Αν «σκρολάρετε» στο παρόν άρθρο από το κινητό σας τηλέφωνο, περπατώντας στο κέντρο της Αθήνας, είναι πιθανό αυτή την στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, να περνάτε πάνω από ένα παλιό καταφύγιο της εποχής του Μεσοπολέμου. Δεν θα το καταλάβετε, ούτε θα δείτε κάποιο ενδεικτικό σημείο που να σας το φανερώνει, αλλά μην αυταπατάστε: το υπέδαφος κάτω από τα πόδια σας κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι συμπαγές.
Και είναι κούφιο επειδή η υπόγεια Αθήνα διαθέτει χιλιάδες καταφύγια πολέμου, που θα χρησιμοποιούνταν κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Περπατάμε λοιπόν εδώ και 80 χρόνια, κοντά πέντε εκατομμύρια άνθρωποι, πάνω σε μια κούφια πόλη;
«Ξεκάθαρα», μας λέει ο ερευνητής Κωνσταντίνος Κυρίμης, ο οποίος ανέλαβε να μας ξεναγήσει νοητά σε κάποια από τα υπόγεια καταφύγια που διαθέτει η Αθήνα και ο Πειραιάς. Και λέμε «νοητά» γιατί η πρόσβαση σε αυτά τα καταφύγια της εποχής του Μεσοπολέμου είναι είτε αδύνατη για τεχνικούς και χωροταξικούς λόγους (μπαζώματα ή καταρρεύσεις), είτε πρέπει να βγουν ειδικές άδειες πρόσβασης σε αυτά, κατόπιν αιτήματος σε κρατικές υπηρεσίες, κάτι το οποίο μπορεί να κρατήσει μέχρι και μήνες –ή να μην εγκριθεί ποτέ το αίτημα.
Ευτυχώς, ο κ. Κυρίμης – ο οποίος εργάζεται ως αναλυτής συστημάτων πληροφορικής – έχει ως προσωπικό του πάθος την εξερεύνηση και την καταγραφή των καταφυγίων αυτών. Ένα πάθος που έχει αποτυπωθεί και σε μια εγκυρότατη και εκτενή βιβλιογραφία, τόσο προσωπική, όσο και με την έγκριση και «σκέπη» κρατικών φορέων, οι οποίοι συνδράμουν στις έρευνές του.
Πως ορίζεται λοιπόν ένα καταφύγιο κατά την στρατιωτική ορολογία; Όπως μου λέει ο κ. Κυρίμης, όλα ξεκίνησαν το 1936, επί Ιωάννη Μεταξά, όταν κατάλαβε ότι οδεύουμε σύντομα προς έναν μεγάλο πόλεμο, οπότε σκέφτηκε να κατασκευάσει καταφύγια –όπερ και εγένετο σε μια φρενήρη κατασκευαστική δραστηριότητα μιας γεμάτης τετραετίας, δηλαδή μεταξύ 1936-1940. «Τότε υπήρχε η Ανωτέρα Διοίκηση Αντιαεροπορικής Αμύνης (ΑΔΑΑ), μια ειδική “επιτροπή σοφών”, ας πούμε, στην οποία μετείχαν στρατιωτικοί, αλλά και πολίτες, όπως αρχιτέκτονες, καθηγητές πανεπιστημίου και μηχανικοί, οι οποίοι ρύθμισαν από κοινού το αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο, από το οποίο εξαρτιόταν η κατασκευή τους. Έτσι λοιπόν, υπήρχαν πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές γι’ αυτά: όλα ήταν ξεκάθαρα ρυθμισμένα, π.χ. το πλήθος και το μέγεθος των θαλάμων, η διαρρύθμιση των χώρων, η φύση των δομικών υλικών, το πάχος των τοίχων, το είδος των θωρακισμένων θυρών».
Σύμφωνα με τον ερευνητή, «κάποια κατασκευαστικά στοιχεία, όπως θωρακισμένες πόρτες, κεντρικοί θάλαμοι, βοηθητικοί θάλαμοι, προθάλαμοι, στοές, έξοδοι διαφυγής, χώροι υγιεινής, δεξαμενές ύδατος, απαντώνται στα περισσότερα καταφύγια. Επίσης, στα καταφύγια απαγορευόταν ρητώς να περνάνε οι κεντρικές σωληνώσεις νερού του κτιρίου, γιατί αν τρυπούσαν, τότε θα πλημμύριζε το καταφύγιο και οι άνθρωποι θα πέθαιναν σαν τα ποντίκια».
Οπότε, η επόμενη εύλογη ερώτηση είναι η εξής: πόσα καταφύγια έχουμε που να φτιάχτηκαν εκείνη την εποχή;
«Ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος στα απομνημονεύματα του κάνει λόγο για 400 δημόσια καταφύγια. Παράλληλα, από στρατιωτικές πηγές πληροφορούμαστε ότι σε νεόδμητα κτίρια (πολυκατοικίες, τράπεζες, εργοστάσια, κλπ), κατασκευάστηκαν περίπου 5.500 νέα καταφύγια. Επειδή το κράτος δεν μπορούσε (οικονομικά και χρονικά) να κατασκευάσει μόνο του όλα τα καταφύγια που έπρεπε, μοιραία μετακύλισε ένα μέρος αυτού του έργου, στον ιδιωτικό τομέα (σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα). Συγκεκριμένα, με αναγκαστικό νόμο του 1936, απαγορευόταν να χτιστεί κτίριο από τρεις ορόφους και πάνω (του ισογείου συμπεριλαμβανομένου) αν δεν υπήρχε πρόβλεψη για καταφύγιο. Αυτός ο νόμος καταργήθηκε το 1956.
