Απρίλιος 10, 1896. Πρωινή 9η. Ηλιόλουστη μέρα προοιωνίζεται. Η πόρτα της διώροφης κατοικίας στη διασταύρωση Βουλεβάρτου ή Βουλεβαρίου (Ακαδημίας) και Μαυρομιχάλη ανοίγει. Εκατοντάδες άνθρωποι, που περιμένουν ώρες έξω από το οίκημα, δημιουργούν ουρά για να περάσουν στο εσωτερικό του σπιτιού. Η χώρα γιορτάζει το χρυσό μετάλλιο του Σπύρου Λούη, στους πρώτους Ολυμπιακούς, στο Καλλιμάρμαρο, αλλά εκείνοι θέλουν να αποχαιρετίσουν τον άνθρωπο που κείτεται μέσα σε φέρετρο σ΄ εκείνο το σαλόνι της Νεαπόλεως. Τον πολιτικό άνδρα που δόθηκε με πάθος στον εκσυγχρονισμό της χώρας, παρέδωσε έργα εθνικής σημασίας, όπως το 900 χιλιομέτρων σιδηροδρομικό δίκτυο, και συνέδεσε την ζωή του με τη συνοικία, που αποτέλεσε την πρώτη προέκταση του αστικού πυρήνα της πόλης και εξ αυτού πήρε το όνομά της (Νέα-πόλη/Νεάπολη). Τουλάχιστον το πρώτο. Πριν μετονομασθεί σε Εξάρχεια, αυτή η -κατά τον λογοτέχνη και ιστοριογράφο Κωνσταντίνο Αθάνατο- «κοιτίς αμεριμνησίας και νεότητος».
Είναι εκεί, λοιπόν, Έλληνες και ξένοι, εργάτες, διπλωμάτες, φοιτητές, μικροί και μεγάλοι, βασιλείς, ο Γεώργιος Α΄ κι ο διάδοχός του, Κωνσταντίνος Α΄, να προσκυνήσουν τη σορό, να αποχαιρετήσουν τον Χαρίλαο Τρικούπη, που άφησε την τελευταία του πνοή, αυτοεξόριστος στις Κάννες, μετά το ιστορικό «δυστυχώς, επτωχεύσαμεν»…
Την επομένη, ημέρα της κηδείας, η γειτονιά της Νεαπόλεως αναμετράται με τις ανάγκες που γεννά η μεγάλη απώλεια. Οι περισσότεροι δρόμοι της περιοχής δεν έχουν σκυροστρωθεί ακόμη και πρέπει να σηκώσουν τα χιλιάδες ζευγάρια πόδια που θα συνοδεύσουν τη σορό ίσαμε τον ναό της Ζωοδόχου Πηγής, όπου θα ψαλεί η εξόδιος, για ν΄ ακολουθήσει η πορεία ως το Α΄ Νεκροταφείο. Ο δήμαρχος, ο Λάμπρος Καλλιφρονάς, έχει στείλει υδροφόρα να «ποτίσει» τα χωμάτινα οδοστρώματα και κάρα της δημαρχίας με οδοκαθαριστές για να ευπρεπίσουν τα περάσματα. Βλέπεις, στους κεντρικούς δρόμους, η καθαριότητα τηρείται σχεδόν με θρησκευτική ευλάβεια, αλλά στα πέριξ, όπως η Νεάπολη, η αποφορά ούρων και λοιπών ακαθαρσιών δεν περιγράφεται. Μόνο αυτές τις μέρες των Ολυμπιακών Αγώνων είναι κάπως βελτιωμένη η εικόνα κι ο Τρικούπης έλαχε να φύγει τώρα… Οι φανοί στον δρόμο, πάντως, έχουν ήδη ζωστεί μαύρα πένθιμα κρέπια. Η πόλη πενθεί, η χώρα πενθεί.
