Δεν ξέρω ποιο χέρι τον έβαλε εκεί. Ακριβώς επάνω στο έπιπλο, μια ανάσα από το κρεβάτι. Δεν ξέρω καν πού βρέθηκε. Στο σπίτι δεν έχουμε καθρέφτες. Ένας στο μπάνιο κι ακόμη ένας κρυμμένος πίσω από μία πόρτα αρκούσαν και περίσσευαν για φευγαλέες ματιές λίγο πριν το αγχωτικό «Έλα, μια χαρά είσαι, πάμε να φύγουμε, αργήσαμε. Θα χάσουμε τη δουλειά, το ραντεβού, το σχολικό, το τραπέζι, τον αγώνα, το πλοίο, το αεροπλάνο, το μυαλό που μας απέμεινε». Ανθρώπινο ή θεϊκό, το χέρι που με ξανασύστησε με το αντικείμενο «καθρέφτης», πριν από περίπου έναν χρόνο, ήθελα να το κόψω. Σήμερα, το προσκυνώ.
Τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες (και κάτι) πίσω. Εποχή καραντίνας. Να γράφω μερόνυχτα από το πόστο «κρεβάτι» (γραφείο δεν υπήρχε ούτε κατά διάνοια, μέχρι κι ο καναπές ήταν κατειλημμένος από την πανδημία της τηλεκπαίδευσης) κι αυτός να στέκει δίπλα μου ακοίμητος φρουρός της εικόνας μου. Μιας εικόνας που αντίκρυζα για πρώτη φορά. Εγώ να γυρίζω αφηρημένη και να τον κοιτάζω σαν παιδούλα κι εκείνος να μου επιστρέφει το είδωλό μου σε μορφή αντίκας. Εγώ να του χαμογελώ κι εκείνος να μου αγριεύει. Εγώ να γέρνω παρακλητικά στο πλάι (μα δεν μπορεί να γέρασα τόσο) κι εκείνος να αντανακλά δεξιόπλευρα κι αριστερόπλευρα ένα κρεμασμένο λειρί (κι όμως, γέρασες τόσο). Και να πεις πως ήμουν κότα. Όλα τα άλλα μπορεί να υπήρξα, κότα όμως ποτέ. Και κάπου στο βάθος, ο βασανιστικός αντίλαλος της φωνής της μάνας μου να χορεύει τανγκό την χαμένη μου νιότη «Μην κάνεις συνεχώς γκριμάτσες παιδάκι μου. Έχεις σπάσει πριν την ώρα σου. Εγώ στην ηλικία σου δεν ήμουν έτσι. Κοίτα τις όλες πώς προσέχουν τον εαυτό τους. Ο δικός σου πού είναι;».
Είμαι ίδια κι όμως είμαι και μία άλλη. Εκείνη που κάποτε κορόιδευα (τα νιάτα στο δίνουν αυτό το δικαίωμα) κι αυτή που σκασιλάρα της αν την κοροϊδέψουν (η μέση ηλικία στην προσφέρει αυτή τη σοφία).
Ο δικός μου πού ήταν; Τον έψαξα ένα από εκείνα τα βράδια της καραντίνας και κάθισα την ομορφιά του στα γόνατά μου. Και μου φάνηκε πικρή. Και την έφτυσα. Κι ύστερα ένα τηλεφώνημα και πιο μετά η ανακοίνωση, σαν τελεσίγραφο που δεν σηκώνει αντιρρήσεις: «Θα πάω στον Φουστάνο να κάνω lifting». Ο άντρας μου με αποκάλεσε αρχικά «τρελή», μετά έγινα «κούκλα, τίποτα δεν έχεις ανάγκη να κάνεις» (κανένα από τα δύο δεν έπιασε) για να καταλήξει στο «κάνε ό,τι θες, δεν πρόκειται να βγάλω άκρη μαζί σου…»
Μπήκα στο αυτοκίνητο, βγήκα στο χειρουργείο με μία γαλάζια ποδιά. Άγχος στο ναδίρ, «θέλω» στο ζενίθ, μουσική στη διαπασών. Βραζιλιάνικη, κεφάτη, ήθελα να χορέψω, δίπλα μου ο γιατρός να γελά. «Έτοιμη;» «Έτοιμη». Τέσσερις ώρες. Τόσο κράτησε να βγει και να ξαναμπεί το πρόσωπο στην θέση του (μην γουρλώνεις τα μάτια, έτσι γίνεται το lifting), όλα τα άλλα, νήματα, σύρματα, κρέμες και σκοινιά είναι κουταμάρες. Μην τα ακούς, μην τα πιστεύεις. Δύο ημέρες μετά βγάζω τις γάζες. Το πρόσωπο μοιάζει να εκπέμπει φως κι ας φέρνω σε τέρας από το πρήξιμο και τις μελανιές. Στους διαδρόμους του νοσοκομείου κάποιοι με κοιτάζουν με τρόμο, εγώ νιώθω πεντάμορφη. Επιστρέφω στο σπίτι. Βγαίνω έξω με μαντήλα, τρώω σούπες και κρέμες (το πρώτο διάστημα