Η λέξη μποέμ χρησιμοποιήθηκε από τους Γάλλους προκειμένου να χαρακτηρίσουν έτσι τους Παρισινούς λογοτέχνες και καλλιτέχνες για τον ανέμελο τρόπο της σκέψης και της ζωής τους, που αντιστρατεύονταν τα πλαίσια ενός βίου μέσα σε στενά οικονομικά όρια, μακριά από καθημερινές ανάγκες και υποχρεώσεις, αλλά και για την ανεπιτήδευτη εικόνα των καφενόβιων του «Καρτιέ Λατέν». Τα χαρακτηριστικά των μποέμ ήταν η ξενοιασιά, η διαρκής ευθυμία, η σπατάλη χρημάτων, τα όνειρα. Τέτοιοι λεγόμενοι μποέμ ήταν ο ποιητής Πωλ Βερλαίν αλλά και ο ζωγράφος Γκωγκέν. Αυτές είναι μερικές από τις ερμηνείες των λεξικών για το είδος εκείνο των ανθρώπων που δεν περνούν από αυτή τη ζωή για να πάρουν αλλά για να δώσουν.

Η σύνδεση με το πιο μποέμ στέκι της πόλης μοιραία. Το Odeon το γνωρίζω σχεδόν είκοσι χρόνια, από τότε που μετακόμισα στη γειτονιά για μια πενταετία. Εκεί ξημεροβραδιαζόμουν, στον αριθμό 19 της Μάρκου Μουσούρου, με βροχές, με ήλιο, με βραδινό ντύσιμο ή «χύμα». Ακόμα εκεί πηγαίνω κάθε φορά που θέλω να βγω από το σπίτι μου.

Ήρθε η ώρα, λοιπόν, να μάθω τα πάντα για το αγαπημένο μου στέκι, ακόμα περισσότερα από αυτά που μου έχει ήδη επιτρέψει μόνο του να γνωρίζω.

«Το Odeon το έφτιαξαν οι γονείς μου το 1988 και εγώ το συνέχισα» μου λέει ο Δημήτρης, ο οποίος δε θέλει να φωτογραφηθεί ενισχύοντας έτσι την ξέγνοιαστη και απρόβλεπτη εικόνα του. «Όλα ξεκίνησαν με την αναζήτηση των δικών μου για μια δουλειά, για βιοπορισμό. Ο πατέρας μου ήταν μουσικός, ο οποίος είχε περάσει από πολλές δουλειές για να ζήσει, ακολούθησε κάποια στιγμή τις σπουδές του ως ξενοδοχοϋπάλληλος, δούλεψε σε ξενοδοχεία, έγινε μέχρι και οδηγός. Προφανώς, κάποια στιγμή βαρέθηκε να εξαρτάται από τους άλλους και αναζήτησε να κάνει κάτι δικό του.

Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου

»Στο Μετς έμεναν, τότε, διάφοροι φίλοι του και του σφυρίξανε ότι υπάρχει αυτό το μαγαζί. Πριν γίνει το Odeon εδώ υπήρχε ένα καφεζαχαροπλαστείο, οι παλιές οι ΕΒΓΑ που λέγαμε, για εικοσιπέντε, τριάντα χρόνια. Φαντάσου ιστορία που κουβαλάει το μέρος. Αξιοσημείωτη γωνία.

«Η πρόσοψη δεν έχει αλλάξει καθόλου, δεν έχει γίνει καμία παρέμβαση. Από την πρώτη μέρα της λειτουργίας του το μαγαζί αυτό έχει την ίδια εικόνα»

»Η ΕΒΓΑ της γειτονιάς τότε είχε τα πάντα, ήταν μπακάλικο, ψιλικατζίδικο, μέχρι και τραπεζάκια είχε, δύο μέσα, δύο έξω στο πεζοδρόμιο, έβγαζαν μεζεδάκι, ουζάκι, οι πελάτες έπαιζαν πρέφα, λίγο απ΄όλα.

»Υπάρχουν φωτογραφίες του 1965, αν τις δει κανείς, είναι ίδιο το μέρος, ολόιδιο. Η πρόσοψη δεν έχει αλλάξει καθόλου, δεν έχει γίνει καμία παρέμβαση. Από την πρώτη μέρα της λειτουργίας του το μαγαζί αυτό έχει την ίδια εικόνα».

