Λίγα μαγαζιά της νυχτερινής Αθήνας έχουν καταφέρει αυτό που κατόρθωσε το Palenque σχεδόν σε τρεις δεκαετίας ζωής. Να συστήσει στο αθηναϊκό κοινό τη μουσική και την κουλτούρα μιας άλλης ηπείρου και ταυτόχρονα να χτίσει μια τόσο ισχυρή κοινότητα ανθρώπων που έχουν δεθεί με πανίσχυρους δεσμούς ακόμη κι αν χάνονται και βρίσκονται και χάνονται ξανά μέσα στο πέρασμα των χρόνων.
Κοιτάζοντας τις φωτογραφίες του Βασίλη Σταματίου, resident dj του Palenque από το 1997 και απόλυτου γνώστη της λατινοαμερικάνικης μουσικής συγκινήθηκα. Πολλές γνωστές και αγαπημένες φυσιογνωμίες, μουσικοί, χορευτές, θαμώνες, dj, μετέπειτα ιδιοκτήτες άλλων λατινάδικων είναι εκεί, όλοι με μια έκφραση χαράς στο πρόσωπο. Πουθενά αλλού δεν έχω δει τόσους ανθρώπους να χορεύουν χαμογελώντας.
Το Palenque άνοιξε τις πόρτες του στις 27 Οκτωβρίου του 1994 και σταδιακά κατέκτησε το δικό του φανατικό κοινό. Η φήμη του εκτοξεύτηκε στις αρχές του 2000, κανείς δεν ξεχνά τις Τετάρτες, βραδιές που έπαιζε ο Σταματίου, αλλά και τα live της Παρασκευή και του Σαββάτου. Ο κόσμος γέμιζε ασφυκτικά το μαγαζί, η ουρά στη Φαραντάτων ήταν σταθερά εκεί. Ύστερα ήρθε η κρίση, κάποιες μεταστεγάσεις, η νέα σταθερή στέγη στην Ούλοφ Πάλμε έδωσε νέα ώθηση στο Palenque αλλά κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τον κορονοϊό. Πώς μπορούσε να λειτουργήσει ένας χώρος που βασιζόταν στον χορό και στο ξεφάντωμα μέχρι το πρωί όταν απαγορεύτηκε η μουσική και το λουκέτο έμπαινε τα μεσάνυχτα;
Το Palenque έκλεισε επί 2,5 χρόνια λόγω των μέτρων κατά του covid, πριν λίγες όμως εβδομάδες άνοιξε ξανά και οι φίλοι της λάτιν μουσικής ανανέωσαν το ραντεβού με το αγαπημένο τους στέκι. Με την αφορμή αυτή το Olafaq μίλησε με τον ιδιοκτήτη Βασίλη Κουνενή, τον dj Βασίλη Σταματίου, τον μουσικό Pedro Fabian και τη θαμώνα Τάνια Στυλιανίδου, που μοιράζονται μαζί μας όσα έχουν ζήσει μέσα στο ναό της λατινοαμερικάνικης κουλτούρας.
Ο ιδιοκτήτης Βασίλης Κουνενής ανατρέχει μαζί μας στους κυριότερους σταθμούς της πορείας του Palenque: «Για μένα προσωπικά υπάρχουν πολλοί σημαντικοί σταθμοί στην πορεία του Palenque και αναφέρουμε κυρίως στα live των μεγάλων μουσικών που φέρναμε από το εξωτερικό. Εκτός από τα live στο Palenque κάναμε και συναυλίες εκτός, για παράδειγμα στον Λυκαβηττό, στο θέατρο Βράχων, στην Αρχαία Ολυμπία. Το ότι φέραμε το 1999 τους Los Van Van ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Ήταν σπουδαίο ότι ήρθε ένα τόσο σημαντικό συγκρότημα από την Κούβα, 15 άτομα μουσικοί, συν τον μάνατζερ, συν τρεις συνοδούς. Υπήρχαν βέβαια και άλλα πολύ αξιόλογα πρόσωπα που ήρθαν στο Palenque όπως οι Ray De La Paz, Larry Harlow, Alfredo De La Fé, Frankie Vasquez, Herman Olivera. Mιλάμε δηλαδή για μουσικούς που έχουν πάρει Grammy, που είναι παγκοσμίως γνωστοί στο λάτιν κοινό, άγνωστοι όμως στην Ελλάδα. Τους ξέρουν κυρίως όσοι ασχολούνται με αυτή τη μουσική».
