Η οργή, το μίσος και η αντίδραση δεν γεννούν πάντοτε τέχνη, επιτελούν, όμως, έναν ενδεχομένως σημαντικότερο ρόλο, ιδίως όταν επιτρέπουν στην ποιητική έκφραση να πάρει την θέση που της αξίζει ανάμεσά τους. Μια βόλτα στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη και μερικές ματιές στους τοίχους τους ισοδυναμεί με ξενάγηση στη νεότερη ιστορία της χώρας, αλλά και στην ψυχοσύνθεση ενός λαού που φέρει μονίμως παράπονα και αντιφάσεις. Για την ακρίβεια, και σε ένα απομονωμένο χωριό της Ελλάδας να βρεθεί κάποιος υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να πέσει πάνω σε κάποιο σύνθημα γραμμένο σε τοίχο που μιλά για αγάπη, για πολιτική προδοσία, για οπαδική εμμονή, για μια ανθρώπινη ιστορία. Η αντιεξουσιαστική διάθεση, πάντως, κυριαρχεί.
Πλάι στα περίτεχνα murals και τα εντυπωσιακά paste ups, βρίσκει κανείς δυσνόητες ταγκιές ή απλές φράσεις γραμμένες με σπρέυ ή μαρκαδόρο. Και ένα θέμα συζήτησης ή μια απορία που δεν μοιάζει να βρίσκει διέξοδο πλανάται σαν φάντασμα πάνω από τα κίτρινα φώτα: «Είναι τώρα τέχνη αυτό;»
Ερευνητές έχουν συμφωνήσει από τις αρχές του 21ου αιώνα ότι πρόκειται για τέχνη του δρόμου που «ανακαταλαμβάνει την πόλη με το δικό της φαντασιακό τρόπο, τη μεταμορφώνει στον κόσμο των ονείρων και δίνει την δυνατότητα διεκδίκησης του δικαιώματος της ζωής και δράσης σε αυτήν».
Ο Μάνος Λοϊζος τραγούδησε το 1974, μετά την πτώση της Χούντας, τους εμβληματικούς στίχους της Κωστούλας Μητροπούλου: «Ο τοίχος είχε την δική του ιστορία, κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά, ήταν μια λέξη μοναχά, ‘ελευθερία’, κι έπειτα είπαν πως την έγραψαν παιδιά».
«O δρόμος έχει την δική του ιστορία κι εμείς τη γράφουμε στον τοίχο με μπογιά», γράφτηκε από μέλος του Crew (ομάδας νέων συνήθως ατόμων που ασχολούνται με το γκραφίτι) Oleo σαράντα χρόνια μετά το «τραγούδι του Πολυτεχνείου».
Τοίχος, λέξεις, ελευθερία, νιάτα, μπογιά: οι πρώτες ύλες μιας πράξης…παράνομης. Στην Ελλάδα το γκραφίτι διώκεται από τις Αρχές και η σύλληψη επί τω έργω θεωρείται καταστροφή δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας, ενώ αντιμετωπίζεται ως πλημμέλημα με ποινή από 2 έως 5 έτη φυλάκισης.
Αν και αν η πραγματική εφαρμογή του νόμου χωλαίνει στην πραγματικότητα και σπανιότατα συλλαμβάνονται άτομα που γράφουν και ζωγραφίζουν στους τοίχους, η αστική δημοκρατία θεωρεί έκνομη την έκφραση των πολιτών σε σημεία της πόλης που αποτελούν δημόσια περιουσία. Αυτό καθιστά την κουλτούρα του γκραφίτι κοινωνική και πολιτική επιλογή αντίστασης, ανυπακοής, ρίσκου, ανεξαρτήτως του αν διέπεται ή όχι από αισθητική και καλλιτεχνική αξία-αυτό είναι μάλλον υποκειμενικό ζήτημα.
Έτσι, ακόμα και αν έχει επιχειρηθεί από τον Δήμο Αθηναίων, μετά τους Ολυμπιακούς του 2004, να οικειοποιηθεί και να προβάλλει το γκραφίτι ως αθηναϊκή, ενσωματωμένη στις αστικές και κρατικές αρχές κουλτούρα, ελέγχοντάς το και χρηματοδοτώντας την δημιουργία του ανά περιπτώσεις, αυτές οι πρακτικές έρχονται σε αντίθεση με την ίδια την φύση της έκφρασης πάνω σε τοίχους.
