Στις πολυκατοικίες πίσω από την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου Αεροπαγίτη, στο Κολωνάκι, μια μοβ ολάνθιστη παντιέρα ανεμίζει, πέρα δώθε, πέρα δώθε, με κάθε φύσημα του αέρα, με κάθε αόρατη κίνηση του σύμπαντος, με κάθε ανοιγόκλεισμα του ματιού. Η άνοιξη στην Αθήνα μόλις καθιερώθηκε. Είναι επίσημο. Μόλις τα μοβ λουλούδια της γλυσίνας ανθίσουν δίνεται το εναρκτήριο λάκτισμα. Το ίδιο οπτικό εφέ μεταφέρεται καρέ-καρέ, από γειτονιά σε γειτονιά, κρέμεται πάνω σε μπαλκόνια και αναρριχάται μπροστά από ανοιχτά παντζούρια, σε μία αθόρυφη περφόρμανς της φύσης.
Λίγο πιο κάτω, στους Αμπελόκηπους, στολίζει τις πολυκατοικίες του μοντερνισμού, χρόνια τώρα, σαν θεατής της αστικής ιστορίας αλλά ταυτόχρονα και σαν αδιάφορος παρατηρητής.
Η γλυσίνα, το ανθεκτικό αναρριχώμενο φυτό με τα πανέμορφα κρεμαστά λουλούδια σε μορφή τσαμπιού είναι επίσης γνωστή ως γουιστέρια ή γλυτσίνια, η γλυσίνα και έχει την ικανότητα να ψηλώνει και να απλώνεται πολύ γρήγορα, καλύπτοντας μεγάλες επιφάνειες με την πλούσια ανθοφορία της.
Υπάρχουν διάφορα είδη γλυσίνας, με πιο γνωστή στην χώρα μας την κινέζικη γλυσίνα (Wisteria sinensis), διαβάζουμε στο σάιτ mistikakipou.gr ενώ η Λένα Κορομηλά στο βιβλίο της «Η γλυσίνα» (εκδόσεις Ιωλκός) ξεκινάει ως εξής:
«Ανοίγει το πορτάκι της μακρόστενης ξυλόσομπας στην κουζίνα και με τη μασιά σκαλίζει στάχτες και αποκαΐδια. Σπρώχνει ένα κούτσουρο και το φυσάει δυνατά. Δηλαδή, αντιγράφει την ίδια κίνηση που έχει δει πολλές φορές να κάνει η μητέρα της. Θα λείψει για λίγο, της έχει πει. Αυτό το “λίγο”, όμως, της φαίνεται αιώνας. Το ξύλο της οξιάς, μπορεί να είναι και βελανιδιάς –ακόμα δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα δέντρα–, φουντώνει. Γονατιστή χαζεύει τις φλόγες να τυλίγουν την γκρίζα φλούδα. Παίρνει στην αγκαλιά της την Πριγκίπισσα. “Η φλούδα του ξύλου” της λέει “μοιάζει με το δέρμα του ελέφαντα. Το ήξερες αυτό;”. Εκείνη, ούτε τα μάτια ανοιγοκλείνει, ούτε κλαίει. Σωπαίνει. Ποτέ δεν της έχει απαντήσει σε τίποτα. Σωπαίνει και καταλαβαίνει».
Τα κλαδιά και τα άνθη φαίνεται να χαμηλώνουν το κεφάλι τους σε μια ευγενική ικεσία. Αυτές οι χειρονομίες του ίδιου του φυτού μας βοηθούν να κατανοήσουμε το μεγαλείο του και τη μοναδικότητά του.
Η γλυσίνα, η οποία ανθίζει μέσα στην άνοιξη με εξόχως εντυπωσιακό τρόπο σε περιούσιες αποχρώσεις του βιολετί, του μωβ και του μπλε δεν είναι παρούσα στην πόλη παρά μόνο 3 με 4 εβδομάδες χαρίζοντας ένα γλυκό απαλό άρωμα. Μετά χάνονται τα άνθη της, χάνεται και το αποτύπωμα της ευτυχίας στη θέα τους.
Από την Ευρώπη έως την Ιαπωνία, η συμβολική σημασία της γλυσίνας έχει παρατηρηθεί, καταγραφεί και τιμηθεί, ενώ εμφανίζεται στην τέχνη και στον κινηματογράφο για τον ισχυρό συμβολισμό της.
Η γλυσίνα είναι γνωστό ότι ζει έως και 100 χρόνια και ακόμη περισσότερο (υπάρχει ένα δέντρο γλιστρίδας 1200 ετών στην Ιαπωνία). Η μακροζωία της προσδίδει τη συμβολική σημασία της αθανασίας και της μακροζωίας.
Το νόημα και ο συμβολισμός της μιλάει για την αγάπη που χάθηκε, αλλά και για την ικανότητα της καρδιάς να αντέχει παρά την απώλεια. Πώς; Επειδή τα πεσμένα άνθη συμβολίζουν τη θλίψη σε πολλούς πολιτισμούς. Ωστόσο, η προθυμία της να ζει ανεξάρτητα από τη θλίψη είναι μια μαρτυρία για την ελπίδα. Με άλλα λόγια, το φυτό που κλαίει εκφράζει τον πόνο, αλλά είναι επίσης δυνατό και ικανό να ζει (ακόμη και να ανθίζει) μέσα στην κακομεταχείριση και τις σκληρές συνθήκες.
Πόσοι αστικοί μύθοι άραγε να έχουν υπάρξει με αφορμή τις γλυσίδες της Αθήνας; Πόσα φιλιά, ραντεβού, μυστικά, χαρές και ιστορίες που περνούν από στόμα σε στόμα να εμπνέονται από τα μοβ λουλούδια τους;
Για την πολιπολιτισμικότητα του πράγματος οι βουδιστές Σιν θεωρούν επίσης την έννοια της γλυσίδας ως σύμβολο προσευχής, ή στοχαστικού σεβασμού. Τα κλαδιά και τα άνθη φαίνεται να χαμηλώνουν το κεφάλι τους σε μια ευγενική ικεσία. Αυτές οι χειρονομίες του ίδιου του φυτού μας βοηθούν να κατανοήσουμε το μεγαλείο του και τη μοναδικότητά του. Έστω και για 3 με 4 εβδομάδες τον χρόνο.