Ο Βασίλης Σταματίου θυμάται την πρώτη πρώτη του ανάμνηση από το μαγαζί «Ήταν μια βραδιά Τετάρτης τον Νοέμβριο του 1994, με DJ τον Jesus Tito Molina, τον πρώτο DJ του Palenque, και γενικότερα τον πρώτο λάτιν DJ στην Ελλάδα. Το Palenque είχε ανοίξει μόλις μία-δύο εβδομάδες νωρίτερα και εκείνο το βράδυ είχε μόλις καμιά εικοσαριά πελάτες. Εγώ ήδη ήμουν πολύ μέσα στη λατινοαμερικάνικη μουσική τότε, είχα εκπομπή στον αλήστου μνήμης Jazz Fm με τέτοια μουσική, έπαιζα περιστασιακά ως DJ και πήγαινα τακτικά στις λάτιν βραδιές σε άλλα μαγαζιά, που ξεκίνησαν γύρω στο 1991, αλλά θυμάμαι ότι το Palenque με το όνομα και την διακόσμηση του ήταν το πρώτο που μου έδωσε μια πραγματική αίσθηση Λατινικής Αμερικής» και συμπληρώνει με τις αναμνήσεις του από την παρθενική του εμφάνιση ως dj στο Palenque «ήταν τον Οκτώβριο του 1997. Προηγουμένως είχα παίξει κάποιες φορές ως μουσικός στο μαγαζί, όμως η σταδιοδρομία μου στο πόστο του DJ του Palenque ξεκίνησε ένα βράδυ Δευτέρας που τότε, για όσους γεννήθηκαν αργότερα, ήταν μια ημέρα της εβδομάδας που ο κόσμος έβγαινε κανονικά για βράδυ και φυσικά όλα τα μπαρ ήταν ανοιχτά. Το concept της βραδιάς ήταν αποκλειστικά κουβανέζικη μουσική που έφερνα τότε από τα ταξίδια μου στην Κούβα, οπότε ήταν η πρώτη αμιγώς κουβανέζικη βραδιά στην ελληνική λάτιν ιστορία. Την πρώτη βραδιά είχαμε νομίζω 5 πελάτες, αλλά μετά άρχισε να έρχεται περισσότερος κόσμος. Ωστόσο εκεί που έγινα περισσότερο γνωστός ως DJ του Palenque ήταν το 1999, όταν ανέλαβα την Τετάρτη, που ήταν παραδοσιακά η πιο δυνατή λάτιν χορευτική βραδιά στο Palenque και στην Αθήνα. Κράτησα την Τετάρτη για μία δεκαετία, ως το 2009. Την παρέλαβα ήδη δυνατή από τον Jesus Tito Molina, αλλά τολμώ να πω ότι στη δική μου δεκαετία έφτασε στο αποκορύφωμα της και έγινε, νομίζω, η πλέον θρυλική βραδιά στην αθηναϊκή λάτιν ιστορία. Υπήρχαν φορές που το μαγαζί ήταν ασφυκτικά γεμάτο μέσα, μιλάμε για 150 άτομα που ίσα-ίσα χωρούσαν να κουνηθούν, και έξω στη Φαραντάτων περίμεναν άλλοι 40-50 για να δεήσει να τους επιτρέψει η Τζένη (η αμείλικτη πορτιέρισσα) την είσοδο. Συχνά μέναμε ανοιχτοί ως τις 5-6 το πρωί, έρχονταν πολλοί Λατινοαμερικάνοι ποδοσφαιριστές που έπαιζαν στις ομάδες της Αθήνας και του Πειραιά, μουσικοί απο λάτιν μπάντες, Λατινοαμερικάνοι χορευτές απο διάφορα μπαλέτα και πίστες της Αθήνας, κυριολεκτικά γινόταν Ο χαμός!»