δύσκολα μασάς), κάνω σκωτσέζικα ντους μέσα στο καταχείμωνο «μόνο κρύο νερό στο πρόσωπο», γεμίζω γαβάθες με παγάκια «θα τα αφήνετε επάνω σας μέχρι να λιώσουν», είναι Δεκέμβρης, αισθάνομαι σαν να’ χει μπει το καλοκαίρι «τότε θα δείτε το τελικό αποτέλεσμα, έξι μήνες μετά». Ρουφάω τα μάγουλα για να το δω νωρίτερα, τα παιδιά γελάνε, «είναι τρελή αυτή η μαμά», ο γιος μου βάζει στην κατάψυξη πετσέτες για να παγώσουν, η κόρη μου θέλει να μου τις απλώνει σε μέτωπο και μάτια, «εγώ πάντως αυτό το πράγμα που έκανες δεν θα το κάνω ποτέ», μου λέει συχνά πυκνά, «φτάσε στην ηλικία μου και τα ξαναλέμε», της απαντώ -κλασικές εικονογραφημένες ατάκες μεταξύ μάνας και κόρης. Μέρα με την ημέρα το πρήξιμο υποχωρεί, οι ώρες σβήνουν τις μελανιές σαν γομολάστιχα, πόνος ανύπαρκτος, χαρά σε θέση σταθερή, πάει το λειρί, κι ας με πουν και κότα. Μια φορά την εβδομάδα ανεβαίνω στον γιατρό, μετά κάθε δεκαπέντε, ύστερα μια φορά τον μήνα, «πάει τελειώσαμε». Είμαι ίδια κι όμως είμαι και μία άλλη. Εκείνη που κάποτε κορόιδευα (τα νιάτα στο δίνουν αυτό το δικαίωμα) κι αυτή που σκασιλάρα της αν την κοροϊδέψουν (η μέση ηλικία στην προσφέρει αυτή τη σοφία).
Αγοράζω ό,τι έχει σχέση με την λέξη «ενυδάτωση», πίνω νερό, μεθάω από το «πριν και το μετά», έχει πλάκα να πιστεύεις πως ξαναγεννιέσαι. Βγάζω φωτογραφίες, στέλνω φωτογραφίες. Μία κολλητή μου, με ξυπνάει κάθε πρωί με το μήνυμα «Στείλε μούρη», οι φίλες μου ωρύονται «Είσαι όπως σε θυμάμαι πριν από δεκαπέντε χρόνια. Θέλω κι εγώ!», άλλες επιμένουν «Μην πεις σε κανέναν τι έκανες!». Πεισμώνω σαν παιδί, είμαι παιδί. Σκέφτομαι σαν μεγάλη. Είμαι μεγάλη. Σε όλους θέλω να το πω. Σε όλους θέλω να το δείξω. Στην μανάβισσα, στον μπακάλη, στον φούρναρη, στην γειτόνισσα που πιστεύει πως της λέω ψέματα και πως «ομόρφυνες γιατί ξεκουράστηκες στην καραντίνα», στον υπάλληλο της διεύθυνσης διαβατηρίων που κοιτάζει με δυσπιστία μια την χρονολογία γέννησης, μια τη φάτσα μου: «Αλήθεια σου λέω παιδί μου! Έκανα lifting», τους απαντώ. «Κοίτα το ράμμα που δεν φαίνεται», «Κοίτα τα μήλα πώς λάμπουν», «Κοίτα τον λαιμό πώς ίσιωσε», «Κοίτα τα μάτια πώς άνοιξαν». «Κοίτα το λειρί που εξαφανίστηκε», «Κοίτα να κάνεις αυτό που γουστάρεις κι αυτό που θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα κι άσε τους άλλους να λένε». Και κοίτα να το χωνέψεις μια και καλή: Το ότι μεγαλώνουμε είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε να αλλάξουμε. Το ότι κάποιες φορές δεν μας αρέσει είναι ένα γεγονός που αν θέλουμε, το αλλάζουμε. Σε μία μόνο βραδιά…
Δεν ξέρω ποιο χέρι τον έβαλε εκεί. Ακριβώς επάνω στο έπιπλο, μια ανάσα από το κρεβάτι. Δεν ξέρω καν πού βρέθηκε. Στο σπίτι δεν έχουμε καθρέφτες. Ένας στο μπάνιο κι ακόμη ένας κρυμμένος πίσω από μία πόρτα αρκούσαν και περίσσευαν για φευγαλέες ματιές λίγο πριν το αγχωτικό «Έλα, μια χαρά είσαι, πάμε να φύγουμε, αργήσαμε. Θα χάσουμε τη δουλειά, το ραντεβού, το σχολικό, το τραπέζι, τον αγώνα, το πλοίο, το αεροπλάνο, το μυαλό που μας απέμεινε». Ανθρώπινο ή θεϊκό, το χέρι που με ξανασύστησε με το αντικείμενο «καθρέφτης», πριν από περίπου έναν χρόνο, ήθελα να το κόψω. Σήμερα, το προσκυνώ.
Τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες (και κάτι) πίσω. Εποχή καραντίνας. Να γράφω μερόνυχτα από το πόστο «κρεβάτι» (γραφείο δεν υπήρχε ούτε κατά διάνοια, μέχρι κι ο καναπές ήταν κατειλημμένος από την πανδημία της τηλεκπαίδευσης) κι αυτός να στέκει δίπλα μου ακοίμητος φρουρός της εικόνας μου. Μιας εικόνας που αντίκρυζα για πρώτη φορά. Εγώ να γυρίζω αφηρημένη και να τον κοιτάζω σαν παιδούλα κι εκείνος να μου επιστρέφει το είδωλό μου σε μορφή αντίκας. Εγώ να του χαμογελώ κι εκείνος να μου αγριεύει. Εγώ να γέρνω παρακλητικά στο πλάι (μα δεν μπορεί να γέρασα τόσο) κι εκείνος να αντανακλά δεξιόπλευρα κι αριστερόπλευρα ένα κρεμασμένο λειρί (κι όμως, γέρασες τόσο). Και να πεις πως ήμουν κότα. Όλα τα άλλα μπορεί να υπήρξα, κότα όμως ποτέ. Και κάπου στο βάθος, ο βασανιστικός αντίλαλος της φωνής της μάνας μου να χορεύει τανγκό την χαμένη μου νιότη «Μην κάνεις συνεχώς γκριμάτσες παιδάκι μου. Έχεις σπάσει πριν την ώρα σου. Εγώ στην ηλικία σου δεν ήμουν έτσι. Κοίτα τις όλες πώς προσέχουν τον εαυτό τους. Ο δικός σου πού είναι;».
Είμαι ίδια κι όμως είμαι και μία άλλη. Εκείνη που κάποτε κορόιδευα (τα νιάτα στο δίνουν αυτό το δικαίωμα) κι αυτή που σκασιλάρα της αν την κοροϊδέψουν (η μέση ηλικία στην προσφέρει αυτή τη σοφία).
Ο δικός μου πού ήταν; Τον έψαξα ένα από εκείνα τα βράδια της καραντίνας και κάθισα την ομορφιά του στα γόνατά μου. Και μου φάνηκε πικρή. Και την έφτυσα. Κι ύστερα ένα τηλεφώνημα και πιο μετά η ανακοίνωση, σαν τελεσίγραφο που δεν σηκώνει αντιρρήσεις: «Θα πάω στον Φουστάνο να κάνω lifting». Ο άντρας μου με αποκάλεσε αρχικά «τρελή», μετά έγινα «κούκλα, τίποτα δεν έχεις ανάγκη να κάνεις» (κανένα από τα δύο δεν έπιασε) για να καταλήξει στο «κάνε ό,τι θες, δεν πρόκειται να βγάλω άκρη μαζί σου…»
Μπήκα στο αυτοκίνητο, βγήκα στο χειρουργείο με μία γαλάζια ποδιά. Άγχος στο ναδίρ, «θέλω» στο ζενίθ, μουσική στη διαπασών. Βραζιλιάνικη, κεφάτη, ήθελα να χορέψω, δίπλα μου ο γιατρός να γελά. «Έτοιμη;» «Έτοιμη». Τέσσερις ώρες. Τόσο κράτησε να βγει και να ξαναμπεί το πρόσωπο στην θέση του (μην γουρλώνεις τα μάτια, έτσι γίνεται το lifting), όλα τα άλλα, νήματα, σύρματα, κρέμες και σκοινιά είναι κουταμάρες. Μην τα ακούς, μην τα πιστεύεις. Δύο ημέρες μετά βγάζω τις γάζες. Το πρόσωπο μοιάζει να εκπέμπει φως κι ας φέρνω σε τέρας από το πρήξιμο και τις μελανιές. Στους διαδρόμους του νοσοκομείου κάποιοι με κοιτάζουν με τρόμο, εγώ νιώθω πεντάμορφη. Επιστρέφω στο σπίτι. Βγαίνω έξω με μαντήλα, τρώω σούπες και κρέμες (το πρώτο διάστημα