Πάντως η έναρξη του Β’ ΠΠ, βρήκε την Αττική με περίπου 12.000 καταφύγια, σύμφωνα με δημοσιεύματα εφημερίδων. Αυτός ο τεράστιος αριθμός συμπεριλαμβάνει και τα “εκ-διασκευής καταφύγια”. Για να ξεκαθαρίσουμε τη διαφορά : Υπήρχαν τα καταφύγια εκ-κατασκευής και τα εκ-διασκευής. Τα εκ-κατασκευής χτίστηκαν με ειδικές προδιαγραφές, εξ’αρχής ως καταφύγια-πολέμου. Τα εκ-διασκευής, ήταν υφιστάμενοι χώροι (υπόγεια κτιρίων, σπηλαιώματα, στοές, παλιά ορυχεία, κλπ) που ενισχύθηκαν δομικά και τοποθετήθηκε εξοπλισμός (πόρτες, φωτισμός, κλπ) και μετατράπηκαν σε (πρόχειρα) καταφύγια».
«Ταβάνι» η τρίωρη διάρκεια παραμονής εντός αυτών
Έχουμε συνηθίσει από τις χολιγουντιανές ταινίες καταστροφής, τύπου «Μέρα Ανεξαρτησίας», που βλέπουμε τους πολίτες που κρύβονται στα καταφύγια, να παραμένουν εκεί για μέρες ολάκερες. Γίνεται όντως αυτό; Να υπάρχει ένα καταφύγιο με πρόβλεψη παραμονής εντός αυτού για απανωτά 24ωρα;
«Αυτή η πολυήμερη παραμονή, δεν υφίστατο ως ιδέα, εκείνη την εποχή», μας αποσαφηνίζει ο κ. Κυρίμης, ο οποίος μας ξεκαθαρίζει ότι υπήρχε επίσημα θεσπισμένος μέγιστος χρόνος παραμονής σε ένα καταφύγιο και αυτός ήταν αυστηρά για τρεις ώρες.
«Οι αρμόδιοι επιτελείς της εποχής θεώρησαν ότι το διάστημα των 180 αυτών λεπτών επαρκούσε πλήρως για την προσφυγή στο καταφύγιο, την παραμονή κατά τον βομβαρδισμό, την πρόβλεψη για ένα δεύτερο, πιθανώς, κύμα βομβαρδισμών καθώς και τον χρόνο που απαιτούνταν για τον απεγκλωβισμό των πολιτών σε περίπτωση που έφραζε η είσοδος ή υπήρχε εξωτερικός κίνδυνος (πυρκαγιά, χημικά, κλπ)».
Το βασικό, ωστόσο, κατά τον ερευνητή, είναι ότι μεταξύ 1936-1940 όλος ο πληθυσμός συμμετείχε υποχρεωτικά σε ασκήσεις αεράμυνας και όλοι οι Έλληνες τότε, από τους ενήλικες μέχρι τα παιδιά στα σχολεία, ήξεραν και που να πάνε και πως να προφυλαχθούν σε μια ώρα ανάγκης.
«Η τότε φιλοσοφία του καθεστώτος Μεταξά ήταν η εξής: για να σωθούμε από μια αεροπορική επιδρομή, δεν φτάνει μόνο να υπάρχει ένα γερό καταφύγιο, αλλά χρειάζεται να εκπαιδευτεί και ο κόσμος. Κάπως έτσι, ξεκίνησαν στην Αττική ειδικές ασκήσεις αεράμυνας, οι οποίες εντατικοποιήθηκαν ιδιαίτερα από το 1938. Οι ασκήσεις αυτές ήταν τόσο ρεαλιστικές, ώστε στον αττικό ουρανό πετούσαν κανονικά αεροπλάνα ερχόμενα σε κύματα, υπήρχαν κανονικά πυρά που έριχναν οι πυροβολαρχίες από το Φάληρο, ενώ υπήρχε μέχρι και προσομοίωση φωτιάς –ήταν μια εξαιρετικά ρεαλιστική στρατιωτική άσκηση. Μάλιστα, οι… πρόβες τζενεράλε αποτελούσαν τότε το κοινωνικό γεγονός της εποχής και μεταδίδονταν ζωντανά από το ραδιόφωνο, σαν να επρόκειτο για τελικός Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός, γιατί πολλοί ήθελαν να πάνε να τις δούνε από κοντά και επικρατούσε το αδιαχώρητο –οπότε ελήφθη η απόφαση της παναθηναϊκής τους μετάδοσης δια ραδιοφώνου. Είχαν οριστεί και ειδικά σημεία (λόφοι, κλπ) απ’ όπου το κοινό μπορούσε να τις παρακολουθήσει».
Κούφια γη
Συνεπώς, με την έννοια αυτή, παντού στην Αττική υπάρχουν, δυνητικά, υπόγεια καταφύγια τα οποία μάλιστα μπορεί να κρύβονται κάτω από τα πιο απίθανα σημεία.