Ο μουσικός Pedro Fabian που παίζει κυρίως κρουστά αλλά και κάποια άλλα παραδοσιακά όργανα του Περού, της πατρίδας του, έχει ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό με το Palenque «Το Palenque ήταν η αφετηρία της δραστηριότητάς μου, ως μουσικού, μου εδώ στην Ελλάδα. Ήρθα στη χώρα το 1995 και ένα χρόνο μετά ξεκίνησα να παίζω στο Palenque. Ήμουν σε διάφορα συγκροτήματα που έπαιζαν λάτιν, παραδοσιακή μουσική από το Περού, φλαμένγκο και αφροκουβανέζικη. Εγώ συμμετείχα σε διάφορα σχήματα μέχρι το 2002, και τότε το Palenque άρχισε σταδιακά να δημιουργεί ένα συγκρότημα τους Latin All Star όπου συμμετείχαν μουσικοί που όλα τα προηγούμενα χρόνια έπαιζαν συχνά live στο μαγαζί, είχαν ήδη δηλαδή χτίσει μια σχέση. Στους Latin All Star συμμετείχα δύο χρόνια, με το καιρό εντάχθηκαν περισσότεροι Κουβανοί στο σχήμα που κατείχαν καλύτερα τη σάλσα και την αφροκουβανέζικη».
Τι ήταν όμως αυτό που του έκανε αρχικά εντύπωση και πώς το Palenque άλλαξε τα δεδομένα «Όταν ήρθα στην Ελλάδα μου φάνηκε περίεργο που οι Έλληνες θεωρούσαν ότι η λάτιν μουσική είναι αυτά που ακούτε στα καρναβάλια. Αυτά είναι τραγούδια που δεν τα ακούμε ούτε στο Περού, ούτε πουθενά στη Λατινική Αμερική. Το Palenque εξ αρχής ξεχώριζε γιατί η μουσική που έπαιζε ήταν πραγματικό κομμάτι της λατινοαμερικάνικης κουλτούρας, ήταν και είναι η μουσική που ακούμε στην Κολομβία, στη Βενεζουέλα, στο Πουέρτο Ρίκο, στη λάτιν κοινότητα της Νέας Υόρκης. Ουσιαστικά το Palenque εκπαίδευσε τον κόσμο που άρχισε σιγά σιγά να ξεχωρίζει τα “καρναβαλίστικα” από τη μουσική που ακούγαμε, παίζαμε και χορεύαμε στο Palenque.Από τις αρχές του 2000 το Palenque πήρε τόση φόρα που δεν χωρούσαμε να μπούμε μέσα, η ουρά στη Φαραντάτων ήταν τεράστια. Οι Έλληνες έχουν το ανοιχτό μυαλό που χρειάζεται για να ενταχθούν σε μουσικές που δεν είναι του τόπου τους, εννοώ ότι βλέπω κοπέλες να χορεύουν φλαμένγκο σαν Ισπανίδες˙ και στη σάλσα βλέπεις Έλληνες και Ελληνίδες που χορεύουν τόσο ωραία, με τόση αφοσίωση και αγάπη και χαίρομαι για το πόσο ταιριάζει το ταπεραμέντο τους με το λατινοαμερικάνικο».