«Και τα δεντράκια μπροστά είναι μια σταλιά στις φωτογραφίες» λέει ο Δημήτρης και ασυναίσθητα κοιτάζω τα δύο φυλλοβόλα πανύψηλα δέντρα των οποίων αγνοώ το όνομα αλλά γνωρίζω καλά τη σκιά τους και την παρουσία τους στα άπειρα μεσημεροαπογευτινοβράδια που μου έχουν κάνει παρέα. «Ο δρόμος παίζει να ήταν και χωμάτινος ακόμα το ΄65» συμπληρώνει.

«Και η μαμά σου;» τον ρωτάω. «Η μητέρα μου ήταν Γαλλίδα, σπούδαζε στη σχολή καλών τεχνών, δε δούλεψε στην Ελλάδα, την χάσαμε το 2013, δυστυχώς πολύ νωρίς, αλλά όταν φτιάχτηκε το Odeon ασχολήθηκε, στο κομμάτι της αισθητικής κυρίως αλλά και στα πιάτα, γιατί σέρβιραν και λίγο φαγητό, ό,τι έφτιαχνε η μητέρα μου δηλαδή, κις λορέν, διάφορες πίτες, ήταν και μόδα το ‘88 η γαλλική κουζίνα.

»Η μητέρα μου γνώρισε τον πατέρα μου στη Γαλλία, ήρθαν μαζί στην Ελλάδα, γεννήθηκα εγώ και κάπως έτσι φτάσαμε στο σήμερα. Έχω κι έναν αδερφό τρία χρόνια μικρότερο από μένα, αυτόν τον έχει κερδίσει ο αθλητισμός, είναι πρωταθλητής στο windsurfing και τώρα είναι προπονητής στο συγκεκριμένο άθλημα».

Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου
Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου

Μιλάμε, δηλαδή, για μία ιστορία 34 χρόνων

«Έχετε επέμβει καθόλου στη διακόσμηση;» ρωτάω. «Εμείς προσπαθήσαμε να μην αλλάξουμε τίποτα από τότε, πιο πολλές αφαιρέσεις έχουν γίνει παρά προσθέσεις» μου απαντάει ο Δημήτρης. Του δείχνω μία μπρούτζινη ταμπέλα που γράφει Odeon κάθετα, σαν αιγυπτιακή επιγραφή. «Αυτό το έχει φτιάξει ο Τάκης, καλλιτέχνης κι αυτός, δούλεψε πολλά χρόνια εδώ» θα μάθω.

Πάμε πάλι πίσω στο χρόνο. «Όταν πήραν το μαγαζί οι γονείς μου ήταν η καλύτερή μου γιατί ήρθα σε ένα μέρος που ήταν γεμάτο σοκολάτες, πατατάκια, καραμέλες μιας και τον πρώτο καιρό το δούλεψαν σαν ΕΒΓΑ, όπως το είχαν πάρει, για να μαζέψουν κάποια χρήματα ώστε να δημιουργήσουν το καφέ-μπαρ που είχαν στο μυαλό τους. Οπότε εγώ τότε, σαν παιδί, ένιωθα ότι είχα βρεθεί στον παράδεισο, δικό μας είναι αυτό, αναρωτιόμουν, δεν το πίστευα.

»Ουσιαστικά μεγάλωσα μέσα σε αυτό το μαγαζί. Έχουν περάσει πολλοί καλλιτέχνες, λογοτέχνες, άνθρωποι της διανόησης, ακόμα και της πολιτικής. Είναι και η γειτονιά εξόχως καλλιτεχνική. Έχω εικόνες από ανθρώπους που υπήρξαν πολύ έντονες προσωπικότητες, ξεχώριζαν με κάποιον τρόπο, ο Κυριάκος ας πούμε, ένας ιδιόμορφος τύπος, με άποψη, με χιούμορ, με γέλιο, αλκοολικός, όλα στο πικ. Μια αλλόκοτη μορφή, από τις σπάνιες» συνεχίζει ο Δημήτρης την αφήγηση του.