Τα συνθήματα γράφονται νύχτες πάνω σε σταματημένα τρένα, σε ερημωμένα αμαξοστάσια, δίπλα σε πολυκατοικίες με σβησμένα φώτα, σε συνθήκες εμπνευσμένης μοναξιάς ή παρέας σε οίστρο μοιρασμένο, από εκείνον που κάποτε ίσως νοσταλγούν. Είναι φάση, είναι κατάσταση, είναι συναίσθημα, είναι ομάδα, είναι έμπνευση, είναι κόντρα.
Τα συνθήματα και τα σχόλια στους τοίχους σχολιάζουν τα πολιτικά και κοινωνικά τεκταινόμενα της εποχής τους. Όπως λέει ο Skitsofrenis στo Olafaq: «Οι τοίχοι της πόλης μοιάζουν με ημερολόγιο, διασχίζοντάς τους νιώθω ότι το ξεφυλλίζω. Κάποια συνθήματα ξυπνούν μνήμες, κατάγονται από συγκεκριμένες, συνήθως πονεμένες συγκυρίες. Οι δολοφονίες του Αλέξη και του Παύλου, η οικονομική κρίση, τα αιτήματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας τώρα τελευταία ο κοροναϊός και οι γυναικοκτονίες. Πώς μας πετάει το Facebook τις υποτιθέμενες αναμνήσεις μας από αναρτήσεις που έχουμε κάνει μήνες ή χρόνια πριν; Αυτό μπορεί να συμβεί με μια βόλτα στην πόλη. Μια ματιά στην ιστορία την στιγμή που συμβαίνει και γράφεται».
«Βασανίζομαι», «Λάθως»,«Θα σε ψάχνω στα πιο αδιάφορα πάρτυ», «Αυτή η νύχτα μένει που θα ‘σαστε ναζί», «Σαμποτάζ στις μηχανές της προόδου», «Τα βράδια με ονειρεύεσαι ή τζάμπα κοιμάσαι;», «Αν ερωτευτούν όλοι πραγματικά, το κράτος θα καταρρεύσει», «Φάτε τους πλούσιους» είναι μερικές από τις χιλιάδες ψηφίδες ενός πολυμορφικού, πολύγλωσσου, αλληλοσυγκρουόμενου μωσαϊκού.
Οι τοίχοι δείχνουν πως ο έρωτας απασχολεί τους καλλιτέχνες του δρόμου, οι οποίοι έχουν και έντονες κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες. Πλάι σε μια ρομαντική φράση, μπορεί να διαβάσει κανείς μια πρόταση που παροτρύνει την βία απέναντι σε μια ομάδα ιδεολογικά ή ταξικά αντίθετη από αυτήν του γράφοντος. Στίχοι από ποπ ή λαϊκά τραγούδια συνδεδεμένα με συγκεκριμένο lifestyle, βρίσκονται γραμμένοι στα πιο απίθανα σημεία υποβαθμισμένων συνοικιών του κέντρου: «Γύρνα πίσω ή έστω τηλεφώνα», «Από αγάπη υπερβολική θα πεθάνω». Οι λέξεις αποκτούν διαφορετική υπόσταση γραμμένες στον τοίχο, επανανοηματοδοτούνται, τα νοήματα αναγεννώνται μέσα από εντελώς καινούργια υπόβαθρα.
Πλάι στην αγάπη βασιλεύει το μίσος: μίσος για το κράτος, τον διαφορετικό, τον όχι διαφορετικό, τον ξένο, τον συμπατριώτη. Εμφυλιακά κατάλοιπα, σα να μην άλλαξε ποτέ η χιλιετία, εμπόλεμες ζώνες και ομάδες πολιτών σε διαρκή σύγκρουση: αυτό το υπόβαθρο αποκαλύπτουν τα περισσότερα συνθήματα. Είναι ίδιον και της ελληνικής πολιτικής γλώσσας και επικοινωνίας η έκφραση μιας άποψης με την καταβαράθρωση της αντίθετής της, αλλά και η εύκολη μεταμόρφωση μιας ιδεολογικής διαφωνίας σε προσωπική.
«Διαφωνούμε, άρα ψόφος», σε μια υπεραπλούστευση.
