Ένας άνδρας και ο κουφός σκύλος του, ο Φρίξος
Ο πρώην σύντροφός μου και το κουφό γαλλικό μπουλντόγκ του, ο Φρίξος, που θα εκνεύριζε ακόμα και άγιο, συνεχίζουν να ζουν ακόμα μαζί μου. Ο «γλυκούλης σκύλος», όπως τον αποκαλούν πολλοί, μου έχει σπάσει τα νεύρα.
Ακόμα και όταν τον καλοπιάνω με μικρές λιχουδιές από συκώτι κοτόπουλου και χρησιμοποιώ τη νοηματική γλώσσα που ελπίζω να λέει: «Σταμάτα να χέζεις στη μέση του σαλονιού μου», τα δοντάκια του μου αρπάζουν τις λιχουδιές μέσα από τα χέρια χωρίς να μου δίνει καμία απολύτως σημασία.
Με κοιτάζει σαν να θέλει να μου πει: «Δεν σου δίνω καμία μα καμία σημασία. Θα κάνω την ανάγκη μου όπου και όποτε γουστάρω. Πάντα εμένα θα επιλέγει. Θα κάνω ό,τι θέλω».
Σήμερα ήταν μια πραγματική πρόκληση. Μετά από έναν σκυλοκαβγά, η σκληροπυρηνική Δαλματία του 6ου ορόφου, έμοιαζε σα να πήρε ένα κομμάτι από το πρόσωπο του Φρίξου. Ένιωσα άσχημα για τον Φρίξο, αλλά το μάτι του ήταν πραγματικά αηδιαστικό, οπότε τόνισα στον πρώην μου ότι έπρεπε να τον πάει άμεσα στον κτηνίατρο.
Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να ακυρώσει μερικούς από τους ασθενείς του και τα εβδομαδιαία ψώνια που είχε προγραμματίσει.
Ψώνια
Για κάποιο λόγο, τα ψώνια έχουν γίνει μεγάλη υπόθεση γι’ αυτόν. Σχεδιάζει μενού και γράφει οργανωμένες λίστες με διάφορα χρώματα στυλό και μαρκαοράκια, που μοιάζουν με σημειώσεις πρωτοετούς φοιτήτριας παιδαγωγικών. Υποψιάζομαι ότι αυτή είναι μια συμπεριφορά που ανέπτυξε όταν ζούσε μαζί της. Αλλά δεν είμαι και σίγουρη.
Όσο το συνεχίζει, δεν με νοιάζει, γιατί δεν έχω δει το εσωτερικό ενός σουπερμάρκετ από τότε που με χωρίσαμε.
Αργότερα το βράδυ, ο πρώην μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι καθυστέρησαν στον κτηνίατρο. Περίμεναν δύο νέες συνταγές «για να βοηθήσουν τον Φρίξο με τον πόνο και να τον ηρεμήσουν». «Τι; Έλεος ρε Κώστα, εγώ παίρνω αυτά τα ίδια ακριβωώς φάρμακα».
Αλλά ο πρώην μου δεν έδινε μία για το γεγονός ότι η πρώην σύντροφός του και ο νυν σκύλος του έπαιρναν τα ίδια χάπια. Είχε απλά φρικάρει ότι θα έχανε τα ψώνια, πράγμα που σήμαινε ότι θα χάναμε το δείπνο, λες και θα συνέβαινε κάτι τρομερό. «Μην ανησυχείς», τον παρηγόρησα. «Θα φτιάξω τον σολομό με κρέμα και ρύζι που σου αρέσει». Σιωπή.
«Ξέρεις, σιγοψήνω τον σολομό σε γάλα και λίγη φυτική κρέμα και το ρίχνω πάνω σε λευκό ρύζι κι από κει στο μικροκυμάτων». Σιωπή… Τότε είπε: «Ας πούμε ότι αυτό το πιάτο δεν είναι κι από τα καλύτερά σου».
«Θα μπορούσες να είχες πει κάτι. Εννοώ, ήμασταν μαζί ένα εκατομμύριο χρόνια».
Αλλά ήταν αλήθεια, οπότε δεν προσβλήθηκα και παραδέχτηκα: «Εντάξει, τότε απλά σταμάτα στα McDonald’s. Θα πάρω ένα cheeseburger και μια μεγάλη κόκα κόλα».
«Μάρθα, μας τελειώνει σχεδόν το χαρτί υγείας!» διαμαρτυρήθηκε.
Υπέκυψα. «Η λίστα είναι στο τραπέζι της τραπεζαρίας», είπε. Μόνο όταν πάρκαρα στο σουπερμάρκετ συνειδητοποίησα ότι είχα ξεχάσει την αναθεματισμένη λίστα με τα ψώνια του. Θα έπρεπε να τα καταφέρω και αυτός και το σκυλάκι του θα έπρεπε να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό.
Σκεπτόμενη τον σκύλο, θυμήθηκα τις κοινές μας φαρμακευτικές συνταγές και καταράστηκα τον εαυτό μου που φεύγοντας από το σπίτι δεν πήρα ένα από αυτά τα θαυματουργά χαπάκια. Αισθανόμουν κάπως στρεσαρισμένη.