Σε αυτό το σημείο θυμάμαι κι εγώ τον πρώτο γείτονα που αντίκρισα όταν μετακόμισα στο Μετς, ένας ισχνός, ασπρομάλλης και γενειοφόρος τύπος, με κοτσίδα, που ζωγράφιζε με το καβαλέτο του έξω στο πεζοδρόμιο, μπροστά από το ισόγειο σπίτι του, λίγο πιο πάνω στην οδό Δόμπολη. Καλημέρα, του είπα. Μπονζούρ, μου απάντησε. Έκτοτε, η λιγοστή, τυπική μας επικοινωνία γινόταν στα αγγλικά.

«Το 1998, που τελείωσα φαντάρος, άρχισα να έρχομαι να δουλεύω στο Odeon» εξηγεί ο Δημήτρης.

Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου
Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου

Το πιάνο, το κόντρα μπάσο και μία προτομή του Ερμή στέκουν πάντα εκεί

«Κάναμε μουσικές βραδιές πολλές στο παρελθόν. Τώρα νιώθουμε κάπως μουδιασμένοι, η αλήθεια είναι, μετά από τα δύο χρόνια πανδημίας, δεν έχουμε μπει στη διαδικασία να οργανώσουμε κάτι, έχουν αλλάξει και τα πράγματα, είναι διαδικασία…» μου απαντάει όταν τον ρωτάω για τα μουσικά όργανα.

«Επομένως Δημήτρη, όλο αυτό το σκηνικό εδώ, είναι δικό σου, καθαρά. Ό,τι κληρονόμησες από τους γονείς σου και ό,τι έχεις εσύ μέσα στο κεφάλι σου. Ο δικός σου τρόπος» του λέω.

«Ο δικός μου και των παιδιών που δουλεύουν εδώ φυσικά» μου απαντά. «Πιο πολύ πιστεύω σε αυτούς που δουλεύουν εδώ παρά σε μένα. Θα σου έλεγα ότι εγώ πλέον κάνω οτιδήποτε άλλο εκτός από το να σερβίρω κόσμο. Ούτε πολλές ώρες περνάω πλέον εδώ. Είναι όλο πάνω στα παιδιά και μου αρέσει  πολύ αυτό, αυτό ήθελα, είναι κάτι που επιδίωξα, να γίνουν τα παιδιά που δουλεύουν εδώ η ταυτότητα του Odeon. Για αυτό και ο κόσμος που δουλεύει εδώ επιδιώκω να είναι κοντά στη δική μου φιλοσοφία, κουλτούρα και στάση ζωής. Να ταιριάζουμε».

Η αλήθεια είναι ότι ερχόμενη πολλά χρόνια στο Odeon δε μπορούσα να καταλάβω ποιος είναι ο ιδιοκτήτης, μπερδευόμουν, όλοι έμοιαζαν ισότιμοι και πολύτιμοι ταυτόχρονα ακόμα και παρουσία του Δημήτρη.

Η αλήθεια, επίσης, είναι ότι οι προσωπικότητες που σερβίρουν και βρίσκονται πίσω από το μπαρ είναι αναγνωρίσιμες, εκλεκτές και 100% επαγγελματίες, με αυτόν τον ζεστό και μαλακό τρόπο που πρέπει να είναι όσοι κάνουν αυτή τη δουλειά. Προσωπική μου συμπάθεια η Αλεξάνδρα, στην οποία θαυμάζω τόσο την αύρα της όσο και το ανυπέρβλητο στυλ της.

Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq
Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

Τα θρυλικά στέκια δεν έχουν την αγωνία να αλλάξουν

Το μενού παρέμεινε αναλλοίωτο μέσα στα χρόνια, κλασικά, αγαπημένα πιάτα, πλατό τυριών και αλλαντικών, ένας μοσχοβολιστός ντάκος με φρεσκοκομμένη ντομάτα καρέ, κάποτε έπαιζε και μία καπνιστή πέστροφα, δεν ξέρω αν παίζει ακόμα γιατί μετά από δύο χρόνια καραντίνας το μενού επαναπροσδιορίζεται. Αυτό που με ξετρελαίνει είναι τα φρέσκα πατατάκια που μόνο σε κλασικά στέκια της πόλης σερβίρονται εν αφθονία και με αδιάκοπη ανανέωση. Μόνο οι conneserie του είδους τηρούν ευλαβικά αυτόν τον κανόνα και φυσικά μόνο όσοι πιστεύουν ότι το ποτό θέλει το κατιτίς του για να συνοδεύσει το πνεύμα του.