δύσκολα μασάς), κάνω σκωτσέζικα ντους μέσα στο καταχείμωνο «μόνο κρύο νερό στο πρόσωπο», γεμίζω γαβάθες με παγάκια «θα τα αφήνετε επάνω σας μέχρι να λιώσουν», είναι Δεκέμβρης, αισθάνομαι σαν να’ χει μπει το καλοκαίρι «τότε θα δείτε το τελικό αποτέλεσμα, έξι μήνες μετά». Ρουφάω τα μάγουλα για να το δω νωρίτερα, τα παιδιά γελάνε, «είναι τρελή αυτή η μαμά», ο γιος μου βάζει στην κατάψυξη πετσέτες για να παγώσουν, η κόρη μου θέλει να μου τις απλώνει σε μέτωπο και μάτια, «εγώ πάντως αυτό το πράγμα που έκανες δεν θα το κάνω ποτέ», μου λέει συχνά πυκνά, «φτάσε στην ηλικία μου και τα ξαναλέμε», της απαντώ -κλασικές εικονογραφημένες ατάκες μεταξύ μάνας και κόρης. Μέρα με την ημέρα το πρήξιμο υποχωρεί, οι ώρες σβήνουν τις μελανιές σαν γομολάστιχα, πόνος ανύπαρκτος, χαρά σε θέση σταθερή, πάει το λειρί, κι ας με πουν και κότα. Μια φορά την εβδομάδα ανεβαίνω στον γιατρό, μετά κάθε δεκαπέντε, ύστερα μια φορά τον μήνα, «πάει τελειώσαμε». Είμαι ίδια κι όμως είμαι και μία άλλη. Εκείνη που κάποτε κορόιδευα (τα νιάτα στο δίνουν αυτό το δικαίωμα) κι αυτή που σκασιλάρα της αν την κοροϊδέψουν (η μέση ηλικία στην προσφέρει αυτή τη σοφία).
Αγοράζω ό,τι έχει σχέση με την λέξη «ενυδάτωση», πίνω νερό, μεθάω από το «πριν και το μετά», έχει πλάκα να πιστεύεις πως ξαναγεννιέσαι. Βγάζω φωτογραφίες, στέλνω φωτογραφίες. Μία κολλητή μου, με ξυπνάει κάθε πρωί με το μήνυμα «Στείλε μούρη», οι φίλες μου ωρύονται «Είσαι όπως σε θυμάμαι πριν από δεκαπέντε χρόνια. Θέλω κι εγώ!», άλλες επιμένουν «Μην πεις σε κανέναν τι έκανες!». Πεισμώνω σαν παιδί, είμαι παιδί. Σκέφτομαι σαν μεγάλη. Είμαι μεγάλη. Σε όλους θέλω να το πω. Σε όλους θέλω να το δείξω. Στην μανάβισσα, στον μπακάλη, στον φούρναρη, στην γειτόνισσα που πιστεύει πως της λέω ψέματα και πως «ομόρφυνες γιατί ξεκουράστηκες στην καραντίνα», στον υπάλληλο της διεύθυνσης διαβατηρίων που κοιτάζει με δυσπιστία μια την χρονολογία γέννησης, μια τη φάτσα μου: «Αλήθεια σου λέω παιδί μου! Έκανα lifting», τους απαντώ. «Κοίτα το ράμμα που δεν φαίνεται», «Κοίτα τα μήλα πώς λάμπουν», «Κοίτα τον λαιμό πώς ίσιωσε», «Κοίτα τα μάτια πώς άνοιξαν». «Κοίτα το λειρί που εξαφανίστηκε», «Κοίτα να κάνεις αυτό που γουστάρεις κι αυτό που θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα κι άσε τους άλλους να λένε». Και κοίτα να το χωνέψεις μια και καλή: Το ότι μεγαλώνουμε είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε να αλλάξουμε. Το ότι κάποιες φορές δεν μας αρέσει είναι ένα γεγονός που αν θέλουμε, το αλλάζουμε. Σε μία μόνο βραδιά…