Μετά την ακολουθία στη Ζωοδόχο Πηγή η πομπή θα πορευτεί στην οδό Πινακωτών (κατά μία εκδοχή, έχει πάρει το όνομα της από ένα εργαστήριο κατασκευαστής ξύλινων θηκών, πινακωτών, με τις οποίες πηγαίνουν το ψωμί στον φούρνο) και τις κοντινές παρόδους της κι από κει στην οδό Βουλεβάρτου ή Βουλεβαρίου για να κατηφορίσει στη Σταδίου και τη Φιλελλήνων. Είναι μέρες ξερές, χωρίς βροχή, και ο Κυκλοβόρος, το ποτάμι που κατεβαίνει από τα Τουρκοβούνια και αγκαλιάζει τον λόφο του Στρέφη, το βόρειο σύνορο της Νεαπόλεως για να βγει μακριά, στα δυτικά της Αθήνας, είναι σήμερα ήσυχος. Όσο για τον Βοϊδοπνίχτη που έχει την πηγή του στον Λυκαβηττό, μοιράζει το λιγοστό (για την ώρα) νερό του στα μικρότερα ρέματα, που ξεκινούν από εδώ. Καμμία ανησυχία, επίσης. Στα κατώφλια και τα μπαλκόνια άνθρωποι αποχαιρετούν τον Τρικούπη. «Η οδός Πινακωτών μαζί με τη λεωφόρον Ακαδημίας εβόησεν από το όνομά του, όταν κύματα πλήθους εχύνοντο προς τον ιστορικόν οίκον» θα δημοσιεύσει ο «Ο Αιών».
Η παρουσία του Τρικούπη στην περιοχή τής έδινε πάντα έναν επιπλέον πόντο να ενταχθεί πρώτη στο σχέδιο πόλης, όπως κι έγινε το 1865. Εννιά μήνες μετά τον θάνατό του, στις 15 Ιανουαρίου του 1897, οι εφημερίδες δημοσιεύουν τις αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου Αθηναίων, μεταξύ των οποίων και η ομόφωνη αποδοχή πρότασης περί μετονομασίας της οδού των Πινακωτών σε οδό Χαριλάου Τρικούπη. Δημοσίευμα της εφημερίδας «Νέον Άστυ» αναφέρει: «Η Νεάπολις υπήρξεν η κατεξοχήν Τρικουπική συνοικία και όχι κατά σύμπτωσιν έλαβε το λατρευτόν όνομα η μεγάλη αρτηρία της, μία οδός από τα ωραιοτέρας των Αθηνών…»
Το μέλλον της Νεάπολης είναι προγεγραμμένο
Εδώ, στη Νεάπολη, από το δεύτερο μισό του 19ου αι. σε αυτοσχέδιες παράγκες έχουν εγκατασταθεί Ηπειρώτες και Κυκλαδίτες οικοδόμοι και μαρμαράδες, που στήνουν το μέλλον τής παρθένας πρωτεύουσας. Είναι μια στρατιά εργατών, που έχουν υψώσει ό,τι δημόσιο σχεδίασαν οι Κλεάνθης, Σάουμπερτ, Χάνσεν, Τσίλερ. Τώρα πια χτίζουν τα αρχοντικά των Ελλήνων της αλλοδαπής που καταφθάνουν στην Αθήνα για να εγκατασταθούν και να αναπτύξουν εμπορική δραστηριότητα στην ελεύθερη χώρα. Η κοίτη του Κυκλοβόρου, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, είναι γεμάτη μαρμαράδικα Τηνιακών τεχνιτών και πιο εδώ, προς τον λόφο του Στρέφη, τα εργαστήρια των πιθαριών, τα Πιθαράδικα (έχουν δώσει το όνομά τους σε αυτό το κομμάτι της Νεάπολης), κάνουν χρυσές δουλειές. Η Αθήνα πρέπει να μεταμορφωθεί σε πόλη ευρωπαϊκή κι ετούτοι είναι οι πρωτομάστορες.
Αυτή η μεταμόρφωση, βέβαια, γίνεται με ρυθμούς Ελλάδας σε μία περιοχή, που περιβάλλεται από ρέματα -οπότε συχνά πυκνά απειλείται από καιρικά φαινόμενα- και σε μία εποχή κατά την οποία όλοι αναζητούν τους ρόλους τους.
Στον απολογισμό του έτους 1875, ο τότε δήμαρχος Παναγής Κυριακός, περιγράφει χαρακτηριστικά: «Εν καιρώ υετών δίκην χειμάρρου διερχόμενα τα ύδατα από οδού εις οδόν χαραδρούσι και καταστρέφουσιν αυτάς, τα δε εκ των οικιών εξερχόμενα ακάθαρτα ύδατα, λιμνάζουσι εν τοις οδοίς, σχηματίζουσι βορβόρους…».