Η πιο αθώα και ανιδιοτελής μορφή έκφρασης είναι το γκραφίτι και τα συνθήματα, κατά την άποψη του πολιτικού αναλυτή Κωνσταντίνου Τριανταφυλλάκη. Αυτή του η άποψη δεν τον εμποδίζει από το να παρατηρήσει την «μαυρίλα» των οργισμένων συνθημάτων, που συχνά καλούν σε άσκηση βίας και εκφράζουν καθαρό μίσος, αλλά και να αναρωτηθεί αν κάνουμε κάτι πολύ λάθος ως κοινωνία.
Όπως αναλύει ο ίδιος: «Ο δημόσιος λόγος στην Ελλάδα δεν χαρακτηρίζεται από αντιπαραβολή επιχειρημάτων, επικρατεί μια διάθεση επιβολής άποψης. Προτού ακούσουμε τον αντίλογο, ετοιμαζόμαστε να εκστομίσουμε την ατάκα μας, τη γνώμη μας. Η ελληνική κοινωνία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, η ανάπτυξή της δεν έφτασε σε ένα επίπεδο αποδεκτό από όλους. Ύστερα, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, υπήρχε εμφυτευμένος ο διχασμός: Άγγλοι ή Γάλλοι σύμμαχοι; Βασιλικοί ή βενιζελικοί; Δεξιοί ή αριστεροί; Ακόμα μιλάμε για τον εμφύλιο και κάποιες πολιτικές φωνές, δημοσιογράφοι, ακόμα και η ίδια η Εκκλησία επενδύουν σε αυτήν την διχαστική λογική και διασπείρουν το μίσος. Ως Έλληνες δεν εμπιστευόμαστε τους θεσμούς: την Δικαιοσύνη, την Πολιτεία, ούτε καν την Τέχνη, που ενώ θα μπορούσε να είναι ενωτικός παράγοντας, δεν είναι.
Η ανάγκη μας για επιβολή, αυτό το αρχέγονο πρότυπο, οδηγεί όχι απλώς σε διασπορά συναισθημάτων μίσους, αλλά και σε ειδεχθή εγκλήματα. Καταδεικνύει παντελή έλλειψη κοινωνικής ολοκλήρωσης.
Βέβαια, η οργή πρέπει να εκδηλώνεται με κάποιον τρόπο-αυτό δεν σημαίνει ότι αποδέχομαι την αισθητική και τον τρόπο της εκδήλωσής της. Κάτι φαίνεται πως πρέπει να αλλάξει εκεί έξω. Γιατί όταν ένας δεκαεξάρης είναι οργισμένος απέναντι στην κοινωνία, πιθανώς επειδή αισθάνεται ξεκομμένος, έχει δίκιο ο δεκαεξάρης, όχι η κοινωνία».
Ο καλλιτέχνης και γκραφιτάς Skitsofrenis κάνει λόγο και για την πολυμορφία και πολυφωνικότητα που διέπει τους τοίχους και την θεματολογία των συνθημάτων. «Είναι εμφανές κάθε περίοδο τι απασχολεί την κοινωνία, απλώς καθένας μας επιλέγει να το εκφράσει με τον δικό του τρόπο. Ούτε εγώ συμφωνώ με την λογική και την αισθητική όσων βλέπω. Το γκραφίτι, όμως, θεωρείται ύψιστη μορφή τέχνης από την άποψη του ότι γλιτώνει σφαίρες και ζωές- τα παιδιά δεν πλακώνονται, εκφράζονται και αυτό το βρίσκω πιο σημαντικό από την συζήτηση γύρω από το αν είναι ή δεν είναι τέχνη».
Και συνεχίζει υπογραμμίζοντας:
«Προφανώς και δεν μας αρέσει ποτέ να βλέπουμε μια άσχημη πλευρά, έξω από εμάς και την αισθητική μας. Όταν δυσαρεστούμαστε με κάτι που είναι ή μας φαίνεται άσχημο σε έναν τοίχο, ας σκεφτούμε ότι οι τοίχοι της πόλης, οι δρόμοι είναι ένας κοινός, δημόσιος χώρος εκτόνωσης και έκφρασης. Καθένας μας έχει και την πιο σκοτεινή πλευρά του. Κρατάμε πολλά μέσα μας, αν βγουν απότομα όλες αυτές οι κρατημένες σκέψεις και συναισθήματα φοβάμαι πως μπορεί να ανατιναχθούμε όλοι μαζί. Τα συνθήματα μάς εκτονώνουν σε μεγάλο βαθμό.»
