Η οδός Φυλής είναι μια καλά αιματωμένη αθηναϊκή αρτηρία, είναι μια μικρή ξεχωριστή πόλη μες στην πόλη ή, ίσως, σε μια meta λογική ανάγνωσης των πραγμάτων, των τόπων και των καταστάσεων ένα installation που κάνει την φτώχεια, την ευτυχία των απλών και λίγων, την μιζέρια, την εγκατάλειψη και την αποφορά να λαμποκοπούν, να αναμειγνύονται, να κάνουν την δουλειά τους πάνω στα πρόσωπα και τα σώματα των ανθρώπων.
Σπίτια με κόκκινα λαμπάκια τις νύχτες, περαστικοί κι αμίλητοι από τα Βαλκάνια, τις Ινδίες, την Ανατολή, μπαγκλαντεσιανά μίνι μάρκετ με εξωτικές πραμάτειες, γριές που καπνίζουν στα μπαλκόνια, βρόμικες τέντες, δυνατές μυρωδιές φαγητού που χορταίνει τις κοιλιές των παιδιών. Παιδιά που τσιρίζουν τα πρώτα ανοιξιάτικα απογεύματα, που παίζουν, μικρές μαζώξεις με μπίρες στην άκρη, στο πεζοδρόμιο: οι πατεράδες τους. Τοξικοεξάρτηση. Μοναχικοί γέροι με νάυλον τσάντες που όλο κάτι μασουλούν. Κρεμμύδια, πολλά κρεμμύδια: ξεφλουδίζονται, τσιγαρίζονται, πουλιούνται φθηνά στην λαϊκή.
Κάθε Τετάρτη λαϊκή στην Φυλής, λοιπόν. Ψωνίζουν οι τσατσάδες, οι κυρές των Αθηνών που πέρασαν όλα τα χρόνια τους εδώ, οι νέοι ένοικοι με τα piercings και τα φαρδιά φούτερ, τα λευκά φρύδια και τα διχτάκια από τα IKEA να μην καταναλώσουν πλαστικό. Οι πάγκοι θορυβώδεις, σουξεδιάρικοι. Το απόλυτο πικ συμβαίνει στις 14:00 το μεσημέρι. Στην μέση της λαϊκής, στην καρδιά της, ψήνονται σουβλάκια, 1,50 ευρώ, μοσχοβολά τσίκνα ο δρόμος. Κατεβαίνω στην λαϊκή με το πλεκτό μου ταγάρι να το γεμίσω σκόρδα, λεμόνια, ρόκα, μυρωδικά, πατάτες, λουλούδια. Τα λουλούδια της λαϊκής που στολίζουν τις μικρές κουζινίτσες του κέντρου, αυτές που δεν ανακαινίστηκαν ακόμα. Και είδη σπιτιού: χαρτιά κουζίνας, πατάκια μπάνιου, μικρές μοκέτες, σουπλά, πλαστικαρία ένδοξη προς πάσα χρήση.
Παράλληλα, παρατηρώ, συνομιλώ, κάνω μικρά παζάρια. Ψαύω τα φρούτα, τις ντομάτες, δοκιμάζω ”μανταρίνια μέλι” πριν ψωνίσω μερικά, προσέχω τα μάτια των ψαριών. Δυο φίλοι τα λένε πίσω από έναν πάγκο με ζαρζαβατικά. Μισό αιώνα φίλοι και συνεργάτες. Σε λίγο θα βγουν και τα τσίπουρα. Οι μικροί πάγκοι ξεπουλούν νωρίς, μαζεύουν τις ομπρέλες, την κάνουν. Ο δρόμος γεμίζει τελάρα, χαρτοκιβώτια, φλούδες και απομεινάρια. Μικρά παιδιά Ρομά και όχι μόνο μαζεύουν από κάτω ό, τι μπορούν να βρουν, τροφοσυλλέκτες με βλέμμα δουλεμένο: τίποτα, τίποτα δεν πάει χαμένο, εδώ.
Απόγευμα, γύρω στις 17:00, η λαϊκή έχει πια εκπνεύσει, η συνηθισμένη κίνηση επανέρχεται στους φυσιολογικούς ρυθμούς της, τα μαρμάρινα σκαλοπάτια των μπουρδέλων σφουγγαρίζονται, το πρωί λαχανικά, το βράδυ αγοραίος έρωτας, η τετριμμένη καθημερινότητα είναι πάντα περισσότερο κινηματογραφική από τον ίδιο τον κινηματογράφο, ό, τι αγοράστηκε στην λαϊκή θα καταναλωθεί τις επόμενες μέρες, μέχρι την επόμενη Τετάρτη, θα βράσουν οι πατάτες, τα παντζάρια, θα κοπούν σαλάτες, θα γεμιστούν πιπεριές να μοσχοβολήσουν οι φωταγωγοί, μερικά λάιμ θα στάξουν στα πρώτα κοκτέιλ ενός ανοιξιάτικου, νεανικού πάρτυ με τα μπαλκόνια διάπλατα να ακούσει η γειτονιά την χαρά που πάντα συνορεύει με την λύπη.
Στην λαϊκή της οδού Φυλής πρυτανεύει το κέφι, ο φωσφορίζων μόχθος πάνω στα μούτρα των παραγωγών και των υπαλλήλων στους πάγκους, οι γείτονες ελαφρώς μουδιασμένοι ανταλλάσσουν χαιρετούρες κόβοντας για λίγο την κυκλοφορία και κάνοντας ωραίους ελιγμούς μες στο πλήθος, οι τιμές δεν είναι ψηλές, αλλά πια το εικοσάρικο στην λαϊκή φεύγει για πλάκα και δεν είναι ότι αγοράζεις και κιλά, το μάτι πρέπει να κόβει καλά, ίσως ο πιο πέρα πάγκος να δίνει τις φράουλες λίγο πιο φθηνά και κόψε κάτι από εδώ, κόψε κάτι από εκεί, θα βγουν και τα τσιγάρα της ημέρας χωρίς βαρύ αναστεναγμό.
Όσο φολκ και να είναι η φάση, όσο country και μπαρόκ, είναι γεγονός ότι ένας στους δύο πάγκους έχει POS. Ένας μισοτελειωμένος μικρός καμβάς μ’ έναν Χριστό σχεδιασμένο βιαστικά επάνω, αναπαύεται σε ένα περβάζι ψηλό. Ο Χριστός, σκέφτομαι, σταυρώνεται κάθε μέρα στην Φυλής, οι άνθρωποι απομυζούν όσο ζωή μπορούν, ματώνουν, αντέχουν, ανασταίνονται όπως μπορούν καλύτερα. Οι σκέψεις μου με ταλαιπωρούν. Πρέπει να πάω να βάλω μπρος τα γεμιστά, μεσημέριασε για τα καλά.