Η οδός Σταδίου από τη στοά Πεσμαζόγλου και κάτω, μέχρι την πλατεία Ομονοίας, είχε γίνει, τα τελευταία πολλά χρόνια, η σκιά του εαυτού της. Το κοντράστ των συναισθημάτων τόσο εντυπωσιακό όσο και οι βαρύγδουπες επιγραφές των brands που φωτίζουν το πάνω κομμάτι του βουλεβάρτου υπογραμμίζοντας την εκκωφαντική κοινωνική ανισότητα σε μία ευθεία τριών λωρίδων ταχείας κυκλοφορίας.
Στην κάτω Σταδίου, λοιπόν, οι βιτρίνες των αλλοτινών πολυκαταστημάτων έχουν σβησμένα φώτα και γυμνές, φαλακρές κούκλες σε έναν τέλειο συμβολισμό ανθεκτικότητας και επιμονής. Μπορεί να τους τα πήραν όλα όμως το κεφάλι τους στέκει ακόμα ανάμεσα στους ώμους. Το σκηνικό αυτό προλογίζει υπέροχα την είσοδο στην πλατεία, στρώνει το χιλιοπατημένο, ξεβαμμένο και φθαρμένο, κόκκινο χαλί για όλους. Κυριολεκτικά για όλους. Για τους αιώνια νεοφερμένους στην πόλη, για τους τουρίστες, τους ταξιδιώτες, τους ελάχιστους μόνιμους κατοίκους της περιοχής, για τους μόνιμους παρατηρητές του σιντριβανιού με το θολωμένο βλέμμα, τα ανθρώπινα απομεινάρια των εξαρτήσεων, τους σκαστούς των υγρών τσοντοσινεμά.
Ένιωσα ταξιδιώτης στην ίδια μου την πόλη αφουγκραζόμενη τις νέες δονήσεις της.
Αν εξαιρέσεις τη πρωινή ζωή των γύρω μαγαζιών με τους παλιούς και νέους εμπόρους που δοκιμάζουν τα οριά τους από το μάτριξ των οικονομικών και άλλων κρίσεων, τους υπαλλήλους όσων εταιριών βρίσκουν ακόμα στέγη στα πολυώροφα κτήρια της δεκαετίας του ’60, τους ντετέκτιβ που φωλιάζουν στον 6ο όροφο των κτηρίων αυτών, τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος, τους μικροπωλητές, τις κινέζικες αποθήκες με είδη ρουχισμού και αξεσουάρ, τα τουριστάδικα, το μεγαθήριο του Hondos Cender, τον ιστορικό Μπακάκο και τα εναπομείναντα περίπτερα, η νύχτα πέφτει βαριά στην πλατεία.
Πρόσφατα βρέθηκα σε ένα κάλεσμα στο εστιατόριο του ξενοδοχείου Lighthouse μετά τις 9 το βράδυ, την ώρα που όλα τα γύρω μαγαζιά ήταν κλειστά και η ιστορία της νυχτερινής περιοχής ξετύλιγε το κουβάρι της με φόρα, τόση που θα μπορούσε να καταλήξει στον υπόνομο. Δεν έγινε όμως έτσι, κάτι είχε αλλάξει στο σκηνικό τόσο έντονα που με έκανε να νιώσω περιέργεια, ασφάλεια και έντονη διάθεση να περπατήσω την περιοχή, να την εξερευνήσω.
Τα τέσσερα ξενοδοχεία που ζωντάνεψαν τα κοιμισμένα κτήρια της γειτονιάς έφεραν μαζί τους την αύρα του παρδαλού παγκόσμιου. Νέοι άνθρωποι, στιλάτοι, φευγάτοι, με χρώματα στα μαλλιά, με τσουλούφια στα μάτια, με συμφιλίωση στο τραγελαφικό, με τέλεια μοϊκάνα στην κόμη (είχα να δω τόσο τέλεια από τις αρχές των 90s), με τρίσολα παπούτσια, φλούο ρούχα και εγρήγορση στο βήμα και το βλέμμα.
Η Βερανζέρου δε φάνταζε τόσο μόνη και σκοτεινή και τα γύρω στενά που οδηγούσαν στην πλατεία ήταν γεμάτα κόσμο που πήγαινε κι ερχότανε, πήγαινε κι ερχότανε, πήγαινε κι ερχότανε. Ένιωσα περαστική στην ίδια μου την πόλη αφουγκραζόμενη τις νέες δονήσεις της. Μόνο εάν βρεθεί κανείς στον ομφαλό της Αθήνας θα καταλάβει που οδηγείται το πράγμα, θα σταματήσει να φοβάται, θα βγει από το καλούπι του, θα ξεψαρώσει.
Μόνο το κέντρο της πόλης σε ξυπνάει.
Αντί για επίλογο ένα τραγούδι της Ρένας Βλαχοπούλου από την εποχή των 60s, όταν η Ομόνοια αποτελούσε πηγή έμνευσης.
«Σαν την Πλας Πιγκάλ από χρόνια / μια πλατεία πολύ κεντρική / στην Αθήνα μας είν’ η Ομόνοια / που είν’ η φήμη της ιστορική
Σε κάθε γωνία επτά καφενεία / καρέκλες με κόσμο γεμάτες / και ταξί που ψαρεύουν πελάτες
Κομψοί και ωραίοι, πολίσμαν, τροχαίοι / πεντ’ έξι παλιές μπυραρίες / καυγαδάκια στις αφετηρίες
Καμπαρέ με τζαζ μπαντ και μπελ φαμ / με ταμπέλες που λένε γουελκάμ / τι ρυθμός και ζωή και κοσμοσυρροή / μέρα-νύχτα και ως το πρωί
Και τα ανθοπωλεία σειρά στην πλατεία / τριάντα περίπτερα πλάι / κι από κάτω μετρό που περνάει
Πιο εκεί, κουλουρτζή, ο νταμπλάς / να η Ομόνοια Πλας
Πλατεία κοκέτα, φαγιά σε πακέτα / τσατσάρες, στυλό και λαχεία / και χαζοί από την επαρχία
Δυο μέτρα πιο κάτω, πολύ ορεξάτο / παρφέν ένα γύρω σκορπίζει / το ντονέρ, το κεμπάπ που γυρίζει
Και αργά από κάποιο στενό / για βολτίτσα προβάλλει ο Ζανώ / τι ρυθμός και ζωή και κοσμοσυρροή / μέρα νύχτα και ως το πρωί
Και πριν ξημερώσει ξενύχτηδες τόσοι / περνούνε να παν για το σπίτι / ενώ το πρώτο τραμ σκάει μύτη
Πιο εκεί, κουλουρτζή, ο νταμπλάς / να η Ομόνοια Πλας»