Η Τάνια Στυλιανίδου πηγαίνει στο Palenque εδώ και 23 χρόνια. Αφηγείται τις αναμνήσεις της από την περίοδο που το πρωτοανακάλυψε «Θυμάμαι περισσότερο τη λαχτάρα που είχα όταν έφτανα έξω από το μαγαζί, άνοιγε η πόρτα κι ακουγόταν από μέσα η μουσική. Είχα τέτοια ανυπομονησία να μπω να χορέψω που σχεδόν έτρεχα βγάζοντας τα πανωφόρια μου για να προλάβω το τραγούδι» και συμπληρώνει ότι δεν μπορεί να διαλέξει μόνο μία αγαπημένη βραδιά μέσα στα τόσα χρόνια: «Ξεχωρίζω τα live του Isaak Delgado που καθόταν μετά να πιει το ποτό του και μας έλεγε ιστορίες από την Κούβα και τις συναυλίες του. Τις βραδιές με έναν από τους πιο γνωστούς Νεοϋορκέζους DJ Henry Knowles που έπαιζε σάλσα dura non stop κι εμείς λιώναμε τα κορμιά μας στην πίστα (ρουφάγαμε κανα ρούμι στα πεταχτά μην πάθουμε αφυδάτωση). Μα πιο πολύ θυμάμαι τις βραδιές που μαζευόμασταν φίλοι από τα παλιά και γλεντούσαμε μέχρι τελικής πτώσης. Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι η βραδιά που διοργανώθηκε με σκοπό να μαζευτούν χρήματα για τον παλιό καβαλιέρο και καλό μου φίλο που αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας. Τότε είχαμε μαζευτεί όλες οι παλιοκαραβάνες του λάτιν και είμασταν συγκινημένοι αλλά και χαρούμενοι που βρεθήκαμε μετά από τόσα χρόνια για να διασκεδάσουμε και να βοηθήσουμε το φιλαράκι μας».
Οι σχέσεις -φιλικές, αισθηματικές- που γεννήθηκαν μέσα στο Palenque αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του. Ο Βασίλης Κουνενής λέει: «Τώρα που το Palenque άνοιξε ξανά μετά από 2,5 χρόνια σιγής ήρθαν φίλοι, δεν θέλω να τους λέω πελάτες, που ήταν θαμώνες πριν πολλά χρόνια αλλά λόγω υποχρεώσεων είχαν χαθεί. Αυτοί οι άνθρωποι στήριζαν το μαγαζί παλιά αλλά φάνηκε ότι θέλουν και τώρα να το στηρίξουν. Κάποιοι από αυτούς είχαν πολύ καιρό να ειδωθούν και μεταξύ τους, πέρασαν ωραία βρίσκοντας ξανά παλιούς φίλους, γνώρισαν και νέο κόσμο. Το Palenque ανέκαθεν ήταν ένα μαγαζί που ο κόσμος ένιωθε άνετα, το λέω και για τις γυναίκες που ίσως έχουν δυσκολευτεί σε άλλα μαγαζιά είμαστε χαρούμενοι που οι κοπέλες πάντα ένιωθαν και νιώθουν ότι το κλίμα είναι φιλικό και το περιβάλλον ασφαλές. Αυτή την αίσθηση έχουμε αλλά είναι κάτι που μας μεταφέρουν και οι ίδιες οι φίλες που έρχονται ξανά και ξανά» και ο Βασίλης Σταματίου στην ερώτησή μου για το ποια συνάντηση που έγινε στο χώρο του Palenque και τον έχει σημαδέψει απαντά με το χέρι στην καρδιά: «Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, αναγκαστικά θα αναφέρω την γυναίκα που παντρεύτηκα. Εκτός εκείνης όμως, έκανα καλούς φίλους, γνώρισα σημαντικούς ανθρώπους, έσφιξα το χέρι σε καλλιτέχνες που θαύμαζα. Όλο το Palenque, τελικά, με έχει σημαδέψει».