«Όσο πιο κοντά στο κέντρο της πρωτεύουσας είμαστε, τόσο περισσότερα καταφύγια υπάρχουν: λόγου χάρη, το Σύνταγμα γύρω γύρω έχει πολλά καταφύγια. Ομοίως, όλη η περιοχή από το Κολωνάκι μέχρι την Ομόνοια, είναι σκαμμένη από κάτω. Αξιωματικά μιλώντας, καταφύγια χτίζονταν πάντα είτε κοντά στα κέντρα των μεγαλουπόλεων, είτε κοντά σε λιμάνια, εργοστάσια και σταθμούς τρένων – γι’ αυτό και ο Πειραιάς έχει επίσης πληθώρα καταφυγίων. Επίσης, καταφύγια χτίστηκαν μέσα σε κρατικά κτίρια και σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις», επισημαίνει ο κ. Κυρίμης, προσθέτοντας ότι, ταυτόχρονα με την ύπαρξη των υποδομών αυτών, υπήρχαν και τα αντίστοιχα «Αγήματα Παθητικής Αεράμυνας» τα οποία διέθεταν συνεργεία αποκατάστασης βλαβών, συνεργεία απεγκλωβισμού, συνεργεία τραυματιοφορέων και συνεργεία ανίχνευσης/εξουδετέρωσης χημικών ουσιών και προσέτρεχαν άμεσα σε περίπτωση που ένα καταφύγιο είχε βομβαρδιστεί και οι πολίτες έπρεπε να βγουν από αυτό.
Ο κ. Κυρίμης συνέχισε εξιστορώντας μου δυο χαρακτηριστικές περιπτώσεις στις οποίες τα καταφύγια αποδείχθηκαν παγίδα θανάτου γι’ αυτούς που κρύφτηκαν μέσα τους.
Στην πρώτη, ο μηχανικός που το έφτιαξε, σε αντίθεση με ό,τι όριζαν οι κανονισμοί, άφησε να περάσουν από το καταφύγιο οι κεντρικές σωληνώσεις ύδατος, οι οποίες λόγω των βομβαρδισμών έσπασαν. Το καταφύγιο πλημμύρισε με νερό και οι άνθρωποι πνίγηκαν προτού προλάβουν να απεγκλωβιστούν.
Στην δεύτερη και πλέον χαρακτηριστική (όπως και εξίσου τραγική) περίπτωση, τον Ιανουάριο του 1944 όταν βομβάρδισαν οι Σύμμαχοι τον Πειραιά, χτυπήθηκε ένα καταφύγιο κοντά στο λιμάνι που άνηκε στην «Ηλεκτρική Εταιρεία του Πειραιά» και στο οποίο είχαν βρει προστασία περίπου 70 μαθήτριες της Οικοκυρικής Σχολής μαζί με τις δασκάλες τους.
«Το καταφύγιο άντεξε μεν, αλλά η πολυκατοικία από πάνω του γκρεμίστηκε και τα θραύσματά της έφραξαν την έξοδο. Οι κάτοικοι προσπαθούσαν με πρόχειρα μέσα να ανοίξουν μια τρύπα προκειμένου να βγάλουν έξω τις εγκλωβισμένες μαθήτριες αλλά μετά από λίγο έλαβε χώρα και δεύτερος βομβαρδισμός και η είσοδος φράκαρε εντελώς. Αυτό συνέβη, γιατί εν μέσω Κατοχής, δεν υπήρχαν πλέον οργανωμένα Αγήματα Παθητικής Αεράμυνας. Και τα κορίτσια αυτά πέθαναν από ασφυξία», μας εξιστορεί ο κ. Κυρίμης.
Η μουσειακή αξία των καταφυγίων
Αν αφήσουμε στην άκρη όλες αυτές τις τραγικές ιστορίες, η αλήθεια παραμένει μια: μπορείς κάλλιστα να κάνεις τα ψώνια σου στο Κολωνάκι και από κάτω να κρύβεται και να υπάρχει μια άλλη Αθήνα, μια υπόγεια πόλη που κατά την διάρκεια της Κατοχής, χρησιμοποιούταν για την σωτηρία των κατοίκων της.
«Προ καιρού είχα επισκεφτεί ένα καταφύγιο στο κέντρο, κάτω από την οδό Βουκουρεστίου», μας διηγείται ο κ. Κυρίμης, «εγώ ήμουν πέντε μέτρα κάτω από την γη και από πάνω μου, ο κόσμος έκανε αμέριμνος τα ψώνια του. Απίθανο».
Καλά ο ερευνητής που γνωρίζει τα μυστικά του χώρου, αλλά εμείς, οι «κοινοί θνητοί», υπάρχει άραγε τρόπος να καταλάβουμε ότι, αφενός κάπου από κάτω μας κρύβεται μια σήραγγα ή ένα καταφύγιο και αφετέρου, υπάρχει κάπου, κάπως μια έξοδος που να οδηγεί στην… άνω Αθήνα και το πεζοδρόμιο;
«Η πρόσβαση σε πολλά καταφύγια πολυκατοικιών γίνεται από την είσοδο. Μπαίνεις από την είσοδο, περνάς και κατεβαίνεις το κλιμακοστάσιο και φτάνεις στην αρχή του καταφυγίου. Όσον αφορά στην έξοδο κινδύνου, που πάντα υπάρχει σε αυτές τις περιπτώσεις, αυτή υπάρχει ασφαλώς και σε βγάζει σε στο πλησιέστερο πεζοδρόμιο. Μέσα στα καταφύγια υπάρχει ένα μικρό δωματιάκι σαν χώρος διαφυγής. Εκεί υπάρχουν επιτοίχια μεταλλικά σκαλοπάτια που αν τα ανέβεις σε βγάζει σε μια μεταλλική ανθρωποθυρίδα και από εκεί ξανά στον πάνω κόσμο», μου λέει.
«Σαν στις ταινίες δηλαδή, που βλέπουμε έναν άνθρωπο να βγαίνει στο δρόμο από έναν υπόνομο;», τον ρωτάω.
