Όλοι κάποτε αποκτάμε ένα ή δύο στέκια στην πόλη μας (είτε αυτή είναι το Γαλάτσι, είτε το κέντρο της Αθήνας, είτε ο Πειραιάς), όσο πεισματικά κι αν αντιστεκόμαστε. Το γράφω αυτό με την πεισματική αντίσταση, γιατί δεν σύχναζα ποτέ πολύ σε συγκεκριμένα μαγαζιά, μέχρι που άρχισα να συχνάζω, ακουσίως ή εκουσίως. Όταν μένεις χρόνια σε μια γειτονιά, ένα καφέ θα συμβεί να γίνει το σημείο συνάντησής σου με φίλους, θα το επιλέξεις για να δουλέψεις με το λάπτοπ, για να πάρεις το πακέτο σου το πρωί λέγοντας και μια καλημέρα. Το ίδιο ισχύει με το/τα μπαρ, από κάπου πάντα ξεκινά η νύχτα ή κάπου πάντα καταλήγει. Για τα φαγάδικα, δεν το συζητώ. Συνήθως οι ταβέρνες ή κάποια μικρά, συγκεκριμένα εστιατόρια, που βγαίνεις με τα έτερα μισά, με συγκεκριμένη παρέα ή που πας για πάρτη σου να ακούσεις καμιά πενιά και να πιεις ένα τσίπουρο.

Για να είναι ένα μέρος στέκι, δεν χρειάζεται να το επισκέπτεσαι δέκα φορές το μήνα ή κάθε εβδομάδα. Αρκεί να σε ξέρουν, να τους ξέρεις, να έχεις περάσει συγκεκριμένες στιγμές εκεί πέρα, να υπάρχει μια σύνδεση, που δημιουργείται με τον χρόνο, μια σχέση εμπιστοσύνης με τον μαγαζάτορα ή με το προσωπικό, ακόμα και να ξέρεις ότι αυτό είναι «το τραπέζι σου» ή «το σημείο σου» στην μπάρα. Καμιά φορά, περνάει λίγος καιρός μέχρι να πάμε στο στέκι μας. Μεσολαβούν καλοκαίρια, διακοπές ή άλλες περίοδοι (η παράδοση μιας εργασίας στο μεταπτυχιακό, ένας ζόρικος χωρισμός, μια μετακόμιση, ένας νέος έρωτας, φευ!), εποχές που μας απομακρύνουν από τα στέκια μας. Οι άνθρωποί τους δεν είναι ούτε φίλοι μας, ούτε οικογένειά μας: είναι όλα αυτά μαζί και κάτι παραπάνω. Αισθανόμαστε ένα κάποιο δέος να μας σερβίρουν, να μας προτείνουν ένα πιάτο ή να μας χαιρετούν ως εκλεκτούς πελάτες, θαμώνες, δικούς τους. Απολαμβάνουμε τα κερασμένα τους σφηνάκια, την τσούγκρα τους μαζί μας, τις όποιες μικρές παρασπονδίες μπορούν να κάνουν για χάρη μας-ένα κομμάτι γλυκό πυο κράτησαν για εμάς, στο τέλος του δείπνου ή ένα παλιωμένο ουίσκι που θέλουν πρώτοι εμείς να δοκιμάσουμε.

Σκεφτείτε λιγάκι κάτι: δεν είναι δύσκολο να αποσυνδέσουμε τους ανθρώπους αυτούς από τα μαγαζιά τους, τα μαγαζιά μας; Δηλαδή, ποιος έχει δει τον κύριο Γιάννη του Galaxy να τρώει σουβλάκι; Ή τον Λούβρο του Booze να ψωνίζει κάλτσες; Όχι, όχι. Η επικράτεια αυτών των ανθρώπων είναι τα μαγαζιά τους. Κι εμείς, εκεί τους ξέρουμε, εκεί τους αποθηκεύουμε μέσα μας, εκεί τους αναζητάμε πάντα. Την πρώτη φορά που πέτυχα τον Μακάριο του Πειναλέοντα στη λαϊκή της Καλλιδρομίου ελαφρώς σοκαρίστηκα. Μες στο κεφάλι μας, ίσως, η μυθολογία των στεκιών χωνεύει και τους ανθρώπους τους, σαν να τους κλείνουν μέσα, σα να κοιμούνται εκεί τα βράδια, να κάνουν μπάνιο εκεί, σε μια μυστική, παράλληλη διάσταση σπιτιού ενσωματωμένου μυστικά μες στο μαγαζί.