«Ο κόσμος που δουλεύει εδώ επιδιώκω να είναι κοντά στη δική μου φιλοσοφία, κουλτούρα και στάση ζωής. Να ταιριάζουμε»

Κάπου εκεί λέω στον Δημήτρη ότι λίγα είναι τα θρυλικά στέκια, τα αειθαλή μέσα στα χρόνια, σε αυτήν την πόλη, ότι δυστυχώς οι ταμπέλες αλλάζουν πιο γρήγορα από τις εποχές και κανένας χαρακτήρας δεν συναντάται πλέον. Το Οdeon είναι ένα από αυτά, τα μετρημένα στα δάχτυλα των χεριών ιστορικά σημεία. «Το αναγνωρίζω, αν και δεν μου αρέσουν αυτοί οι τίτλοι, μου φαίνονται μεγαλόσχημοι, όμως μετά από τόσα χρόνια, το δέχομαι» λέει ο Δημήτρης με μία ειλικρίνεια που εξηγεί τα πάντα. Εξηγεί γιιατί το Odeon βαδίζει μαζί με τον χρόνο, χωρίς να βιάζεται να τον προσπεράσει, γιατί οι θαμώνες εδώ νιώθουν μια ευθεία οικειότητα, όμοια με αυτή που νιώθει κανείς όταν μπαίνει στο καράβι για τον αγαπημένο του προορισμό ξέροντας ότι θα περάσει καλά.

«Με χαροποιεί αυτό σίγουρα» θα πει ο Δημήτρης «όμως η χαρά μου δεν μπορεί να μην επηρεαστεί από το άγχος και την ανασφάλεια που συνοδεύτηκε όλο αυτό το διάστημα της καραντίνας και του κορονοϊού. Πραγματικά τον τελευταίο καιρό είχα αρχίσει να αισθάνομαι μια αφόρητη ματαιότητα».

Ακούγεται μια διασκευή του «Γύρε στο Πλάι μου» στα αγγλικά μιξαρισμένη από φυσικούς ήχους γέλιων, τσουγκρίσματος ποτηριών, επιφωνημάτων και ψιθύρων. Τόπος εξομολόγησης, μοιράσματος, παρλάτας, ρεμβασμού και κατάνυξης μέσω του αλκοόλ.

Η μουσική πάντα ήταν συνοδευτική της ζωής στο Odeon, ποτέ κυρίαρχη. «Ο κόσμος δεν έρχεται για τη μουσική εδώ» λέει ο Δημήτρης.

Η ώρα είναι επτά το απόγευμα, ιδανική ώρα για την πρώτη μπύρα της ημέρας.

-Εις υγείαν!

-Στην υγειά μας!

Η Κική ζητάει άδεια να μπει μέσα από τη μπάρα να φωτογραφίσει και το επόμενο λεπτό έχουν αδειάσει τα σκαμπό εν ριπή οφθαλμού. Τα παιδιά με τα Vans και τις μοβ κάλτσες έδειξαν ακονισμένα αντανακλαστικά ευγένειας, κάτι που είναι ίδιον των ανθρώπων που αράζουν στα μπαρ.

Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq
Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

ΨΚΜ όπως λέμε Ψυχαγωγικό Κέντρο Μετς

«Ο κύριος Μάκης που είχε το μαγαζάκι με τα ψιλικά δίπλα, συνταξιοδοτήθηκε και σκεφτήκαμε ότι θα ήταν ότι πρέπει να το πάρουμε εμείς, να βάλουμε ένα τραπεζάκι ακόμα έξω, από τέσσερα να γίνουν πέντε τα τραπέζια. Αρχικά λέγαμε να το κάνει εργαστήριο η Μαρία (η γυναίκα του Δημήτρη με την οποία έχουν δύο παιδιά), μιας και είναι καλλιτέχνης, κάνει διάφορες πάνινες κατασκευές, αλλά τελικά ανέλαβε η Μαρία όλο το πρότζεκτ, είπαμε να βάλουμε και τσιγάρα μιας και δεν έχει στην ευρύτερη περιοχή αλλά και πολλά επιλεγμένα αντικείμενα πάντα με το δικό της γούστο. Έχει γίνει πολύ ωραίο, είναι η συνέχεια του Odeon» περιγράφει ο Δημήτρης χωρίς να μπορεί να κρύψει τον θαυμασμό του για τη Μαρία.