«Ακριβώς αυτό. Αυτές οι ειδικές ανθρωποθυρίδες που μοιάζουν με καλύμματα υπονόμου, δεν είναι άλλο από εξόδους διαφυγής των αθηναϊκών καταφυγίων. Το έμπειρο μάτι μπορεί να καταλάβει ανάμεσα στο κάλυμμα ενός υπονόμου και στο κάλυμμα μιας ανθρωποθυρίδας: είναι θέμα σχήματος, θέμα μεθόδου κλεισίματος του καλύμματος, θέμα εγγύτητας σε κρίσιμες εγκαταστάσεις», συνοψίζει ο κ. Κυρίμης, ο οποίος αφού πρώτα ασχολήθηκε μόνος του (και συνέγραψε και δυο βιβλία για τα καταφύγια, τα οποία και αυτοεξέδωσε), στη συνέχεια, και αφού πρώτα τον προσέγγισε η «Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού», άρχισε τη συστηματική καταγραφή των υποδομών αυτών. Έτσι, σε συνεργασία μαζί τους φτιάχτηκαν και δύο τόμοι αυτής της ιστορικής καταγραφής, με τον πρώτο να έχει ήδη κυκλοφορήσει και τον δεύτερο να είναι υπό έκδοση, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος κυκλοφόρησε και ένα ακόμη βιβλίο που αφορά στα υπόγεια ναυτικά οχυρά του Αργοσαρωνικού.
Όπως μας εξήγησε, το μόνο καταφύγιο που συντηρείται ανελλιπώς είναι αυτό στην οδό Κοραή 4, όχι όμως με την ιδιότητα του καταφυγίου, αλλά ως χώρος κράτησης των Γερμανών και άρα χώρος ιστορικής μνήμης.
Ένα δεύτερο που έχει δει με τα μάτια του, είναι εκείνο μέσα στο κτίριο της Διοίκησης Διοικητικής Μερίμνης Ναυτικού, στην πλατεία Κλαυθμώνος, το οποίο διαθέτει ένα καταφύγιο «που φράσσεται από μια πόρτα όχι θωρακισμένη, εμπορίου που λέμε, αλλά από μια παλιά, πόρτα πολεμικού πλοίου! Και αυτό καθαρά για οικονομικούς λόγους: ήταν τότε πολύ πιο φθηνό να χρησιμοποιήσεις μια υφιστάμενη βαρέως-τύπου πόρτα, παρά να παραγγέλλεις μια πανάκριβη θωρακισμένη πόρτα».
Τον ρωτάω την γνώμη του σχετικά με μια μου απορία: στο εξωτερικό, αντίστοιχοι χώροι ιστορικής μνήμης έχουν μετατραπεί σε μουσεία, χώρους εστίασης και κέντρα πολιτισμού. Γιατί δεν συμβαίνει το ίδιο και στην Ελλάδα; Δεν θα μπορούσε κάποια εταιρεία να αναλάβει να μετατρέψει, π.χ. το καταφύγιο στο κτίριο του Ναυτικού στην Κλαυθμώνος σε έναν επισκέψιμο χώρο για πολίτες, μέχρι και σχολεία και μαθητές για εκπαιδευτικές επισκέψεις;
«Καταφύγια, ξέρετε, δεν υπάρχουν μόνο στην Αθήνα και τον Πειραιά, αλλά και στη Θεσσαλονίκη, στο Αγρίνιο, στα Χανιά, στη Μήλο, στο Βόλο, στην Πάτρα και στην Κέρκυρα. Εδώ και κάποια χρόνια, οι ντόπιες κοινωνίες “ξύπνησαν” και είδαν ότι η εκμετάλλευση αυτών των χώρων μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στην τοπική ζωή, τόσο σε οικονομικό όσο και σε τουριστικό επίπεδο. Στο Αγρίνιο έχει γίνει επισκέψιμο το αντίστοιχο πολεμικό καταφύγιο, όπως και στον Αδάμαντα στην Μήλο. Φυσικά κάτι τέτοιο φαντάζει, λόγω γραφειοκρατίας, επιστημονική φαντασία να γίνει στα αθηναϊκά καταφύγια. Πολύ κοντά στο Σύνταγμα, ας πούμε, έχει ένα εντυπωσιακότατο και σχετικά καλοδιατηρημένο καταφύγιο, με δεκάδες θαλάμους. Θα μπορούσαν κάλλιστα να το επισκέπτονται σχολεία. Κρίμα που δεν συμβαίνει αυτό», τονίζει εμφατικά.
Καταλήγοντας την πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα μας, ο κ. Κυρίμης συνοψίζει ότι η έννοια του πολεμικού καταφυγίου όπως την ξέραμε ιστορικά, είναι πια σε ένα μεγάλο βαθμό ξεπερασμένη, αν και, όπως είδαμε με τους πρόσφατους βομβαρδισμούς στην Ουκρανία, πολλοί κάτοικοι του Κιέβου έσπευσαν για προστασία στο μετρό της πόλης.
«Αν, ο μη γένοιτο, βρεθούμε εμείς σε μια αντίστοιχη κατάσταση, εγώ στο μετρό δεν πρόκειται να πάω. Θέλω να πω, με δυσκολία χρησιμοποιώ το μετρό για τις καθημερινές μετακινήσεις μου. Να τρέξω μέχρι εκεί κατεβαίνοντας βιαστικά τις σκάλες μαζί με τόσους άλλους και με τον κίνδυνο να ποδοπατηθώ και να πεθάνω; Προσωπικά, θα ένιωθα ασφαλέστερος παραμένοντας στο σπίτι μου, παρά προσφεύγοντας στο μετρό».
