Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μου δημιούργησε πάρα πολλούς προβληματισμούς γύρω από τον πόλεμο, τις ανθρώπινες ζωές που χάνονται, τον ξεριζωμό, τις επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και το τι μας ξημερώνει. Η δυσπιστία μου προς αμφότερους τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς της Ρωσίας και της Δύσης, καθώς και η πρωτοφανής αμηχανία μπροστά στο ερώτημα του τι συμβαίνει σήμερα στον κόσμο και το πού φαίνεται να τραβά η ανθρωπότητα, με οδήγησαν στην συγκέντρωση της ουκρανικής κοινότητας στο Σύνταγμα, προκειμένου να δω και να ακούσω από κοντά τι έχουν να πουν και να εκφράσουν αυτοί οι άνθρωποι που ζουν δίπλα μας.
Στέκομαι στην πλατεία Συντάγματος και απέναντί μου μιλάει στο βήμα μια νεαρή γυναίκα που έχει διπλή καταγωγή, ρωσική και ουκρανική και ανεβαίνοντας στο βήμα λέει: «Ο μπαμπάς μου είναι από την Ρωσία, η μαμά μου από την Ουκρανία. Πρέπει να σταματήσει τώρα ο πόλεμος, θα πεθάνουν παιδιά, ποιος θα τα φέρει πίσω;» Μετά το τέλος της ομιλίας της, η γυναίκα αυτή, αγνώστων λοιπών στοιχείων, δέχεται τα περισσότερα χειροκροτήματα, σαν να αποτελεί κατά κάποιο τρόπο το ιδανικό μιας ειρήνης και μιας συγγένειας που τώρα χάνεται, και μοιάζει πιο αναγκαία από ποτέ.
Με το που ξεκίνησε ο πόλεμος, πολλοί ήταν εκείνοι που αναρωτήθηκαν εύλογα «τί κάνουν οι ίδιοι οι άνθρωποι, οι Ουκρανοί και οι Ουκρανές που ζουν δίπλα μας;».
Η ουκρανική κοινότητα της Αθήνας, με την πλειοψηφία του κόσμου της να διαμένει στην περιοχή του Αγ. Παντελεήμονα και στην Καλλιθέα, είναι μια πολυάριθμη κοινότητα, ενεργή πολιτισμικά, και απ΄ ό,τι φάνηκε και πολιτικά. Ο ακριβής αριθμός των ουκρανών υπηκόων που διαμένουν στην Αθήνα είναι, προς το παρόν, άγνωστος. Όμως οι περιοχές αυτές, με συμπαγείς μεταναστευτικούς πληθυσμούς από το πρώην ανατολικό μπλοκ, σίγουρα έχουν μεγάλο ποσοστό Ουκρανών, καθώς η Ουκρανία ήταν η χώρα στην ευρωπαϊκή ανατολή που πέρασε τη δεκαετία του ‘90 βαθιά οικονομική κρίση, πληρώνοντας έτσι και το βαρύτερο τίμημα σε μετανάστευση.
Η ουκρανική κοινότητα Αθηνών, μέχρι πρότινος γνωστή μόνο μεταξύ των άμεσα ενδιαφερόμενων, ανέπτυξε πολιτική δράση ήδη από 2014, όταν ξεκίνησαν οι – σε σχέση με σήμερα χαμηλής έντασης – πολεμικές συγκρούσεις στα ανατολικά της Ουκρανίας και θέλησε να στηρίξει τη χώρα της όπως συνήθως κάνουν οι κοινότητες ομογενών. Όμως τώρα, με έναν πόλεμο άνευ προηγουμένου να μαίνεται στην Ευρώπη, βγήκε στον δρόμο. Στις 27/2 το μεσημέρι και στις 1/3 το απόγευμα η πλατεία Συντάγματος γέμισε με ουκρανικές σημαίες. Το κλίμα, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν βαρύ, επικρατούσε σύγχυση, οργή και βαθιά λύπη. Έχουν ήδη γραφτεί πολλά για αυτές τις συγκεντρώσεις, και εδώ, δεν θα δοθεί προσοχή στο ποια πολιτικά πρόσωπα έδωσαν το παρόν –ειδικά στη δεύτερη συγκέντρωση – και γιατί.
Αυτό το οποίο χάνεται, είναι το τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι, το τι περνούν και το τι πιστεύουν που για τόσα χρόνια, σχεδόν τρεις δεκαετίες, ζουν δίπλα μας αόρατοι. Είναι οι άνθρωποι που φροντίζουν τους ηλικιωμένους της χώρας μας, που καθαρίζουν ή μαγειρεύουν, που κάνουν δουλειές στη νύχτα, στην βαθιά νύχτα. Το πραγματικό ενδιαφέρον λοιπόν είναι το πώς και το ποιοι βγήκαν στο Σύνταγμα εκείνες τις μέρες.