Αλλά τα στενά της Νεάπολης έχουν κάτι διαφορετικό από εκείνα της Πλάκας, όπου τους προηγούμενους αιώνες κατ΄ αποκλειστικότητα χτυπούσε η καρδιά της πόλης. Είναι φρέσκια ζωή, νέες εικόνες, καινούργιο ξεκίνημα, φτηνότερο και κοντά στο κέντρο της πόλης, που μετά την ολοκλήρωση των ανακτόρων έχει μετατοπισθεί στον πάλαι ποτέ λόφο της Μπουμπουνίστρας (πλατεία Συντάγματος). Το μέλλον της περιοχής είναι προδιαγεγραμμένο… Μοιραία θα στεγάσει ελπίδες και όνειρα, όχι μόνο εργατών και οικοδόμων, αλλά και νέων φερέλπιδων πολιτικών, φοιτητών -μιας και βρίσκονται κοντά στο Πολυτεχνείο και το πανεπιστήμιο επί της Πανεπιστημίου, που ό,τι έχουν ανεγερθεί- εκκολαπτόμενων καλλιτεχνών, λογοτεχνών.
Αυτόν τον πρώτο ευλογημένο αιώνα της ιστορίας της, η Νεάπολη θα βρεθεί να κανακεύει τα όνειρα και τη δημιουργικότητα των εικαστικών Νικόλα Γύζη (Θεμιστοκλέους 18), Δημήτρη Φιλιππότη (Πατησίων και Στουρνάνη), Γιαννούλη Χαλεπά (Μαυρομιχάλη 6), σπουδαστές και οι τρεις της Σχολής των Τεχνών επί της οδού Πειραιώς και θαμώνες των μαρμαρογλυφείων Φυτάλη απέναντι από τον ναό της Ζωοδόχου Πηγής και Μαλακατέ στη διασταύρωση των οδών Κοραή και Σταδίου.
Στο αναλόγιο των ψαλτών του Αγίου Ελισσαίου γνωρίζονται και σφραγίζουν τη φιλία τους οι δύο καλλίφωνοι Αλέξανδροι της λογοτεχνίας, Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης, που κατοικούν επίσης στη Νεάπολη, ενώ το καλοκαίρι του 1887, ο πρύτανης της αθηναϊκής σάτιρας, Γεώργιος Σουρής, λάτρης της συνοικίας, ενοικιαστής διαφόρων κατοικιών μόνον εντός των ορίων της, ανακοινώνει τη μεταφορά των γραφείων του εντύπου του «Ρωμηός», ως εξής: «Ο “Ρωμηός” γνωστόν σας κάνω, πως στο σπίτι μου ανέβη, στην Νεάπολιν επάνω, κι από τούδε συνορεύει με ξενοδοχείον Ξύδη, δυο στο λάδι τρεις στο ξύδι, με Χημείον, με μια μάνδρα, με μεγάλ΄ οικοδομή, και μια χήρα δίχως άνδρα, πούταν άλλοτε μαμμή». Το ξενοδοχείο Ξύδη, ο «Όλυμπος», που αναφέρει ο Σουρής, βρίσκεται στην Ιπποκράτους, είναι το παλαιότερο της περιοχής (μία αγγελία τοποθετεί την έναρξη της επιχείρησης το έτος 1857) και ανήκει σ΄ έναν κοντόχοντρο εύχαρι Ηπειρώτη, τον Γεώργιο Ξύδη, τον οποίο, όταν θα αποβιώσει το 1894, θα αποχαιρετήσει σύσσωμος ο αθηναϊκός Τύπος της εποχής, η εφημερίδα «Εστία» δε με την εξής αναφορά: «ο θάνατος του Γεωργίου Ξύδη, του παλαιού ξενοδόχου της Νεαπόλεως, ο οποίος τόσας εξέθρεψε γενεάς, θ’ ακουσθή μετά συγκινήσεως και θα προκαλέση αναμνήσεις απ’ άκρου εις άκρον της Ελλάδος, της δούλης και της ελευθέρας. Παντού ο αγαθός μπάρμπα-Γιώργης είχε παιδία, καλά παιδία, τα οποία ηγάπα και τα οποία τον ηγάπων». Τα «παιδία» είναι φοιτητές, που διαμένουν στου «κυρ Γιώργη» αντί προσιτού αντιτίμου με πίστωση (το οποίο συνήθως δεν του καταβάλλεται…). Ο κυρ Γιώργης είναι πατέρας για τους φοιτητές κι εκείνοι πράγματι τον αγαπούν πολύ.