*Τα βιβλία του κ. Κυρίμη δεν εκδόθηκαν για εμπορικούς λόγους, έχουν τυπωθεί σε ελάχιστα αντίτυπα και δεν διατίθενται σε βιβλιοπωλεία. Εντούτοις, αν κάποιος ενδιαφέρεται να τα αποκτήσει, μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του στο kkirimis@otenet.gr
Αν «σκρολάρετε» στο παρόν άρθρο από το κινητό σας τηλέφωνο, περπατώντας στο κέντρο της Αθήνας, είναι πιθανό αυτή την στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, να περνάτε πάνω από ένα παλιό καταφύγιο της εποχής του Μεσοπολέμου. Δεν θα το καταλάβετε, ούτε θα δείτε κάποιο ενδεικτικό σημείο που να σας το φανερώνει, αλλά μην αυταπατάστε: το υπέδαφος κάτω από τα πόδια σας κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι συμπαγές.
Και είναι κούφιο επειδή η υπόγεια Αθήνα διαθέτει χιλιάδες καταφύγια πολέμου, που θα χρησιμοποιούνταν κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Περπατάμε λοιπόν εδώ και 80 χρόνια, κοντά πέντε εκατομμύρια άνθρωποι, πάνω σε μια κούφια πόλη;
«Ξεκάθαρα», μας λέει ο ερευνητής Κωνσταντίνος Κυρίμης, ο οποίος ανέλαβε να μας ξεναγήσει νοητά σε κάποια από τα υπόγεια καταφύγια που διαθέτει η Αθήνα και ο Πειραιάς. Και λέμε «νοητά» γιατί η πρόσβαση σε αυτά τα καταφύγια της εποχής του Μεσοπολέμου είναι είτε αδύνατη για τεχνικούς και χωροταξικούς λόγους (μπαζώματα ή καταρρεύσεις), είτε πρέπει να βγουν ειδικές άδειες πρόσβασης σε αυτά, κατόπιν αιτήματος σε κρατικές υπηρεσίες, κάτι το οποίο μπορεί να κρατήσει μέχρι και μήνες –ή να μην εγκριθεί ποτέ το αίτημα.
Ευτυχώς, ο κ. Κυρίμης – ο οποίος εργάζεται ως αναλυτής συστημάτων πληροφορικής – έχει ως προσωπικό του πάθος την εξερεύνηση και την καταγραφή των καταφυγίων αυτών. Ένα πάθος που έχει αποτυπωθεί και σε μια εγκυρότατη και εκτενή βιβλιογραφία, τόσο προσωπική, όσο και με την έγκριση και «σκέπη» κρατικών φορέων, οι οποίοι συνδράμουν στις έρευνές του.
Πως ορίζεται λοιπόν ένα καταφύγιο κατά την στρατιωτική ορολογία; Όπως μου λέει ο κ. Κυρίμης, όλα ξεκίνησαν το 1936, επί Ιωάννη Μεταξά, όταν κατάλαβε ότι οδεύουμε σύντομα προς έναν μεγάλο πόλεμο, οπότε σκέφτηκε να κατασκευάσει καταφύγια –όπερ και εγένετο σε μια φρενήρη κατασκευαστική δραστηριότητα μιας γεμάτης τετραετίας, δηλαδή μεταξύ 1936-1940. «Τότε υπήρχε η Ανωτέρα Διοίκηση Αντιαεροπορικής Αμύνης (ΑΔΑΑ), μια ειδική “επιτροπή σοφών”, ας πούμε, στην οποία μετείχαν στρατιωτικοί, αλλά και πολίτες, όπως αρχιτέκτονες, καθηγητές πανεπιστημίου και μηχανικοί, οι οποίοι ρύθμισαν από κοινού το αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο, από το οποίο εξαρτιόταν η κατασκευή τους. Έτσι λοιπόν, υπήρχαν πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές γι’ αυτά: όλα ήταν ξεκάθαρα ρυθμισμένα, π.χ. το πλήθος και το μέγεθος των θαλάμων, η διαρρύθμιση των χώρων, η φύση των δομικών υλικών, το πάχος των τοίχων, το είδος των θωρακισμένων θυρών».
Σύμφωνα με τον ερευνητή, «κάποια κατασκευαστικά στοιχεία, όπως θωρακισμένες πόρτες, κεντρικοί θάλαμοι, βοηθητικοί θάλαμοι, προθάλαμοι, στοές, έξοδοι διαφυγής, χώροι υγιεινής, δεξαμενές ύδατος, απαντώνται στα περισσότερα καταφύγια. Επίσης, στα καταφύγια απαγορευόταν ρητώς να περνάνε οι κεντρικές σωληνώσεις νερού του κτιρίου, γιατί αν τρυπούσαν, τότε θα πλημμύριζε το καταφύγιο και οι άνθρωποι θα πέθαιναν σαν τα ποντίκια».
Οπότε, η επόμενη εύλογη ερώτηση είναι η εξής: πόσα καταφύγια έχουμε που να φτιάχτηκαν εκείνη την εποχή;
«Ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος στα απομνημονεύματα του κάνει λόγο για 400 δημόσια καταφύγια. Παράλληλα, από στρατιωτικές πηγές πληροφορούμαστε ότι σε νεόδμητα κτίρια (πολυκατοικίες, τράπεζες, εργοστάσια, κλπ), κατασκευάστηκαν περίπου 5.500 νέα καταφύγια. Επειδή το κράτος δεν μπορούσε (οικονομικά και χρονικά) να κατασκευάσει μόνο του όλα τα καταφύγια που έπρεπε, μοιραία μετακύλισε ένα μέρος αυτού του έργου, στον ιδιωτικό τομέα (σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα). Συγκεκριμένα, με αναγκαστικό νόμο του 1936, απαγορευόταν να χτιστεί κτίριο από τρεις ορόφους και πάνω (του ισογείου συμπεριλαμβανομένου) αν δεν υπήρχε πρόβλεψη για καταφύγιο. Αυτός ο νόμος καταργήθηκε το 1956.