Γι’ αυτό, παθαίνουμε ελαφρύ ή βαρύ σοκ όταν μαθαίνουμε ότι τα μαγαζιά τους κλείνουν. Μας πιάνει η ψυχή μας, λέμε, τώρα τι, τώρα πού; Μοιάζει με τέλος μιας εποχής: της φοιτητικής μας φάσης, των πρώτων χρόνων που μεγάλωνε το παιδί μας, της περιόδου που κάναμε την συγκεκριμένη δουλειά κτλ. Αλλά κι όταν τα μαγαζιά αλλάζουν χέρια, μας πονά. Και τότε, ίσως περισσότερο. Όταν πέθανε ο κύριος Λύσανδρος από το Au Revoir, λυπήθηκα πολύ. Διάβαζα αναρτήσεις ανθρώπων που συχνάζουν στο μαγαζί. Δεν άλλαξε πολύ κάτι: το Au Revoir, μάλιστα, βιώνει νέες δόξες και ο γιος του κυρίου Λύσανδρου το τρέχει άψογα. Όμως, ο κύριος Λύσανδρος λείπει-και την ίδια ώρα είναι παρών. Αυτό κομίζει μια ιερότητα στον χώρο, μια έξτρα σημασία.

Σήμερα το πρωί διάβασα μια ανάρτηση του εκδότη και δημοσιογράφου Κίμωνα Φραγκάκη, η οποία, με τον συνήθη γλαφυρό λυρισμό του συντάκτη της περιγράφει ό, τι προσπαθώ να σας εξηγήσω στις ως άνω σειρές. Μάλιστα, αποτέλεσε και την αφορμή για να γραφτεί αυτό το άρθρο:

«Στις αρχές Φεβρουαρίου πληροφορήθηκα κάτι που μου έφερε δάκρυα στα μάτια. Φορτισμένος, έγραψα στο facebook ότι επρόκειτο για ένα εστιατορικό γεγονός απείρως σημαντικότερο από το κάθε μοδάτο opening, ένα γεγονός όχι τόσο λυπηρό αλλά πιο πολύ ανθρώπινο και εν τέλει γλυκόπικρο, το τέλος μιας πορείας στη φιλοξενία που σημάδεψε τη ζωή μου και την πόλη μου, και θα κρατώ μέσα μου σαν θησαυρό για πάντα. Τότε μου είχαν στείλει μήνυμα πολλοί φίλοι ρωτώντας με σε τι αναφέρομαι. Απάντησα σε όλους ότι υποσχέθηκα σε έναν δικό μου άνθρωπο να μην το αποκαλύψω. Αναφερόμουν στον Κώστα Διαμάντη, έναν όχι απλά αγαπημένο φίλο και σπουδαίο ταβερνιάρη, αλλά κυρίως έναν άνθρωπο-σπαθί που πρόσφερε κοινωνικό έργο κρατώντας την ιστορική ταβέρνα του «Οικονόμου», ένα από τα τελευταία παραδοσιακά στέκια, ίδια και απαράλλαχτη για χρόνια. Διακονώντας την απλότητα, την τιμιότητα την αυθεντική ελληνικότητα, λειτούργησε ως πατέρας για τα Άνω Πετράλωνα και βοήθησε -όσο μπορούσε- να μη χαθεί εντελώς η ψυχή της γειτονιάς.Εκείνες τις μέρες του Φλεβάρη, ο Κώστας άφηνε την ταβέρνα που ήταν η μισή ζωή του, αλλά δεν ήθελε να δημοσιοποιηθεί η αποχώρηση του για να μην στεναχωρήσει τους παλιούς φίλους και πελάτες και για να μη γίνεται κουβέντα γύρω από το όνομα του. Είναι βλέπετε ένας ξεροκέφαλος ηπειρώτης της παλιάς σχολής που δεν γυρεύει προβολή, ούτε του αρέσουν οι κλάψες. Ήθελε απλά ο κόσμος να συνεχίσει να πηγαίνει στο μαγαζί που τόσο αγάπησε και το οποίο ευτύχησε να περάσει σε νέα χέρια που σέβονται την ταυτότητα του, και σκοπεύουν να το διατηρήσουν ως έχει.
Σήμερα που πέρασαν κάποιοι μήνες, τελείωσε το καλοκαίρι, ήρθε το φθινόπωρο και οι πελάτες έχουν πια δει ότι λείπει ο Κώστας από το στέκι τους, και με αφορμή την δημόσια παραδοχή του Φίλιππου Τσαγκρίδη ότι ειναι ο νεος ιδιοκτήτης της επιχείρησης, μπορώ να επιβεβαιώσω ότι αναφερόμουν σε αυτό ακριβώς: όχι στο κλείσιμο του Οικονόμου, γιατι η ταβέρνα του Οικονόμου δεν κλείνει. Αλλά στην αποχώρηση του γίγαντα Κώστα Διαμάντη.
Κώστα, σε ευχαριστούμε για όσα πρόσφερες στα Πετράλωνα, στην Αθήνα, στην παραδοσιακή μαγειρική, στην ελληνική φιλοξενία, στο ελληνικό μεράκι και στο ελληνικό φιλότιμο. Ηπειρώτη άρχοντα, πίνουμε στην υγειά σου!»