Όταν η κυρία Παλαμά ανακαλύπτει ότι στο ισόγειο λειτουργεί οίκος ανοχής
Αυτή την εποχή, το δεύτερο μισό του 19ου αι., ένας άλλος έπηλυς, Ηπειρώτης κι αυτός, από την Πουρνιά Κονίτσης, αναζητεί την τύχη του στην Αθήνα. Έχει έρθει μ΄ ένα μπουλούκι χτιστών, αλλά σύντομα καταλαβαίνει ότι ετούτη η δουλειά είναι πολύ σκληρή για τις δικές του αντοχές κι επιπλέον δεν υπηρετεί το όνειρό του, που είναι το εμπόριο. Έτσι, λοιπόν, αφήνει τους συμπατριώτες και πιάνει δουλειά παραγιός σ΄ ένα μπακαλικάκι της Νεάπολης. Το όνομά του είναι Βασίλης Χρ. Έξαρχος. Ο νεαρός δουλεύει σκληρά, κερδίζει την εμπιστοσύνη και την αγάπη του αφεντικού του και με αιματηρές οικονομίες κι ένα δάνειο από την Εθνική Τράπεζα καταφέρνει να αγοράσει ένα οικόπεδο στα Πινακωτά, μέσα στο οποίο βρίσκονται ένας φούρνος, δύο μαγαζιά με υπόγειο -το ένα από αυτά είναι παντοπωλείο και το κρατά για τον εαυτό του- κι ένα μικρό μαγέρικο. Πάνω από τα μαγαζιά υπάρχουν τρία δωμάτια κι έτσι καθώς ο ίδιος έχει νοικοκυρευτεί με την αγαπημένη του, Μαρία, στήνουν εκεί το σπιτικό τους. Τα υπόλοιπα τα νοικιάζει με χαμηλό αντίτιμο. Περιγράφοντας τη ζωή του Έξαρχου από τις αφηγήσεις του ιδίου, ο συμπατριώτης του, Καλογιάννης, αναφέρει: «ήταν την εποχή εκείνη, άκρη της Αθήνας, χωράφια, που με τη δύση του ήλιου γέμιζαν νέους, έτοιμους ν΄ αρχίσουν με τις σφενδόνες τον μεταξύ τους πετροπόλεμο».
Ο Σουρής, πάντως, κατοικεί στην αρχή στην οδό Πινακωτών 15, κι έπειτα από χρόνια, όταν τα χαμόσπιτα γίνονται σπίτια της προκοπής με αυλές, μετοικεί στη Διδότου 33 και κατόπιν στη Ζωοδόχου Πηγής 58, όπου παραμένει έως τον θάνατό του. Σε αυτά τα σπίτια δέχεται τους φίλους του, γείτονές του οι περισσότεροι, Αριστομένη Προβελέγγιο, Κωστή Παλαμά, Γεώργιο Δροσίνη, Γεώργιο Στρατήγη, Άγγελο Βλάχο, Μπάμπη Άννινο. Όλη την αφρόκρεμα της λογοτεχνίας. Κι από την άλλη, εδώ σε αυτά τα ίδια σπίτια, ο αψύς Σουρής δέχεται την παρέα του για χαρτί, ξημεροβραδιάζεται με την τράπουλα στο χέρι και αρπάζεται με τους συμπαίκτες του όταν χάνει.
Ως «γεννήματα και θρέμματα» της Αθήνας και δη της Νεάπολης καταγράφονται στην ιστορία της περιοχής ο σπουδαίος δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας Τίμος Μωραϊτίνης («Γεννήθηκε στα 1878 στη συνοικία της Νεαπόλεως –χωράφι σχεδόν τότε- σε ένα σπίτι στη γωνία Σόλωνος και Σίνα» καταθέτει ο δημοσιογράφος Τηλέμαχος Γάριος) και ο εξίσου ακριβός ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης, που βλέπει το πρώτο φως της ζωής σε σπίτι της Ευριπίδου, αλλά σύντομα θα μετακομίσουν με τη μητέρα του κοντά στον ναό της Ζωοδόχου Πηγής, όπου νεαρός πια ανακαλύπτει τη μαγεία της ποίησης, συγχρωτιζόμενος με τους ήδη μυημένους υπηρέτες της.