Πάντως η έναρξη του Β’ ΠΠ, βρήκε την Αττική με περίπου 12.000 καταφύγια, σύμφωνα με δημοσιεύματα εφημερίδων. Αυτός ο τεράστιος αριθμός συμπεριλαμβάνει και τα “εκ-διασκευής καταφύγια”. Για να ξεκαθαρίσουμε τη διαφορά : Υπήρχαν τα καταφύγια εκ-κατασκευής και τα εκ-διασκευής. Τα εκ-κατασκευής χτίστηκαν με ειδικές προδιαγραφές, εξ’αρχής ως καταφύγια-πολέμου. Τα εκ-διασκευής, ήταν υφιστάμενοι χώροι (υπόγεια κτιρίων, σπηλαιώματα, στοές, παλιά ορυχεία, κλπ) που ενισχύθηκαν δομικά και τοποθετήθηκε εξοπλισμός (πόρτες, φωτισμός, κλπ) και μετατράπηκαν σε (πρόχειρα) καταφύγια».
«Ταβάνι» η τρίωρη διάρκεια παραμονής εντός αυτών
Έχουμε συνηθίσει από τις χολιγουντιανές ταινίες καταστροφής, τύπου «Μέρα Ανεξαρτησίας», που βλέπουμε τους πολίτες που κρύβονται στα καταφύγια, να παραμένουν εκεί για μέρες ολάκερες. Γίνεται όντως αυτό; Να υπάρχει ένα καταφύγιο με πρόβλεψη παραμονής εντός αυτού για απανωτά 24ωρα;
«Αυτή η πολυήμερη παραμονή, δεν υφίστατο ως ιδέα, εκείνη την εποχή», μας αποσαφηνίζει ο κ. Κυρίμης, ο οποίος μας ξεκαθαρίζει ότι υπήρχε επίσημα θεσπισμένος μέγιστος χρόνος παραμονής σε ένα καταφύγιο και αυτός ήταν αυστηρά για τρεις ώρες.
«Οι αρμόδιοι επιτελείς της εποχής θεώρησαν ότι το διάστημα των 180 αυτών λεπτών επαρκούσε πλήρως για την προσφυγή στο καταφύγιο, την παραμονή κατά τον βομβαρδισμό, την πρόβλεψη για ένα δεύτερο, πιθανώς, κύμα βομβαρδισμών καθώς και τον χρόνο που απαιτούνταν για τον απεγκλωβισμό των πολιτών σε περίπτωση που έφραζε η είσοδος ή υπήρχε εξωτερικός κίνδυνος (πυρκαγιά, χημικά, κλπ)».
Το βασικό, ωστόσο, κατά τον ερευνητή, είναι ότι μεταξύ 1936-1940 όλος ο πληθυσμός συμμετείχε υποχρεωτικά σε ασκήσεις αεράμυνας και όλοι οι Έλληνες τότε, από τους ενήλικες μέχρι τα παιδιά στα σχολεία, ήξεραν και που να πάνε και πως να προφυλαχθούν σε μια ώρα ανάγκης.
«Η τότε φιλοσοφία του καθεστώτος Μεταξά ήταν η εξής: για να σωθούμε από μια αεροπορική επιδρομή, δεν φτάνει μόνο να υπάρχει ένα γερό καταφύγιο, αλλά χρειάζεται να εκπαιδευτεί και ο κόσμος. Κάπως έτσι, ξεκίνησαν στην Αττική ειδικές ασκήσεις αεράμυνας, οι οποίες εντατικοποιήθηκαν ιδιαίτερα από το 1938. Οι ασκήσεις αυτές ήταν τόσο ρεαλιστικές, ώστε στον αττικό ουρανό πετούσαν κανονικά αεροπλάνα ερχόμενα σε κύματα, υπήρχαν κανονικά πυρά που έριχναν οι πυροβολαρχίες από το Φάληρο, ενώ υπήρχε μέχρι και προσομοίωση φωτιάς –ήταν μια εξαιρετικά ρεαλιστική στρατιωτική άσκηση. Μάλιστα, οι… πρόβες τζενεράλε αποτελούσαν τότε το κοινωνικό γεγονός της εποχής και μεταδίδονταν ζωντανά από το ραδιόφωνο, σαν να επρόκειτο για τελικός Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός, γιατί πολλοί ήθελαν να πάνε να τις δούνε από κοντά και επικρατούσε το αδιαχώρητο –οπότε ελήφθη η απόφαση της παναθηναϊκής τους μετάδοσης δια ραδιοφώνου. Είχαν οριστεί και ειδικά σημεία (λόφοι, κλπ) απ’ όπου το κοινό μπορούσε να τις παρακολουθήσει».
Κούφια γη
Συνεπώς, με την έννοια αυτή, παντού στην Αττική υπάρχουν, δυνητικά, υπόγεια καταφύγια τα οποία μάλιστα μπορεί να κρύβονται κάτω από τα πιο απίθανα σημεία.