Αυτό το ζευγάρι
Ένα ζευγάρι μπροστά μου προσπαθεί να βγάλει ένα πεισματάρικο καρότσι από την σήραγγα με τα καρότσια. Γελούν όταν αυτό ελευθερώνεται από τα άλλα. Ο τύπος τραβάει ένα και για μένα. Τον συμπαθώ αμέσως. Πηγαίνουν προς τον μεσαίο διάδρομο. Δεν είναι ο τρόπος που θα ψώνιζα εγώ, αλλά ποιος ασχολείται. Είναι πασιφανές ότι τα ψώνια στο σουπερμάρκετ είναι γι’ αυτούς μια ευκαιρία για χαρά, μια ευκαιρία για τρυφερότητα.
Εκείνη χαϊδεύει τα ροδάκινα και εκείνος μυρίζει τον φρέσκο βασιλικό. Επιλέγει δύο αστακούς. Αστακούς! Ο υπάλληλος φτάνει στη δεξαμενή και τους τοποθετεί περήφανα σε μια καφέ σακούλα που σπαρταράει μέσα στο καρότσι.
Φιλιούνται με όρεξη, λες και τους έχουν πιάσει οι ίδιοι και γιορτάζουν μια μικρή νίκη. Μετά κάνουν ζιγκ ζαγκ μπρος-πίσω, αφήνοντας τις επιθυμίες τους να κυριαρχήσουν πάνω από τις πρακτικές τους ανάγκες.
Αρχίζω να έχω σοβαρές υποψίες ότι τους ακολουθώ. Κάποιος θα μπορούςε να πει ότι τους παρακολουθώ. Αλλά είναι μια μαγνητική γοητεία και μια θολή ανάμνηση που με ωθεί.
Δεν μπορώ να σταματήσω τον εαυτό μου.
Κρασί
Όταν πλησιάζουν στο μεγάλο τμήμα με τα κρασιά, ο ταμίας αναλαμβάνει αμέσως δράση. Τους δίνει δείγματα και συζητούν για το γενεαλογικό δέντρο του κρασιού. Και μετά αλείφει μπρι σε κρακεράκια. Σίγουρα θα ήθελα λίγο μπρι. Είμαι ακριβώς πίσω τους. Δεν μου προσφέρουν ούτε ένα ψίχουλο. Ούτε ο Κώστας ούτε εγώ πίνουμε κρασί. Αλλά ίσως αν αγοράσω ό,τι κι εκείνοι, έτσι ίσως να μεταφερθεί και σε μάς η δίψα τους για ζωή (και του ενός τον άλλον). Παραλίγο να πνιγώ με την τιμή. Ήθελα να φαίνομαι cool, αλλά όχι για 40 Ευρώ.
Έτσι, κοιτάζω γύρω μου και σταματάω αμέσως. Υπάρχει ένα Chardonnay στα 12,95 ευρώ που ονομάζεται (ορκίζομαι στο Θεό) “Bad Dog”.Το σκίτσο στην ετικέτα με έναν κοκαλιάρη σκύλο είναι απλά αξιοθρήνητο.
Το μόνο που εισπράττω από τον σομελιέ του τμήματος, είναι ένα απαξιωτικό βλέμμα. Προφανώς, το κρασί για μερικούς είναι σοβαρή υπόθεση, κι έτσι αποφάσισα να φύγω όπως – όπως και να μην πάρω καθόλου μπρι.
Φράουλες
Κρατάει μια τεράστια, ζουμερή φράουλα που μοιάζει σαν να είναι έτοιμη να εκραγεί. Βυθίζει τα δόντια της μέσα της και κλείνει τα μάτια της καθώς ρουφά την οργασμική της γεύση. Γελάει, παίρνει ένα χαρτομάντιλο από την τσάντα της για να σταματήσει το ρυάκι του χυμού που τρέχει από τα χείλη της στο λαιμό της.
Στη συνέχεια, αυτοσ σκύβει προς τα εμπρός και γλείφει το λαιμό τησ. Ένα μακρύ, αργό γλείψιμο. Ανατριχιάζει από την απόλαυση της γεύσης της φράουλας και το γαργάλημα που ένιωθε στη γλώσσας του.
Στέκομαι εκεί, κοιτάζοντας. Θέλω να τους κλωτσήσω. Όχι επειδή δεν μου αρέσουν. Επειδή θέλω να γίνω σαν κι αυτούς.
Ένα παράθυρο στην ψυχή μου
Υπάρχει αυτό το μικρό παράθυρο στην ψυχή μου που ανοίγει σε μια μοναξιά – της χαμένης νιότης, της άγριας εγκατάλειψης, του αχαλίνωτου ενθουσιασμού και μιας καρδιάς που δεν αμφιβάλλει ποτέ για τη σταθερότητά της. Η δύναμη του συνδετικού της ιστού δεν αφήνεται ποτέ στην κυριαρχία του χρόνου, της απροσεξίας ή της ανεμελιάς.