Ο Κωστής Παλαμάς διαμένει επί της οδού Ασκληπιού 3 (υπενθυμίζεται ότι τις πρώτες δεκαετίες θεμελίωσης του νέου ανεξάρτητου κράτους και της πρωτεύουσάς του, Αθήνας, οι πολεοδόμοι – χαράκτες της πόλης, αλίευαν τα ονόματα των δρόμων από την ανεξάντλητη δεξαμενή της αρχαίας κλασικής φιλολογίας. Εξ ου και οι οδοί Αθηνάς, Αιόλου, Ερμού κ.λπ.). Εδώ, στη μονοκατοικία της Ασκληπιού, συγκεντρώνονται τακτικά φίλοι του ποιητή, όπως οι Μαλακάσης, Καρκαβίτσας, Γρυπάρης, Ξενόπουλος και Χατζόπουλος, αλλά και ξένοι, που επιθυμούν να τον γνωρίσουν. Όταν παντρεύεται, μετακομίζει στον δεύτερο όροφο διώροφης κατοικίας επί της οδού Πινακωτών, λίγο μετά τη διασταύρωση με τη Σόλωνος, αλλά λίαν συντόμως ο ίδιος και η συμβία του θα τα μαζέψουν από εκεί… Ο χιουμορίστας Ξενόπουλος θα περιγράψει σε συντροφιά λογοτεχνών: «… με απερίγραπτη φρίκη, λοιπόν, η νιόπαντρη κυρία Παλαμά ανακάλυψε πως στο κάτω πάτωμα λειτουργεί κρυφός οίκος ανοχής κι όπου φύγει, φύγει!»
Η αλήθεια είναι πως στη Νεάπολη μαζί με τους εργάτες, τους φοιτητές και τους υπηρέτες της πολιτικής και των τεχνών, έχουν εγκατασταθεί και κάμποσες επιχειρήσεις λευκής σαρκός, νόμιμες και παράνομες. Αυτή την εποχή, δεύτερο μισό του 19ου αι., ο απολύτως νόμιμος και πλέον φημισμένος είναι οίκος ανοχής της οδού Γραβιάς, ένα διώροφο με μονίμως κλειστά γαλλικά παντζούρια και στριφογυριστή ξύλινη σκάλα με μπρούτζινη καλογυαλισμένη κουπαστή. Στεγάζει την επαγγελματική δραστηριότητα κάμποσων νεαρών –και όχι μόνον- γυναικών, τις οποίες οργανώνει και διευθύνει η περίφημη μαντάμ Μάρω. Κατά τα λοιπά, στα δρομάκια της περιοχής λειτουργούν «σπίτια» μεμονωμένων «κοριτσιών», που εργάζονται νομίμως με άδεια και υγειονομική επιτήρηση (κυκλοφορούν και νοσήματα!).
«Αργότερα, την περίοδο του μεσοπολέμου, εδώ, στην οδό Μάρκου Ευγενικού, θα στεγάσει και την επιχείρησή της, η «αγία πόρνη» Γαβριέλλα Ουσάκοβα, που θα κρύψει πατριώτες από τους ναζί, θα ταΐσει γείτονες με το αντίτιμο της δουλειάς της και εντέλει, χρόνια μετά, θα βρεθεί στραγγαλισμένη, θύμα ενός αποτρόπαιου εγκλήματος που δεν θα εξιχνιαστεί ποτέ».
Στο βιβλίο του με τίτλο «Εύθυμη Ηθογραφία της παληάς Αθήνας», ο Βασίλης Αττικός ιστορεί μία ξεκαρδιστική υπόθεση, που διαδραματίζεται στις αρχές του 20ου αι. στη Νεάπολη, στη συμβολή των δρόμων Κάνιγγος και Γαμβέττα, όπου υπάρχει ένας φούρνος της συμφοράς, μ΄ ελάχιστη πελατεία. Κάποια περίοδο, ωστόσο, παρατηρείται στο μαγαζί μία ύποπτη κινητικότητα. Διάφοροι περίεργοι τύποι μπαινοβγαίνουν για ψωμί, κινώντας την υποψία της Αστυνομίας, που αποφασίζει να κάνει «γιουρούσι». Τότε αποκαλύπτεται ότι στο πίσω μέρος του φούρνου λειτουργεί παράνομο «σπίτι», το οποίο έχει εγκαταστήσει γνωστή μαντάμ της περιοχής, η περίφημη Μαρίνα, καταβάλλοντας τη σχετική… προμήθεια στον φούρναρη. Αποτέλεσμα είναι Μαρίνα, φούρναρης, «κορίτσια» και πελάτες να οδηγηθούν «κλωτσοπατηδόν» στο Τμήμα.