«Όσο πιο κοντά στο κέντρο της πρωτεύουσας είμαστε, τόσο περισσότερα καταφύγια υπάρχουν: λόγου χάρη, το Σύνταγμα γύρω γύρω έχει πολλά καταφύγια. Ομοίως, όλη η περιοχή από το Κολωνάκι μέχρι την Ομόνοια, είναι σκαμμένη από κάτω. Αξιωματικά μιλώντας, καταφύγια χτίζονταν πάντα είτε κοντά στα κέντρα των μεγαλουπόλεων, είτε κοντά σε λιμάνια, εργοστάσια και σταθμούς τρένων – γι’ αυτό και ο Πειραιάς έχει επίσης πληθώρα καταφυγίων. Επίσης, καταφύγια χτίστηκαν μέσα σε κρατικά κτίρια και σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις», επισημαίνει ο κ. Κυρίμης, προσθέτοντας ότι, ταυτόχρονα με την ύπαρξη των υποδομών αυτών, υπήρχαν και τα αντίστοιχα «Αγήματα Παθητικής Αεράμυνας» τα οποία διέθεταν συνεργεία αποκατάστασης βλαβών, συνεργεία απεγκλωβισμού, συνεργεία τραυματιοφορέων και συνεργεία ανίχνευσης/εξουδετέρωσης χημικών ουσιών και προσέτρεχαν άμεσα σε περίπτωση που ένα καταφύγιο είχε βομβαρδιστεί και οι πολίτες έπρεπε να βγουν από αυτό.
Ο κ. Κυρίμης συνέχισε εξιστορώντας μου δυο χαρακτηριστικές περιπτώσεις στις οποίες τα καταφύγια αποδείχθηκαν παγίδα θανάτου γι’ αυτούς που κρύφτηκαν μέσα τους.
Στην πρώτη, ο μηχανικός που το έφτιαξε, σε αντίθεση με ό,τι όριζαν οι κανονισμοί, άφησε να περάσουν από το καταφύγιο οι κεντρικές σωληνώσεις ύδατος, οι οποίες λόγω των βομβαρδισμών έσπασαν. Το καταφύγιο πλημμύρισε με νερό και οι άνθρωποι πνίγηκαν προτού προλάβουν να απεγκλωβιστούν.
Στην δεύτερη και πλέον χαρακτηριστική (όπως και εξίσου τραγική) περίπτωση, τον Ιανουάριο του 1944 όταν βομβάρδισαν οι Σύμμαχοι τον Πειραιά, χτυπήθηκε ένα καταφύγιο κοντά στο λιμάνι που άνηκε στην «Ηλεκτρική Εταιρεία του Πειραιά» και στο οποίο είχαν βρει προστασία περίπου 70 μαθήτριες της Οικοκυρικής Σχολής μαζί με τις δασκάλες τους.
«Το καταφύγιο άντεξε μεν, αλλά η πολυκατοικία από πάνω του γκρεμίστηκε και τα θραύσματά της έφραξαν την έξοδο. Οι κάτοικοι προσπαθούσαν με πρόχειρα μέσα να ανοίξουν μια τρύπα προκειμένου να βγάλουν έξω τις εγκλωβισμένες μαθήτριες αλλά μετά από λίγο έλαβε χώρα και δεύτερος βομβαρδισμός και η είσοδος φράκαρε εντελώς. Αυτό συνέβη, γιατί εν μέσω Κατοχής, δεν υπήρχαν πλέον οργανωμένα Αγήματα Παθητικής Αεράμυνας. Και τα κορίτσια αυτά πέθαναν από ασφυξία», μας εξιστορεί ο κ. Κυρίμης.
Η μουσειακή αξία των καταφυγίων
Αν αφήσουμε στην άκρη όλες αυτές τις τραγικές ιστορίες, η αλήθεια παραμένει μια: μπορείς κάλλιστα να κάνεις τα ψώνια σου στο Κολωνάκι και από κάτω να κρύβεται και να υπάρχει μια άλλη Αθήνα, μια υπόγεια πόλη που κατά την διάρκεια της Κατοχής, χρησιμοποιούταν για την σωτηρία των κατοίκων της.
«Προ καιρού είχα επισκεφτεί ένα καταφύγιο στο κέντρο, κάτω από την οδό Βουκουρεστίου», μας διηγείται ο κ. Κυρίμης, «εγώ ήμουν πέντε μέτρα κάτω από την γη και από πάνω μου, ο κόσμος έκανε αμέριμνος τα ψώνια του. Απίθανο».
Καλά ο ερευνητής που γνωρίζει τα μυστικά του χώρου, αλλά εμείς, οι «κοινοί θνητοί», υπάρχει άραγε τρόπος να καταλάβουμε ότι, αφενός κάπου από κάτω μας κρύβεται μια σήραγγα ή ένα καταφύγιο και αφετέρου, υπάρχει κάπου, κάπως μια έξοδος που να οδηγεί στην… άνω Αθήνα και το πεζοδρόμιο;
«Η πρόσβαση σε πολλά καταφύγια πολυκατοικιών γίνεται από την είσοδο. Μπαίνεις από την είσοδο, περνάς και κατεβαίνεις το κλιμακοστάσιο και φτάνεις στην αρχή του καταφυγίου. Όσον αφορά στην έξοδο κινδύνου, που πάντα υπάρχει σε αυτές τις περιπτώσεις, αυτή υπάρχει ασφαλώς και σε βγάζει σε στο πλησιέστερο πεζοδρόμιο. Μέσα στα καταφύγια υπάρχει ένα μικρό δωματιάκι σαν χώρος διαφυγής. Εκεί υπάρχουν επιτοίχια μεταλλικά σκαλοπάτια που αν τα ανέβεις σε βγάζει σε μια μεταλλική ανθρωποθυρίδα και από εκεί ξανά στον πάνω κόσμο», μου λέει.
«Σαν στις ταινίες δηλαδή, που βλέπουμε έναν άνθρωπο να βγαίνει στο δρόμο από έναν υπόνομο;», τον ρωτάω.