Πούλησέ μου αυτή τη λαγνεία, όχι μόνο αυτή τη γαμημένη λαγνεία, αλλά και το θαύμα του να μην παρακολουθείς απλώς τον κόσμο, αλλά να βρίσκεσαι εντός του. Άγρια, αψηφώντας τις συμβάσεις, σαν μια μη συνειδητή απόρριψη των περιορισμών του πόνου και της ηλικίας.
Το ξέρω αυτό το ζευγάρι. Θα βιαστούν να γυρίσουν σπίτι και θα νιώσουν μια επείγουσα ανάγκη, που θα υπερβαίνει την ανάγκη για φαγητό. Οι σακούλες του σουπερμάρκετ μόλις και μετά βίας θα προλάβουν να περάσουν την πόρτα. Θα πετάξουν τα κρύα τρόφιμα στην κατάψυξη, θα ρίξουν τους αστακούς στο νεροχύτη και θα ξεσκιστούν τις σκάλες.
Οι τολμηρές μπλε ορτανσίες θα στέκονται όρθιες σαν φρουροί φουντωτές και ψηλές μέσα στη σακούλα. Είναι πλούσιες, δυνατές και υπομονετικές. Απόδειξη της μαγείας της στιγμής. Η μαγεία δεν εξαφανίζεται σε μια στιγμή. Γίνεται τόσο βουβή που ξεγλιστράει, πριν συνειδητοποιήσεις ότι η σχέση σου έχει αρχίσει να πεθαίνει.
Όπως το κρύο φαγητό που λιώνει στις σακούλες, όπως τα χρόνια που δεν ήξερες ότι ο σολομός με κρέμα είναι αηδιαστικός, όπως το να βλέπεις τα ψώνια ως αγγαρεία και όχι ως περιπέτεια, δεν αισθάνεσαι το τσίμπημα της απώλειας παρά μόνο πολύ αργότερα. Σταματώ στον διάδρομο με τις σούπες. Τα μάτια μου τσούζουν. Νιώθω μια λαχτάρα που απέχει μια ανάσα από τον πόνο. Σκύβω πάνω από το καρότσι και βεβαιώνομαι ότι έχω το πορτοφόλι μου. Η λίστα με τα ψώνια είναι εκεί. Είναι πολύ αργά για να την ακολουθήσω, αλλά με αιχμαλωτίζει ούτως ή άλλως.
Η γραφή του είναι τόσο σχολαστική και οργανωμένη. Σχεδίασε επτά πλήρη δείπνα. Γεύματα που πραγματικά σκέφτηκε. Γεύματα που θα φτιάξει με εξοργιστικά προσεκτική ακρίβεια. Θα είναι σίγουρα πεντανόστιμα.
Θα θέλει να ξέρει αν πραγματικά μου αρέσουν. Και γνωρίζοντας ότι είμαι καλοφαγού, κάθε φορά που λέω «ναι», είναι σαν να έχει κερδίσει έναν διαγωνισμό με τον ίδιο του τον εαυτό.
Δεν θα ξεσαλώνουμε με κρασιά γύρω από το τραπέζι, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Θα προσπαθήσει να με φροντίσει. Είναι μια διαφορετική αγάπη. Θα με στηρίξει. Θα είμαι ευγνώμων. Θα είναι ευχαριστημένος.
Χωρίσαμε πριν από λίγα χρόνια. Κάποια κομμάτια τησ αγάπης μας δεν θα επιστρέψει ποτέ. Μόλις τώρα αρχίζω να σηκώνομαι όρθια από την άσχημη πτώση μου. Δεν είναι από τις καταστάσεις που θα διορθωθούν με μερικές ειλικρινείς συγγνώμες.
Η συγχώρεση είναι περισσότερο ένα οδοιπορικό, μια ανάβαση, ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα, όπου μια καρδιά μεταπηδά από το ένα μικρό μαξιλαράκι στο άλλο καθώς αναρρώνει από το τραύμα της.
Είναι μια άσκηση μνήμης του παρελθόντος και εξερεύνησης ενός δυνητικού μέλλοντος. Σημαίνει να στέκεσαι δυνατός στο παρόν, να δέχεσαι τα χτυπήματα και τις γκάφες, τις παλιές ενοχλήσεις, αλλά και την χαρά της αλλαγής με το να παίρνεις νέα ρίσκα. Τα ταξίδια μας συνεχίζονται. Καθώς οδηγώ στο σπίτι, με σακούλες γεμάτες ένα σωρό προϊόντα, τρόφιμα και ποτά που δεν ήταν στη λίστα, σκέφτομαι τα «νεανικά μας χρόνια» – τη νεανική μας ενόρμηση, την ελεύθερη έκφραση της επιθυμίας, της περιέργειας, το λιβιδινικό πάθος, την δίψα του ενός για τη γυμνή σάρκα του άλλου και της αποκλειστικότητας. Και σκέφτομαι το «τώρα». Και καθώς οι άγριες ορτανσίες μου ξεχύνονται στην αγκαλιά μου, η θλίψη πλέκεται με μια γλυκιά χαρά.
Δείτε επίσης: Μια σύντομη ερωτική ιστορία με μπόλικο cybersex, Beatles, Stones, Iggy Pop και Pink Floyd