Από Νεάπολη, Εξάρχεια
Όλα εδώ, λοιπόν. Στη Νεάπολη, στην άλλη πλευρά του αστικού πεδίου, όπου πριν λίγες δεκαετίες, επικρατούσε «σκότος και έρεβος» καθώς λέγανε οι γραμματιζούμενες κυρίες που θαρρείς και η ανατολική πλαγιά των ανακτόρων οριοθετούσε δύο κόσμους και κείνες δεν τολμούσαν να διαβούν τη νοητή γραμμή από τον έναν στον άλλον… Η αλήθεια είναι ότι, με ψήφισμά του Δημοτικό Συμβούλιο στα μέσα του 19ου αι. όριζε ως ακροτελεύτιο μέρος της πόλης των 25.000 κατοίκων –και συνεπώς το συμπεριελάμβανε στο σχέδιο πόλεως- την οδό Βουλεβάρτου ή Βουλεβαρίου και ζητούσε από τους γεοκτήτες πέραν αυτού να εκποιούν τη γη τους μόνο όταν αυτή προορίζεται για καλλιέργεια.
«Δεν παρήρχετο ημέρα, χωρίς να σημειωθεί και μία δολοφονία ή κλοπή σπουδαία. Οι κάτοικοι ήρχισαν να φοβώνται πολύ περί της ασφαλείας της ζωής και της περιουσίας των και αι Αρχαί είδον ότι έπρεπε πλέον να λάβουν έντονα μέτρα κατά των κακοποιών» θα περιγράψει χρόνια μετά, ο γγ του δήμου Αθηναίων επί δημαρχίας Σπύρου Μερκούρη (1899-1914), Γ. Π. Παρασκευόπουλος.
Κι όμως, εδώ στη νέα γειτονιά, που προοριζόταν για καλλιεργούμενη έκταση, τη ζωηρή γειτονιά, όπου στην ανατολή του 20ου αι. η ζωή εξελίσσεται με την καλή της και την ανάποδή της, τη γειτονιά των εργατών και των φοιτητών και των εκκολαπτόμενων διανοουμένων και των καλλιτεχνών και των ιερόδουλων υπάρχει χώρος για όλους. Ο πληθυσμός αυξάνεται, η πόλη απλώνει, μαζί και το σχέδιό της, τα χωράφια δίνονται το ένα μετά το άλλο και σπιτικά και καταστήματα ξεπετιόνται σαν μανιτάρια εδώ κι εκεί. Η θαυμάσια τριλογία καλλωπίζει την Πανεπιστημίου, το Πολυτεχνείο που έχει χτιστεί σε οικόπεδο δωρεά του ζεύγους Τοσίτσα αποτελεί ήδη μία πολύβουη κυψέλη νιότης, σκέψης και γνώσης και το Δημοτικό Νοσοκομείο επί της Ακαδημίας ανάμεσα σε Μασσαλίας και Ασκληπιού (κατοπινό Πνευματικό Κέντρο του δήμου Αθηναίων) είναι στα σκαριά. «Αφιερούται τη επιστημονική εργασία» αναγράφεται σε εμφανές σημείο στο νεότευκτο κτήριο του Χημείου επί της οδού Σόλωνος (εγκαινιάστηκε το 1890), του πρώτου αυτού ελληνικού επιστημονικού εργαστηρίου, που κατασκεύασε ο αρχιτέκτονας Καραγιαννόπουλος επάνω σε ελαφρώς τροποποιημένα σχέδια του Τσίλερ. Είναι όλοι ευτυχείς για το νέο απόκτημα. Κράτος, πανεπιστήμιο και κυρίως οι φοιτητές της Χημείας και της Ιατρικής, που δε θα χρειάζεται πλέον να κάνουν τα μαθήματά τους στο Βασιλικό Φαρμακείο, που εκτελούσε χρέη εκπαιδευτικού εργαστηρίου.