Όταν κορόιδεψε ο χορογράφος-influencer Τάσος Ξιαρχό στο Instagram την κοπέλα που φορούσε μια μπλούζα με ρίγες, ο Skitsofrenis ένιωσε άσχημα. «Το άφησα μέσα μου να με ποτίσει. Βρέθηκα στο κέντρο για μια δουλειά και έτυχε να συζητήσω το θέμα με μια κοπέλα. Γύρισα σπίτι και έγραψα πλάι σε ένα σκίτσο ενός κοριτσιού: ‘Μείναν οι ομορφιές μας λίγες, μα ευτυχώς φοράνε ρίγες’. Το ανέβασα στο Instagram και έλαβα εκατοντάδες μηνύματα από ανθρώπους από όλη την Ελλάδα»
Ο τοίχος των social media είναι και αυτός ένας καμβάς, αναμφίβολα. Δεν έχει όμως την δύναμη του πραγματικού τοίχου σε δρόμο. Φυσικά, συναντάς πολλά κοινά στους ψηφιακούς και τους αναλογικούς τοίχους: παρόμοιες πολώσεις, εμμονή με την τιμωρία και την καταστροφή του ιδεολογικού αντιπάλου και άφθονα οξύμωρα, τύπου «Kiss a boy, kill a cop»-μα, αν το αγόρι που αγαπάς είναι αστυνομικός;
Τα social media και οι τραχείς τοίχοι των πόλεων δίνουν φωνή σε εκείνους που δεν προσκαλούνται συνήθως σε τηλεοπτικά πάνελ για να μιλήσουν ή σε εφημερίδες για να γράψουν την άποψή τους ή σε μεγάλα stages για να τραγουδήσουν και να χορέψουν για το κοινό. Δίνουν βήμα κυριολεκτικά σε όλους, ενδυναμώνουν την ίδια την Δημοκρατία, η οποία ποτέ δεν υποσχέθηκε λύσεις, αλλά τουλάχιστον εγγυάται το άκουσμα και το μοίρασμα όλων των ιδεών, ελεύθερα, τηρουμένων πολύ συγκεκριμένων ορίων.
«Μπορεί κάποιος να γράφει ένα σύνθημα στον τοίχο από εσωτερική έκφραση, μέχρι πράξη προπαγάνδας ή έκρηξη θυμού», αναφέρει στο Olafaq ο κοινωνιολόγος Γιώργος Χανδάνος. «Εν πολλοίς, το ψηφιακό κομμάτι έχει εκθρονίσει την δυναμική του τοίχου, ως πεδίου έκφρασης, αν και, φυσικά, οι τοίχοι της πόλης παραμένουν γεμάτοι, μιας που εκεί δεν χωρούν πιθανά…κατεβάσματα αναρτήσεων και αναφορές! Βλέπω συνθήματα σε όλες τις γλώσσες, αλβανικά, ουκρανικά, αραβικά, βλέπω πολιτικές απόψεις, οπαδικά, τα πάντα. Διακρίνω μια εσωτερική ανάγκη έκφρασης που αδυνατεί να διέλθει από την ζωγραφική, την συγγραφή, την μουσική. Η ψυχολογία κάποιων ανθρώπων τους οδηγεί στο να εκφραστούν με έναν έντονο ή ακόμα και πρόστυχο τρόπο πάνω σε έναν τοίχο. Σπούδασα στο Κέιπταουν επί Άπαρτχάιντ, δεκαετία ’80, και θυμάμαι ένα βροχερό βράδυ που μαζευτήκαμε με φίλους και βάψαμε κάποια σημεία του Πανεπιστημίου με κόκκινες μπογιές τους τοίχους. Εκφραστήκαμε εναντίον ενός καταπιεστικού συστήματος και δε νομίζω να ξεχάσω ποτέ στην ζωή μου πώς νιώσαμε εκείνη τη νύχτα-αδρεναλίνη, πάθος, μια παράξενη χαρά. Μερικά χρόνια μετά, δικαιωθήκαμε, μετά από μερικά χρόνια αποφυλακίστηκε ο Μαντέλα.»