«Καλά, θα έφευγα και δε θα σε είχα ρωτήσει γαι το όνομα του Odeon» λέω. «Το όνομα είναι μία ένωση ουσιαστικά της Γαλλίας και της Ελλάδας, από το θέατρο Odeon του Παρισιού και επειδή είναι μία ελληνική λέξη, odeon σημαίνει ωδείο και επειδή εκεί γνωρίστηκαν οι γονείς μου, αποφάσισαν να δώσουν αυτό το όνομα, εξού και το λογότυπο που είναι το αρχαίο ωδείο» μου λέει δείχνοντάς μου πάνω από το μπαρ.

«Πάμε δίπλα;» ρωτάω τον Δημήτρη και στον απειροελάχιστο χρόνο που μεσολαβεί προλαβαίνω να τον ρωτήσω αν γνωρίστηκαν με τη Μαρία στο Odeon. «Ναι, στο Odeon. Την ήξερα χρόνια, αλλά δε μιλάγαμε, ένα γεια και να που καταλήξαμε».

«ΨΚΜ, δηλαδή Ψυχαγωγικό Κέντρο Μετς, τα αρχικά και γενικά οτιδήποτε θέλει ο καθένας να συντάξει μέσα σε αυτά τα αρχικά» μου εξηγεί η Μαρία με το πολύ κουλ ύφος της.

Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

«Προσπαθήσαμε να κάνουμε έναν επαναπροσδιορισμό του ψιλικατζίδικου με την έννοια ότι έχει πράγματα που θα βρει κανείς όντως σε ένα ψιλικατζίδικο μαζί με μοναδικά άλλα πράγματα που δεν περιμένει κανείς να βρει σε ένα μέρος με ψιλικά. Διαλέγω τα βιβλία που θα βάλω, δε θα βάλω ένα βιβλίο περιπτέρου αλλά και τα περιοδικά που έχω είναι επιλεγμένα. Το ίδιο και για τα δωράκια. Παραδοσιακά τα ψιλικατζίδικα είναι το κέντρο της γειτονιάς. Πέρα από τα παγωτά, τα σνακ και τα τσιγάρα είχαν και τα μπιχλιμπίδια για τα παιδιά, δωράκια χαμηλής αξίας».

«Δηλαδή μιλάμε για ένα ψιλικατζίδικο concept shop» της λέω νιώθοντας τις υψηλές δονήσεις του καλού γούστου στον χώρο.

«Δεν είναι αγοραστικό κέντρο η γειτονιά, δε θα θέλαμε άλλωστε να είμαστε σε μια τέτοια γειτονιά με αγοραστικό κέντρο, δεν είναι το στυλ μας» συνεχίζει η Μαρία, η οποία είναι γέννημα-θρέμμα του Μετς, κάτι που με προκαλεί να ρωτήσω εάν το gentrification και τα airbnb καταλύματα έχουν αλλοιώσει την περιοχή. «Δε μπορεί να τα αλώσει όλα το airbnb, έχει αυξηθεί αλλά μέχρι εκεί» θα μου πει «δε μπορεί να γίνει Βαρκελώνη εδώ η φάση, άλλωστε είναι σχεδόν όλοι ιδιοκτήτες όσοι μένουν στα σπίτια, παλιοί Αθηναίοι. Το ότι δε βρίσκεις να νοικιάσεις ισχύει αλλά πάντα ίσχυε, δεν έχει και υψηλή δόμηση επίσης το Μετς…».

Κάπου εδώ αφήσαμε την κουβέντα μας με το ζευγάρι Μαρίας-Δημήτρη με σκοπό να την ξαναπιάσουμε από αυτό ή από οποιαδήποτε άλλο σημείο την επόμενη φορά. Άλλωστε, το είπαμε, κάθε φορά που θέλω να βγω από το σπίτι στο Odeon θα καταλήξω.

︎❈ Facebook

Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

 

Photo: Κική Παπαδοπούλου