Όπως κάθε συνοικία με ζωηρούς κατοίκους, που αυξάνονται και πληθύνονται, έτσι και η Νεάπολη υπογράφει την παρουσία της και στα αστυνομικά δελτία… Μία καλοκαιρινή νύχτα του 1889 έξι μεθυσμένοι νεαροί εισβάλλουν πρώτα σε καφενείο της περιοχής, όπου τα κάνουν «γυαλιά καρφιά» και ακολούθως επιχειρούν αντίστοιχη εισβολή σε οίκο ανοχής επί της οδού Πινακωτών. Πλην, όμως, ο οίκος «προστατεύεται» όχι μόνον από τα θεόκλειστα παραθύρια του, αλλά και από οπλοφόρους μπράβους, οι οποίοι στους λιθοβολισμούς των μεθυσμένων νεαρών, απαντούν με πυροβολισμούς! Οι νεαροί ακροβολίζονται και συνεχίζουν τον λιθοβολισμό. Αλλά και οι από μέσα δεν σταματούν το πιστολίδι. Το επεισόδιο θα λήξει με την επέμβαση σημαντικής αστυνομικής δύναμης και τη μεταφορά κάποιων τραυματιών σε κοντινό φαρμακείο για τις πρώτες βοήθειες.
Η πόλη από μόνη της έχει αναπτύξει δυναμική, που δεν ανακόπτεται.
Στο μεταξύ, ο μεγαλομπακάλης πλέον Έξαρχος, που έχει αγοράσει κι ένα ακόμα οικόπεδο στην ανερχόμενη Κυψέλη, γίνεται σημείο αναφοράς στη Νεάπολη. Δικά του παιδιά δεν έχει, αλλά κάνει παιδιά του τους Ηπειρώτες φοιτητές, που έρχονται «μιλημένοι» στην Αθήνα και ζητούν την υποστήριξή του. Όταν τα εμβάσματα των οικογενειών τους καθυστερούν, φροντίζει αυτός να τους «καλύπτει». Η λύση εκείνων που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες ταυτίζεται με τον επιχειρηματία των Πινακωτών. Τα πόδια τους πάνε κάποτε μόνα τους… «στου Έξαρχου», που ξαναβαφτίζει τη Νεάπολη σε Εξάρχεια και φεύγει για πάντα μια καλοκαιριάτικη νύχτα του 1910, εν μέσω θρήνων και σπαραγμών από τη φοιτητιώσσα νεολαία.
Στις αρχές του 20ου αι. ο χαρακτήρας της νέας συνοικίας παγιώνεται πια στα φιλολογικά καφενεία της. Λογοτέχνες και καλλιτέχνες ζυμώνονται ανταλλάσσοντας εμπνεύσεις και καπνίζοντας. Από κοντά φοιτητές παίρνουν μαθήματα ζωής. Ο «Μαύρος Γάτος» στη διασταύρωση της Ακαδημίας με την Ασκληπιού μετατρέπεται σε φιλολογική φωλιά. Το ίδιο και η «Λεύκα» και ο «Σοφός Κοραής» και ο «Καρατζάς» στην οδό Προαστίου, που θα μετονομαστεί σε Εμ. Μπενάκη.
Αλλά κάθε στέκι αποκτά τους δικούς τους θαμώνες και τα καφενεία της περιοχής μοιράζονται. Κάποια από αυτά, από τόποι μάζωξης της νεολαίας και ανταλλαγής προβληματισμών μετατρέπονται σε λέσχες με ιδιαίτερα δωμάτια. Στα τραπέζια του τζόγου χάνονται από χαρτζιλίκια και μεροκάματα έως σπίτια και οικόπεδα. Τα πνεύματα συχνά πυκνά οξύνονται, τα επεισόδια πληθαίνουν και κατά έναν ανεξήγητο λόγο, οι αντιδράσεις της Αστυνομίας είναι χλιαρές. Στην προσπάθειά του να βάλει τη ζωή της περιοχής σε μία… σειρά, ανακόπτεται ακόμα κι αυτός ο περίφημος αστυνομικός διοικητής Μπαϊρακτάρης. Θαρρείς και η περιοχή «εθιμικώ δικαίω» έχει μπει σε άβατο…
Από τη λαμπρή λεωφόρο στα υποφωτισμένα στενά
Ο νέος αιώνας βρίσκει τα Εξάρχεια αραξοβόλι των ανήσυχων πνευμάτων. Οι φοιτητές είναι πάντα εδώ, οι διανοούμενοι επίσης, αλλά και γενικότερα όσοι αναζητούν τρόπους να εκφραστούν μακριά από τις συμβάσεις μιας πρωτεύουσας, που προσπαθεί μανιωδώς, αλλά δεν τα καταφέρνει και πολύ, να ακολουθήσει τα βήματα της Ευρώπης. Τα Εξάρχεια δεν έλκουν πια κατοίκους επειδή είναι συνοικία φτηνή και βολική στη μετακίνηση. Τα Εξάρχεια είναι ταυτοποιημένη εστία του προβληματισμού και της διανόησης, η κυψέλη μιας πλημμυρίδας μελισσών, που κυοφορεί και γεννάει αντικομφορμισμό, αντισυμβατικότητα, αντίδραση, επανάσταση σε κάθε τι στατικό, σε κάθε τι οπισθοδρομικό. Και ασφαλώς, σε μία τέτοια κυψέλη δεν θα μπορούσαν παρά να αναζητήσουν την έδρα τους και οι εκδοτικοί οίκοι της χώρας.