«Ο κόσμος στην Ελλάδα βρίσκεται υπό μεγάλη πίεση. Νιώθει την ανάγκη να δράσει, να αντισταθεί και να εκφραστεί», είχε υποστηρίξει στους NYT ο καλλιτέχνης iNO, υποστηρίζοντας ότι η οικονομική κρίση προκάλεσε ένα ξέσπασμα δημιουργικής ενέργειας το οποίο με τη σειρά του έφερε την εξάπλωση του γκράφιτι στους δρόμους της. Η πολιτικοποιημένη street art έχει χαράξει δια παντός την εικόνα μητροπόλεων με διαφορετικές πολιτιστικές διαδρομές. Η Νέα Υόρκη έχει διαφορετικά γκραφίτι και συνθήματα από ό, τι η Αθήνα και, φυσικά, το Ρίο ντε Τζενέιρο, η Κωνσταντινούπολη, η Μαδρίτη, η Ρώμη. Το γκραφίτι, πάντως, ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας 60 στις μητροπόλεις της Φιλαδέλφειας και της Νέας Υόρκης από νέους που έγραφαν το όνομά τους στους τοίχους (“tagging” δηλαδή υπογραφή), προσπαθώντας να κάνουν αισθητή την παρουσία τους εντός των αμερικανικών, πολύβουων και πολυεθνοτικών πόλεων. Οι υπογραφές αυτές έγιναν γνωστές λόγω του ότι εμφανίζονταν σε κεντρικές μεσοαστικές συνοικίες και για τον λόγο αυτό ασχολήθηκε μαζί τους ο Τύπος. Αναδύθηκαν, δεν, μαζί με την ραπ και την χιπ χοπ, εν μέσω ενός παντρέματος αφροαμερικάνικων πολιτιστικών παραδόσεων με την σύγχρονη τεχνολογία, στις φτωχογειτονιές.
Το graffiti στην Αθήνα εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και συγκεκριμένα στα προάστια της πόλης (Πεύκη, Ηράκλειο, Ηλιούπολη, Περιστέρι, Αγία Παρασκευή), έχοντας περισσότερο την μορφή tagging και με τους πρώτους break dancers στις αρχές της δεκαετίας ’90 να το εξελίσσουν και να το φτάνουν μέχρι τους συρμούς του ΗΣΑΠ-αναπόφευκτη η σύνδεση με την hip hop κουλτούρας. Στη συνέχεια, το εν Αθήναις graffiti απέκτησε τη μορφή τοιχογραφίας στα πρότυπα της κουλτούρας της Nέας Υόρκης.
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 αρχίζουν να γίνονται μεγάλες τοιχογραφίες στο κέντρο της Αθήνας. Ιδίως μετά την μαθητική εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, μετά την δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, και μέχρι και την οικονομική κρίση, στους δρόμους φαίνεται να κυριαρχούν τα πολιτικοποιημένα έργα εμπνευσμένα από την κοινωνική καθημερινότητα.
Η ορμή της οργής
Η εικαστική ψυχοθεραπεύτρια Νίκη Μητσάκου μιλά στο Olafaq για την παρορμητικότητα, την επαναστατικότητα και την έντονη ανάγκη έκφρασης που διέπει τους εφήβους, ενώ σημειώνει ότι κάποιος μπορεί να περνά την εφηβεία του στα 20 και στα 25 χρόνια του, μην έχοντάς την ζήσει στα 16 και στα 18.
Τα περισσότερα συνθήματα που διαβάζουμε έχουν γραφτεί από εφήβους κάθε ηλικίας.
«Είτε μιλάμε για μια πρόταση, είτε για μια εικόνα, το οπτικό ερέθισμα έχει μια τεράστια δύναμη-επιστημονικά αυτό έχει εξήγηση. Η συγκίνηση στον άνθρωπο προκύπτει μόλις ερεθιστεί ο προμετωπιαίος λοβός (το σημείο ανάμεσα στα φρύδια μας που ονομάζεται amygdala). Φανταστείτε ότι το σημείο αυτό μοιάζει με προβολέα εικόνων που έρχονται στον εγκέφαλο είτε ως εξωτερικά ερεθίσματα είτε από μνήμης», εξηγεί η ειδικός για να συνεχίσει: «Όταν ένας έφηβος ή νέος άνθρωπος πλημμυρίζεται από ένα έντονο συναίσθημα, έχει πολύ έντονη, ίσως ανεξέλεγκτη, ανάγκη να το κάνει λέξη, να το οπτικοποιήσει και να το μοιραστεί με έναν δικό του τρόπο. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο που κάνουν τα μικρά παιδιά είναι να ζωγραφίζουν σε ένα χαρτί. Την οργή πάντως πίσω από ένα μήνυμα ή σύνθημα την κατανοείς από την ορμή που έχει. Είτε ως λέξη, είτε η γραφή της, που μπορεί να μοιάζει με βαθύ χάραγμα ή με έντονα σκούρα χρώματα. Έχει ένταση και δύναμη όλο αυτό. Όταν είσαι θυμωμένος ή θες να αντιδράσεις σε κάτι δεν χρησιμοποιείς κίτρινο χρώμα, ας πούμε.»