«Ακριβώς αυτό. Αυτές οι ειδικές ανθρωποθυρίδες που μοιάζουν με καλύμματα υπονόμου, δεν είναι άλλο από εξόδους διαφυγής των αθηναϊκών καταφυγίων. Το έμπειρο μάτι μπορεί να καταλάβει ανάμεσα στο κάλυμμα ενός υπονόμου και στο κάλυμμα μιας ανθρωποθυρίδας: είναι θέμα σχήματος, θέμα μεθόδου κλεισίματος του καλύμματος, θέμα εγγύτητας σε κρίσιμες εγκαταστάσεις», συνοψίζει ο κ. Κυρίμης, ο οποίος αφού πρώτα ασχολήθηκε μόνος του (και συνέγραψε και δυο βιβλία για τα καταφύγια, τα οποία και αυτοεξέδωσε), στη συνέχεια, και αφού πρώτα τον προσέγγισε η «Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού», άρχισε τη συστηματική καταγραφή των υποδομών αυτών. Έτσι, σε συνεργασία μαζί τους φτιάχτηκαν και δύο τόμοι αυτής της ιστορικής καταγραφής, με τον πρώτο να έχει ήδη κυκλοφορήσει και τον δεύτερο να είναι υπό έκδοση, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος κυκλοφόρησε και ένα ακόμη βιβλίο που αφορά στα υπόγεια ναυτικά οχυρά του Αργοσαρωνικού.
Όπως μας εξήγησε, το μόνο καταφύγιο που συντηρείται ανελλιπώς είναι αυτό στην οδό Κοραή 4, όχι όμως με την ιδιότητα του καταφυγίου, αλλά ως χώρος κράτησης των Γερμανών και άρα χώρος ιστορικής μνήμης.
Ένα δεύτερο που έχει δει με τα μάτια του, είναι εκείνο μέσα στο κτίριο της Διοίκησης Διοικητικής Μερίμνης Ναυτικού, στην πλατεία Κλαυθμώνος, το οποίο διαθέτει ένα καταφύγιο «που φράσσεται από μια πόρτα όχι θωρακισμένη, εμπορίου που λέμε, αλλά από μια παλιά, πόρτα πολεμικού πλοίου! Και αυτό καθαρά για οικονομικούς λόγους: ήταν τότε πολύ πιο φθηνό να χρησιμοποιήσεις μια υφιστάμενη βαρέως-τύπου πόρτα, παρά να παραγγέλλεις μια πανάκριβη θωρακισμένη πόρτα».
Τον ρωτάω την γνώμη του σχετικά με μια μου απορία: στο εξωτερικό, αντίστοιχοι χώροι ιστορικής μνήμης έχουν μετατραπεί σε μουσεία, χώρους εστίασης και κέντρα πολιτισμού. Γιατί δεν συμβαίνει το ίδιο και στην Ελλάδα; Δεν θα μπορούσε κάποια εταιρεία να αναλάβει να μετατρέψει, π.χ. το καταφύγιο στο κτίριο του Ναυτικού στην Κλαυθμώνος σε έναν επισκέψιμο χώρο για πολίτες, μέχρι και σχολεία και μαθητές για εκπαιδευτικές επισκέψεις;
«Καταφύγια, ξέρετε, δεν υπάρχουν μόνο στην Αθήνα και τον Πειραιά, αλλά και στη Θεσσαλονίκη, στο Αγρίνιο, στα Χανιά, στη Μήλο, στο Βόλο, στην Πάτρα και στην Κέρκυρα. Εδώ και κάποια χρόνια, οι ντόπιες κοινωνίες “ξύπνησαν” και είδαν ότι η εκμετάλλευση αυτών των χώρων μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στην τοπική ζωή, τόσο σε οικονομικό όσο και σε τουριστικό επίπεδο. Στο Αγρίνιο έχει γίνει επισκέψιμο το αντίστοιχο πολεμικό καταφύγιο, όπως και στον Αδάμαντα στην Μήλο. Φυσικά κάτι τέτοιο φαντάζει, λόγω γραφειοκρατίας, επιστημονική φαντασία να γίνει στα αθηναϊκά καταφύγια. Πολύ κοντά στο Σύνταγμα, ας πούμε, έχει ένα εντυπωσιακότατο και σχετικά καλοδιατηρημένο καταφύγιο, με δεκάδες θαλάμους. Θα μπορούσαν κάλλιστα να το επισκέπτονται σχολεία. Κρίμα που δεν συμβαίνει αυτό», τονίζει εμφατικά.
Καταλήγοντας την πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα μας, ο κ. Κυρίμης συνοψίζει ότι η έννοια του πολεμικού καταφυγίου όπως την ξέραμε ιστορικά, είναι πια σε ένα μεγάλο βαθμό ξεπερασμένη, αν και, όπως είδαμε με τους πρόσφατους βομβαρδισμούς στην Ουκρανία, πολλοί κάτοικοι του Κιέβου έσπευσαν για προστασία στο μετρό της πόλης.
«Αν, ο μη γένοιτο, βρεθούμε εμείς σε μια αντίστοιχη κατάσταση, εγώ στο μετρό δεν πρόκειται να πάω. Θέλω να πω, με δυσκολία χρησιμοποιώ το μετρό για τις καθημερινές μετακινήσεις μου. Να τρέξω μέχρι εκεί κατεβαίνοντας βιαστικά τις σκάλες μαζί με τόσους άλλους και με τον κίνδυνο να ποδοπατηθώ και να πεθάνω; Προσωπικά, θα ένιωθα ασφαλέστερος παραμένοντας στο σπίτι μου, παρά προσφεύγοντας στο μετρό».
*Τα βιβλία του κ. Κυρίμη δεν εκδόθηκαν για εμπορικούς λόγους, έχουν τυπωθεί σε ελάχιστα αντίτυπα και δεν διατίθενται σε βιβλιοπωλεία. Εντούτοις, αν κάποιος ενδιαφέρεται να τα αποκτήσει, μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του στο kkirimis@otenet.gr