Όπως ανέφερε πρωτύτερα ο Pedro το Palenque ήταν το μαγαζί που σύστησε στο αθηναϊκό κοινό την λατινοαμερικάνικη κουλτούρα και μουσική. Ο Βασίλης Σταματίου είναι λίγο πιο αναλυτικός: «Το Palenque υπήρξε το πιο σημαντικό και επιδραστικό σημείο αναφοράς μεταξύ 1995-2010 στον χώρο της λατινοαμερικάνικης μουσικής και διασκέδασης, κυρίως επειδή έριχνε πάντα το βάρος στη μουσική ως κομμάτι της λατινοαμερικάνικης κουλτούρας και τέχνης, δίνοντας χώρο σε πολύ ποιοτικά και εξειδικευμένα ακούσματα, όπως και αξιόλογους καλλιτέχνες απο την Ελλάδα και άλλες χώρες, τους οποίους μάλιστα πλήρωνε πολύ καλά (ειδικά με τα σημερινά δεδομένα!) για να παρουσιάσουν την δουλειά τους στο ελληνικό κοινό. Έφερε, δηλαδή, πολύ κόσμο σε επαφή με την καλύτερη δυνατή πλευρά της λατινοαμερικάνικης μουσικής τέχνης, πλάθοντας ένα κοινό που κατά κάποιο τρόπο “καλόμαθε” στην ποιότητα και, ξέρω τι σας λέω, σήμερα δυσκολεύεται ιδιαίτερα με την γενικά πιο εμπορική τροπή που έχει πάρει η λάτιν μουσική που ακούγεται στα περισσότερα μαγαζιά του είδους. Υπήρξε επίσης πρωτοποριακό στη μετάκληση σημαντικών καλλιτεχνών της salsa σκηνής που εμφανίστηκαν στο Palenque συνοδευόμενοι από άλλη μια πρωτιά του Palenque, την δική του επαγγελματική ορχήστρα, τους Palenque All Stars, μια μπάντα απο τους καλύτερους λάτιν μουσικούς της Ελλάδας την εποχή εκείνη που συγκροτήθηκε ακριβώς για να συνοδεύει τα μεγάλα ονόματα, αλλά και εμφανίζεται σταθερά κάθε Παρασκευή και Σάββατο live στο μαγαζί. Τέλος, υπήρξε και το πρώτο λάτιν κλαμπ που έφερε μεγάλους DJ απο το εξωτερικό, σε μια εποχή που αυτή η πρακτική ήταν εντελώς άγνωστη στην Ελλάδα. Συνυπολογίζοντας όλα αυτά, το Palenque όχι απλώς διασκέδασε, αλλά κυριολεκτικά υπήρξε το πανεπιστήμιο της λάτιν μουσικής και ιδίως της salsa για μια ολόκληρη γενιά Αθηναίων, που “έχτισαν” την σχέση τους με αυτή τη μουσική μέσα από αυτό το μαγαζί».
Όταν ρωτώ την Τανια ποια είναι για αυτήν η πιο αντιπροσωπευτική εικόνα του Palenque απαντά δίχως δεύτερη σκέψη «Για μένα είναι αυτό: να είσαι με την τσάντα στο χέρι, έτοιμη να φύγεις γιατί έχει πάει 4 το πρωί και αύριο δουλεύεις κι πάνω που έχεις χαιρετίσει να βάζει ο Σταματίου το Perdoname του Gilberto Santa Rosa, να πετάς τσάντα και μπουφάν και να βουτάς τον πρώτο καβαλιέρο που βρίσκεις μπροστά σου για μια τελευταία σάλσα. Κι αυτό να συνεχίζεται για μια ώρα» ενώ ο Βασίλης Σταματίου δίνει τη δική του εκδοχή «Στον τοίχο το γνωστό ινδιάνικο κεφάλι των Μάγιας απο την τοποθεσία Palenque του Μεξικού, που αποτελεί το σήμα κατατεθέν του δικού μας Palenque, το χρώμα της ώχρας παντού τριγύρω, ένα ποτήρι ρούμι, μια κόνγκα να παίζει τον βασικό ρυθμό της salsa και ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο να χορεύει. Κάπου στο βάθος θα βρίσκομαι, υποθέτω, και εγώ».
Τους νιώθω και τους δύο. Έχω ξενυχτήσει άπειρες φορές λέγοντας «άλλο ένα κομμάτι να χορέψω ακόμη και μετά φευγω». Κι έχω νιώσει ακόμη περισσότερο ότι οι νύχτες του Palenque είναι ταυτόχρονα μια μοναδική, προσωπική εμπειρία για τον καθένα μας χωριστά αλλά και μια ανεξίτηλη αίσθηση κοινότητας και συντροφικότητας χάρη στη μουσική και στα ζευγάρια που χορεύουν χαμογελώντας σφιχτοαγκαλιασμένα.
*οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του Βασίλη Σταματίου.