Και από ό, τι φαίνεται, το ελληνικό περιβάλλον μεγαλώματος, σκέψης και δράσης βρίθει από μαύρα χρώματα. Όπως αναλύει η κυρία Μητσάκου:
«Στην ελληνική κοινωνία εντοπίζω πληθώρα καταπιεσμένων συναισθημάτων που οδηγούν σε ξεσπάσματα βίας ή οργής. Οι ενδοοικογενειακές σχέσεις είναι επί της ουσίας αδύναμες, δεν υπάρχει ουσιαστική επικοινωνία, πραγματική αποδοχή και αγάπη. Οι άνθρωποι νιώθουν αποξενωμένοι, μόνοι, παραμελημένοι. Συνθήκες σαν αυτές καλλιεργούν την επιθετικότητα. Ακόμα και αν, σε θεωρητικό επίπεδο, η εποχή μας προάγει το αγκάλιασμα στην διαφορετικότητα, η πραγματική λειτουργία των κοινωνικών δομών δεν αφήνει χώρο και χρόνο να αναπτυχθεί η ανθρώπινη επικοινωνία».
Εκτός από αντιεξουσιαστικά, οργίλα και επαναστατικά μηνύματα στους τοίχους, συναντάμε και την ποίηση που δεν επιχειρεί να καταδικάσει ή να διαχωρίσει τους ανθρώπους σε στρατόπεδα. Αντί για χαρτί, τοίχος. Ή χαρτί μεν, αλλά κολλημένο πάνω σε τοίχο, όπως ακριβώς δηλαδή λειτουργεί ο Μ, ένας Θεσσαλονικιός street poet-artist, με ενεργό ινσταγκραμικό account επίσης (the_m_poetry). Γράφει στα αγγλικά και έχει γεμίσει την Θεσσαλονίκη με στίχους και φράσεις που σίγουρα ενεργοποιούν την σκέψη, ενώ υπογράφει με ένα κυκλωμένο M.
Αρκετά κλισέ η πλειοψηφία των γραφομένων του, θυμίζουν ότι από κάπου τις έχουμε ξαναδεί (I can never visit a library cause my thoughts are so loud, Remember when we raised lighters no smartphones), παρ’ όλα αυτά, ομορφαίνουν με την αδιόρατη μελαγχολία τους και ευκολία πρόσληψης του μηνύματός τους την πόλη, ανοίγοντας μάλιστα επί της ουσίας διάλογο. Κάποια στιγμή, ο Μ. παρατήρησε πως μία από τις κόλλες χαρτί του είχε δεχθεί επέμβαση. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο κάτω από συνθήματα να εμφανίζονται απαντήσεις που συμφωνούν ή διαφωνούν (στην χειρότερη, έχοντάς τα διαγράψει πρώτα οι επεμβαίνοντες) και είναι πολύ ενδιαφέρον να γίνεται η ποίηση υπόθεση συλλογική, αρχής γενομένης από τους τοίχους ενός σκοτεινού δρόμου. Και ακόμα και αν υπάρχουν εκείνα τα χέρια που βανδαλίζουν τα χαρτιά του M ή μουντζουρώνουν άλλες λέξεις και άλλους στίχους που παράγουν αισιοδοξία και ομορφιά, η πραγματική Ιστορία του Τοίχου έχει μόλις ξεκινήσει στην πραγματικότητα και, ευτυχώς, δεν έχει μόνο μια λέξη επάνω.
Στα ολοένα και περισσότερο αποξενωμένα και ψηφιοποιημένα αστικά περιβάλλοντα, οι λέξεις που «έγραψαν παιδιά» ζωντανεύουν και πάλλονται, υπενθυμίζοντας τον πυρήνα της ανθρώπινης φύσης που είναι η έκφραση και το μοίρασμα, με όποιο κόστος.