Οι κάτοικοι των Εξαρχείων δημιουργούν τη λαμπρή φήμη της γειτονιάς τους
Κατά τον μεσοπόλεμο, που ο πληθυσμός της Αθήνας με τον ερχομό των προσφύγων από τη Μικρασία έχει πολλαπλασιαστεί, τα χαμόσπιτα δίνουν τη θέση τους σε πολυώροφες κατοικίες. Οι αρχιτέκτονες των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, εφαρμόζουν εδώ τα πειράματά τους και τα περισσότερα τους βγαίνουν. Η οδός Πατησίων, που με τη χάραξή της το 1864 θα οδηγούσε στα… εξωτικά Πατήσια, από την πλατεία Ομονοίας ίσαμε τα Εξάρχεια και μετά την ολοκλήρωση της ανέγερσης του Αρχαιολογικού Μουσείου (1889), σφύζει από θαυμαστά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα και ζωή, τόσο ώστε να αποτελεί σταθερή επιλογή επιχειρηματιών του θεάτρου, που στήνουν αίθουσες θεάματος πέριξ των Εξαρχείων και «τραβούν» στρατιές καλλιτεχνών στη γειτονιά.
Τα μέσα του 2ου αι. θα είναι για την περιοχή ανθηρά και λαμπερά. Από εδώ, εκτός από την αφρόκρεμα της λογοτεχνίας, θα περάσουν, μεταξύ πολλών άλλων, οι Μ. Κατράκης, Μ. Θεοδωράκης, Μ. Χατζηδάκις, Αλ. Μυράτ, Ελ. Λαμπέτη, Μ. Πλωρίτης, Γ. Μιχαλόπουλος, Χρ. Τσαγανέας, Μ. Κοτοπούλη, Ν. Τζόγιας, Μ. Κάλας, Σ. Βέμπο, Σπ. Σκούρας, Ι. Νταϊφάς, Φρ. Γερμανός, Κ. Ταχτσής. Σ΄ ένα διαμέρισμα της πολυκατοικίας Ασκληπιού και Αραχώβης θα μείνουν και ο Ανδρέας Παπανδρέου με τη μητέρα του, Σοφία Μινέικο, όταν εκείνος είναι ακόμα φοιτητής.
Τα επόμενα χρόνια, η διαδρομή των Εξαρχείων θα αρχίσει να παίρνει μια αντισυμβατική μορφή. Από τη Μεταπολίτευση και μετά τα Εξάρχεια είχαν πάντα μια επαναστατική κουλτούρα, που έδιναν μορφή και χώρο στην πολιτική και νεανική διαμαρτυρία αλλά και σε μορφές συλλογικοποίησης που προήγαγαν έναν διαφορετικό τρόπο ζωής. Αν και άλλες φορές αυτή η κουλτούρα έμενε κυριολεκτικά μόνο στη σφαίρα της κουλτούρας και δεν γινόταν ποτέ τίποτα πιο χειροπιαστό και μακροχρόνιο πέρα από σπασμωδικά ξεσπάσματα, ήταν σημείο συνάντησης ανθρώπων με κοινωνικούς προβληματισμούς.
Κι όμως, τα Εξάρχεια αποτελούν το ιδανικότερο αστικό πεδίο συμπύκνωσης ενάρξεων και διελεύσεων για όλες τις κοινωνικές τάξεις, τις φυλές και τις ηλικίες. Ακριβώς αυτή η ετερογένειά της θα φανεί από τους ίδιους τους δρόμους που ξεκινούν από την πλατεία και καταλήγουν στα βάθη της αστικής ιστορικής μνήμης.