Φωτ.: Δημήτρης Κουλελής

Και τι να κάνουν οι άνθρωποι; Κάποιοι προχωρούν τις ζωές τους, άλλοι πεθαίνουν όρθιοι μες στα μαγαζιά που ανέστησαν, τα δεύτερα σπίτια μας, τις παρηγοριές μας. Αυτή η πόλη κάθε μέρα αλλάζει, την συνθλίβει ο χρόνος. Περπατούσα στην Φωκίωνος τις προάλλες και έβλεπα την Lisa, τη νέα, φασέικη (με την πολύ καλή έννοια!) πιτσαρία ημών των Κυψελιωτών, με τα φρέσκα toppings και το πολύ λιτό περιβάλλον που παραπέμπει σε γαστρονομικότητα υψηλών απαιτήσεων. Σκέφτηκα αυτομάτως την θρυλική πιτσαρία της Κυψέλης που βεβαίως δεν πρόλαβα, την Paezano. Ο ιδιοκτήτης, Νίκος Χατζηκώστας, ήταν η χαρακτηριστικότερη ίσως φιγούρα της Φωκίωνος Νέγρη. Κάποια στιγμή, τέλη 80s, αρχές 90s είχε φέρει μες στο μαγαζί ως attraction  δυο κροκόδειλους-χώρια το μαϊμουδάκι που πάντα σχεδόν κουβαλούσε μαζί. Κάποιες βραδιές επίσης διοργάνωνε happening με φωτιές, κελεμπίες, γούνες και ότι μπορεί να φανταστεί κάποιος. Εκκεντρικός, αμίμητος, χαρακτηριστική μορφή της Κυψέλης και της νυχτερινής Αθήνας, γενικότερα. Πέθανε πέρσι.

Η γαστρονομία και η μπαρ κουλτούρα προχωράει με αδιανόητα άλματα.

