλε στην ευρεία παραγωγή.
Το 1935 εισάγονται στο φλιπεράκι τα πολύχρωμα φωτάκια και ο φωτιζόμενος πίνακας του σκορ και το παιχνίδι «απογειώθηκε» καθώς μόνο στις ΗΠΑ την χρονιά εκείνη λειτουργούσαν περισσότεροι από 145 διαφορετικοί κατασκευαστές φλίπερ και οι περισσότεροι είχαν μάλιστα έδρα το Ιλινόις και την ευρύτερη περιοχή του Σικάγο.
Τα φλιπεράκια γνώρισαν μεγάλη άνθηση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς η δεκαετία 1950-60 χαρακτηρίζεται ως η «χρυσή εποχή» του, καθώς πολλοί νέοι που μεγάλωναν την εποχή εκείνη, σύχναζαν σε τέτοιους χώρους προκειμένου να παίξουν pinball.
Ενας από τους νέους αυτούς ήταν και ο, τότε βρετανός πιτσιρικάς, Πιτ Τάουνσεντ, ο οποίος κατόπιν, ως κιθαρίστας του συγκροτήματος των The Who συνέλαβε και υλοποίησε μια από τις πρώτες «ροκ όπερες», το «Tommy» του 1969, με πρωταγωνιστή ένα τυφλό και κωφάλαλο παιδί που, ωστόσο, και παρόλο που έχει χάσει τις βασικές του αισθήσεις, είναι «άσος» στο φλιπεράκι.
Το 1970 κυκλοφόρησαν και τα πρώτα αμιγώς ηλεκτρονικά φλίπερ, ενώ η οριστική δικαίωση για τα Pinballs ήρθε το 1976, όταν η Νέα Υόρκη ήρε την απαγόρευση του φλίπερ αποδεχόμενη πως ήταν τελικά ένα παιχνίδι δεξιότητας και η βιομηχανία πήρε και πάλι τα «πάνω της».