Υπάρχουν ταινίες που φωνάζουν και άλλες που ψιθυρίζουν. Υπάρχουν και κάποιες σπάνιες που σου κρατούν το βλέμμα χωρίς να πουν πολλά, σαν να ξέρουν ήδη ότι κάτι μέσα σου θα ραγίσει. Το Τέλος της Βίας (A History of Violence) του David Cronenberg είναι μια ήσυχη έκρηξη, μια ταινία τόσο υπόγεια που από τη στιγμή που θα τη δεις θα σε σημαδέψει για πάντα. Είναι μια σφιχτά δομημένη παραβολή πάνω στη βία που δεν φωνάζει, αλλά σε χαράζει.
Ο Tom Stall (ένας υποδειγματικά σιωπηλός Viggo Mortensen) ζει μια σχεδόν καρτποσταλική ζωή σε μια μικρή πόλη της Ιντιάνα: τακτικές κινήσεις, μικρές χαρές, ένα ήσυχο καφέ, μια ζεστή οικογένεια. Ώσπου μια πράξη αυτοάμυνας τον μετατρέπει ξαφνικά σε τοπικό ήρωα. Κάμερες, χειροκροτήματα, φωνές θαυμασμού. Κι ύστερα… σιωπή. Από εκείνη την παράξενη σιωπή που προηγείται της θύελλας.
Ο Cronenberg παίρνει το χρόνο του. Δεν ενδιαφέρεται για το σοκ. Εστιάζει στη ρωγμή: πότε αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν γνωρίζεις τον άνθρωπο απέναντί σου; Πότε η φωνή του, το άγγιγμά του, το παρελθόν του αρχίζουν να μοιάζουν με κάτι ξένο, αθέατο και απειλητικό; Η κάμερα κινείται με ακρίβεια, οι διάλογοι είναι μετρημένοι, σχεδόν κρύοι. Κι όμως, κάθε λέξη τσιμπάει.
Το σενάριο (διασκευή του graphic novel της DC του 1997 από τους John Wagner και Vince Locke) δεν φλυαρεί. Ξέρει πού πάει. Και όσο ξετυλίγεται η πλοκή, τόσο πιο καθαρά βλέπουμε ότι η βία εδώ δεν έρχεται απ’ έξω, ήταν πάντα εκεί, κρυμμένη στις σκιές. Το παρελθόν δεν ξεθωριάζει με το χρόνο. Ούτε με το «καλό παιδί» της μικρής πόλης. Γιατί το παρελθόν απλώς κοιμάται, μέχρι να το ξυπνήσουν…
Η Maria Bello, ως σύζυγος που σταδιακά βλέπει τον άντρα της να γίνεται κάποιος άλλος, δίνει μια από τις πιο υπόγεια φορτισμένες ερμηνείες της δεκαετίας των 00s. Οι σκηνές ανάμεσά τους δεν έχουν υστερίες, έχουν βλέμματα, σιωπές και κάτι κρυφό: τον τρόμο ότι ίσως δεν τον ήξερε ποτέ.
Η βία, όταν έρχεται, είναι άμεση, ωμή, άβολη. Δεν είναι φτιαγμένη για να εντυπωσιάσει ή να προκαλέσει ενθουσιασμό. Είναι γυμνή, ωμή πραγματικότητα, και αυτή είναι ίσως η πιο θαρραλέα κινηματογραφική επιλογή της ταινίας. Ο θεατής καλείται να αντέξει, όχι να διασκεδάσει.
Και αυτός είναι ένας από τους πολλούς λόγους που κάποιος πρέπει να δει το Τέλος της Βίας: γιατί δεν λέει ψέματα. Δεν σε προστατεύει με εύκολες απαντήσεις ή εξιδανικευμένα σενάρια. Αντίθετα, σε ρωτάει στα ίσια:
Αν μπορούσες να αφήσεις πίσω σου το ποιος ήσουν, τι θα γινόσουν στη θέση του;
Το σενάριο ξεδιπλώνει μια πλοκή που, ενώ φαίνεται απλή, σκάβει σταθερά κάτω από την επιφάνεια: πίσω από την ηρεμία της γειτονιάς, την παιδική αθωότητα, το οικογενειακό δείπνο. Είναι μια ιστορία που φανερώνει πόσο λεπτή είναι η μεμβράνη ανάμεσα σε αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε, και σε αυτό που έχουμε υπάρξει.
Το φιλμ είναι τελικά κάτι περισσότερο από μια καλοσκηνοθετημένη ιστορία: είναι ένα ψυχολογικό κάτοπτρο, μια ευκαιρία να δούμε πώς μπορεί να ξεφτίσει μια “κανονική” ζωή – όχι με θόρυβο, αλλά με μια μικρή ρωγμή που μεγαλώνει σιωπηλά.
Η ταινία γίνεται ένα φιλοσοφικό δοκίμιο για την ταυτότητα: Είμαστε όντως αυτοί που ζούμε σήμερα ή αυτοί που προσπαθούμε να ξεχάσουμε ότι υπήρξαμε; Πού τελειώνει η μεταμέλεια και πού αρχίζει η υποκρισία; Είναι η βία ένα ατύχημα ή ένας κώδικας χαραγμένος στην επιφάνεια της σιωπής μας; Ο Cronenberg, όμως, δεν απαντά, και αυτή είναι η σπουδαία δύναμή του. Δεν κρίνει, δεν διδάσκει, δεν υποδεικνύει. Απλώς αφαιρεί τα πέπλα της συμβατικότητας, μέχρι να μείνει μπροστά μας το γυμνό ερώτημα: πόσο μακριά είμαστε πραγματικά από τη δική μας έκρηξη;
Η σπουδαιότητα του A History of Violence βρίσκεται στην αλήθεια του. Στο πώς καταφέρνει να σε κρατήσει μετέωρο ανάμεσα στη συμπάθεια και την καχυποψία, ανάμεσα στην ταύτιση και την απόσταση. Δεν είναι εύκολη ταινία. Αλλά είναι από εκείνες που μένουν. Όχι γιατί σου φωνάζουν τι να νιώσεις – αλλά γιατί σε αφήνουν μόνο σου με το ερώτημα.
*Δείτε το A Histoty of Violence στο Netflix.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.