Στην Αθήνα πίνουμε κοκτεϊλάρες και τρώμε φαγητάρες. Όμως, ξεμένουμε από ανθρώπους, από ανθρώπινο υλικό που θα χαραχτεί στον χρόνο, στην συλλογική μας μνήμη. Η αίσθηση της φιλοξενίας αλά παλαιά πιθανώς κριντζάρει τους νέους ιδιοκτήτες-ίσως και τους νέους θαμώνες. Όταν φύγει ο Λούβρος σε χίλια χρόνια, παρακαλώ, από σήμερα, είναι δεδομένο ότι θα λέμε γι’ αυτόν τα χίλια δύο. Ποιος θα βρεθεί να αναλάβει το Booze; Κάποιος χλιαρός μπαρμαναίος με τατού και attitude; Ο νέος ιδιοκτήτης του Οικονόμου θα μπορέσει να βρει πάτημα στον αμίμητο τρόπο του κυρίου Κώστα να μας υποδέχεται και να μας ζεσταίνει στομάχια και καρδιές; Μετά τον Ηπειρώτη Γιώργο Χατζηγιάννη, η θρυλική μουσική Χαμάμ πώς θα είναι; Και γιατί μας λείπει τόσο πολύ ακόμα ο Τριανταφυλλίδης-και σε εμάς, εννοώ, που δεν υπήρξαμε ποτέ μέλη της συντροφιάς του. Η Γωγώ από το Go-go s στον Σταυρό του Νότου έλεγε το καλοκαίρι ότι θα κλείσει-τι φάση; Θα κλείσει η Γωγώ; Μιλούσαμε πολλά άτομα για καιρό σχετικά με το θέμα. Πού θα βρεθεί φιγούρα εφάμιλλή της;

Όλα τζεντριφικοποιούνται-επιτρέψτε μου την λέξη. Όλα, όμως. Ακόμα και τα Everest έβαλαν γυαλιστερά πλακάκια κι άλλαξαν λογότυπο. Χρόνια πριν, και τα Goodys. Εμβλήματα της τζανκιάς, του τσιμπήματος μετά την βραδινή έξοδο ή της χριστουγεννιάτικης έκπληξης των γονιών γίνονται κομμάτια μιας πόλης-καρικατούρας που δεν σεβάστηκε ποτέ, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές, το βαρύ αρχιτεκτονικό πυροβολικό της, το σημαίνον και το σημαινόμενό της ως Αθήνας, ως αρχαίας, ως τουρκοκρατούμενης, ως βυζαντινής, ως ευρωπαϊκής πόλης. Μπάλκαν κιτς ατάκτως ραντισμένο, πλαστικό λουλουδικό, μοντέρνα λογότυπα και απρόσωπα μαγαζιά με πανέμορφους και ικανότατους ανθρώπους να τα λειτουργούν-πλην όμως αδιάφορους για το ποίμνιό τους, ενδιαφερόμενους αποκλειστικά για το πορτοφόλι του ποιμνίου και για την εικόνα τους στα social media.

Ποιοι είμαστε εμείς για να κρίνουμε; Το ίδιο μπορεί να λένε οι αναγνώστες και για εμάς. «Πάνε οι βαριές οι πένες / Χαθήκαν οι δημοσιογράφοι / Κάτι παιδάκια γράφουν τις παπαριές τους στο Ίντερνετ» και πάει λέγοντας. Απλώς, ρε γαμώτο, οι μαγαζάτορες, οι αρχηγοί των στεκιών μας και μέρος του προσωπικού τους (ο αγαπημένος μας σερβιτόρος, η μπαργούμαν μας η καλή) είναι πιο σημαντικά κύτταρα μέσα σε μια πόλη από τους γραφιάδες της. Στο κάτω κάτω, οι καλές πένες άφησαν παρακαταθήκη και μπορείτε να τις διαβάζετε όσα χρόνια κι αν περάσουν. Στην Αστροφεγγιά, όμως, στην Πατησίων δεν θα μπορείτε να ξαναπάτε. Ο ιδιοκτήτης του την πουλάει και ο άνθρωπος που την έτρεχε με την ψυχή του, ο νεαρότατος Λάμπρος Κατσάνος, περνά σε μια νέα εποχή.

Να, κάτι τέτοια μας λείπουν και θα μας λείψουν. Είναι ακατόρθωτο να μην αλλάζει μορφή αυτή η πόλη που κρατά συνεχώς ζάρια στις χούφτες της. Αλλά κι εμείς, είναι ακατόρθωτο να μην λυπούμαστε. Εκτός κι αν αγκαλιάσουμε μια και καλή τον κυνισμό της εποχής που θέλει τα πάντα όχι να ρέεουν, μα να καταλήγουν, θέλει αστερόσκονη της μιας βραδιάς ή της μιας σεζόν και, τελικά, εξορία της νοσταλγίας και καλωσόρισμα της ματαιότητας για τα πάντα, για τα πάντα, για τα πάντα.

Ε, όχι.