Στο πλευρό της ουκρανικής κοινότητας όλα τα Βαλκάνια
Πέρα από τους πολιτικούς και τις πολιτικές οργανώσεις, αξίζει να σημειωθεί ότι παραβρέθηκαν και άλλες μεταναστευτικές κοινότητες, όλες από την ευρύτερη οικογένεια της ευρωπαϊκής ανατολής.
Η αλβανική κοινότητα, η ρουμανική κοινότητα, η πολωνική κοινότητα και η γεωργιανή, ήταν όλες εκεί. Αυτό το οποίο φαινόταν να τις ενώνει, πέρα από μια κοινή εμπειρία μετανάστευσης, ήταν μια προϊστορία πολιτικών και στρατιωτικών διαφορών με τη Ρωσία, την οποία αντιλαμβάνονται ακόμα ως απειλή. Μερικές από αυτές τις περιπτώσεις μάλιστα έχουν ακόμα νωπές μνήμες πολεμικών συγκρούσεων μαζί της, κάτι που οι διάφοροι ομιλητές, ειδικά από τη Γεωργία δεν παρέλειπαν να υπενθυμίζουν. Πολλές και πολλοί κρατούσαν στο χέρι φωτογραφίες συγγενών ή ονόματα φίλων χαμένων, μάλλον, σε αυτές τις συρράξεις.
Όμως για να καταλάβουμε πώς νιώθουν πραγματικά δεν αρκεί να πάρουμε παρουσίες, ούτε να αναφέρουμε το τι φαντάσματα στοιχειώνουν όσες και όσους βρέθηκαν εκεί. Πρέπει ίσως να προσέξουμε το πώς συζητούσαν. Το τι και πως επευφημούσαν. Το γενικό συναίσθημα, σε αντίθεση με το πώς παρουσιάζεται το θέμα πολλές φορές, δεν ήταν αυτό που λέμε «αντιρωσικό».
Τα φιλειρηνικά συνθήματα κυριαρχούσαν, ενώ το παρόν έδωσαν και Ρώσοι της Αθήνας που δήλωναν δημόσια τη διαφωνία τους με ό,τι συμβαίνει, πως αυτός «Δεν είναι δικός τους πόλεμος». Όμως το πιο σημαντικό γεγονός ήταν οι αντιδράσεις του πλήθους σε όσες και όσους είχαν όντως ακραίο λόγο, ρατσιστικό και εθνικιστικό απέναντι στους Ρώσους, φαινόμενο όχι σπάνιο σε συνθήκες πολέμου. Είναι ίσως αξιοσημείωτο, ότι σε αυτή συνθήκη απόγνωσης, η ψυχραιμία και η αξιοπρέπεια πολλών δεν χάνεται. Οι φωνές που έλεγαν πως «οι Ρώσοι πρέπει να ντρέπονται, και δεν έχουν θέση εδώ, ως είναι συνένοχοι για την κυβέρνηση τους» γνώρισαν, ίσως τη λιγότερη αποδοχή αν κρίνουμε απ’ το αδύναμο και αμήχανο χειροκρότημα.
Αυτό που αξίζει να κρατηθεί απ’ όλα αυτά δεν είναι ούτε το να στηριχθούν αυτοί οι άνθρωποι επειδή δέχονται απλά επίθεση, ούτε το να πάρει κανείς μέρος λες και πρόκειται για ομάδες ποδοσφαίρου. Αν αξίζουν της προσοχής μας αυτοί που μέχρι τώρα ήταν αόρατοι στην καθημερινότητα μας, είναι γιατί διατηρούν – οι περισσότεροι τουλάχιστον – τον πυρήνα της αξιοπρέπειας τους, την ψυχραιμία τους, και μια βαθιά επιθυμία η έχθρα και το μίσος να μειωθούν, όχι να αυξηθούν. Σε αντίθεση με εμάς, τους «παλαιούς Ευρωπαίους» που βλέπουμε τα πράγματα περισσότερο ως άσπρο-μαύρο, εκεί επικρατούσε παρά τη θλίψη, μια πρωτόλεια ακόμα αλληλοκατανόηση, που ίσως είναι η μοναδική ελπίδα εξόδου από τα δίπολα, το μίσος, και φυσικά τον πόλεμο.