Λαμβάνοντας υπόψη ότι ολόκληρη η ύπαρξη του Tom Waits έχει περάσει μέσα από αινιγματικές ιστορίες και αφηγήσεις, μια βασική πτυχή της αλλοπρόσαλλης γοητείας του είναι το γεγονός ότι, την πρώτη δεκαετία της καριέρας του, συμπεριφερόταν σαν να ήταν 30 χρόνια μεγαλύτερος από την ηλικία του. Ο Waits, ο οποίος σήμερα κλείνει τα 73, εμφανίστηκε ως ένας ατίθασος 24χρονος τραγουδοποιός που ανέβηκε στη σκηνή ως ένας ταλαίπωρος, πικρόχολα κωμικός αφηγητής της τζαζ. Ο έφηβος Tom Waits ζούσε σε ένα αυτοκίνητο και δούλευε ως πορτιέρης σε ένα night club του Λος Άντζελες, όταν αποφάσισε ότι πρέπει να αρχίσει να παίζει μουσική και να γράφει τραγούδια βασισμένα σε κλεμμένα αποσπάσματα συνομιλιών. Παίζοντας πιάνο και κιθάρα, αφηγούνταν ιστορίες εξωφρενικές, όλες τους τοποθετημένες σε μια εποχή που μεσουρανούσαν οι καταρρακωμένοι αντιήρωες Henry Gondorff και Pat Hobby. Ο Tom Waits, υπήρξε ένας beat ποιητής που όλα αυτά τα χρόνια κινούνταν ανελλιπώς στο σταυροδρόμι της μουσικής, της λογοτεχνίας και της performance art.
Ωστόσο, μετά το Swordfishtrombones του 1983, ο Waits – που, όπως ισχυρίστηκε κάποτε, έτσι τον αποκαλούσε η μητέρα του – έχει ακολουθήσει μια πολύ διαφορετική πορεία. Τα αινιγματικά επόμενα άλμπουμ του αποκαλύπτουν έναν τραγουδοποιό που εξακολουθεί να επανασχεδιάζει τη δημιουργική του περίμετρο. Και αυτή η αίσθηση της εξερεύνησης, της ανησυχίας, τον έχει κάνει να φαίνεται δεκαετίες νεότερος από την ηλικία του. Δεν μπορείς να γυρίσεις το ρολόι πίσω, αλλά ο Tom Waits φαίνεται να έχει μπερδέψει τον χρόνο αρκετά.
Παρόμοια με τον Bob Dylan και τον Bruce Springsteen, ο Waits δεν μεγάλωσε στον κόσμο που κατοικούσαν οι πρώτοι του χαρακτήρες. Μεγάλωσε στη Νότια Καλιφόρνια, σε μια εποχή που η πολιτεία αυτή έσφυζε από δυνατότητες – που ωστόσο καμία από αυτές δεν ένιωθε ότι του ταίριαζε. Ακόμα κι έτσι, αυτός αφοσιώθηκε στην εκκολαπτόμενη φολκ σκηνή του Σαν Ντιέγκο στις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Εκείνη την εποχή, οι δισκογραφικές εταιρείες έψαχναν για οποιονδήποτε μπορούσε να γράψει μια αράδα στίχων και να κρατήσει μια μελωδία, και στην τυχαία περίπτωση του Waits, ο David Geffen είχε την τύχη να τον εντοπίσει. Υπέγραψε στη συνέχεια με την στην Asylum Records, η οποία κυκλοφόρησε το ντεμπούτο άλμπουμ του το 1973, με τον ειρωνικό τίτλο Closing Time. Ο Waits περιόδευε ακατάπαυστα και, όπως πολλοί άλλοι εξέχοντες Αμερικανοί καλλιτέχνες, εδραιώθηκε αρχικά στην Ευρώπη πολύ προτού επιστρέψει στις Η.Π.Α. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές της δεκαετίας του ’80, είχε μια δυναμική δισκογραφική πορεία που τον εδραίωσε στο καλλιτεχνικό στερέωμα της εποχής: Τα The Heart of Saturday Night, Small Change, Foreign Affairs, Blue Valentine και Heartattack and Vine διαδέχονταν το ένα το άλλο με αρκετά μεγάλη επιτυχία. Το κλασικό live άλμπουμ του, το Nighthawks at the Diner του 1975, αποτυπώνει υπέροχα τον παλμό της εποχής και παραμένει ένα από τα αγαπημένα άλμπουμ των φανατικών οπαδών του.
Κατά τη διάρκεια της πρώιμης καριέρας του, έγραφε τόσο σε πρώτο όσο και σε τρίτο πρόσωπο με την ίδια επιδεξιότητα, χρησιμοποιώντας συχνά μαύρο χιούμορ για να απαλύνει την απροσάρμοστη εκκεντρικότητα τρων σκοτεινών χαρακτήρων του. Το αξέχαστο ντουέτο του 1977 με την Bette Midler, “I Never Talk to Strangers”, για παράδειγμα, βρίσκει δύο μοναχικούς ανθρώπους να σκοτώνουν την ώρα τους σε ένα κοκτέιλ μπαρ αποδομώντας ο ένας το προσωπείο του άλλου. Αφού η Midler παρατηρεί: «Η ζωή σου είναι ένα μυθιστόρημα που αξίζει ψίχουλα/Αυτή η πόλη είναι γεμάτη από τύπους σαν κι εσένα/Και ψάχνεις κάποιον να πάρει τη θέση της», το μόνο που μπορεί να πει ο Waits προς υπεράσπισή του είναι «Πρέπει να διαβάζεις τα γράμματά μου».
Παρόλα αυτά, αναρωτιέται κανείς κατά πόσο η προσωπικότητα του ξεροκέφαλου τροβαδούρου που δημιούργησε ο Waits άρχισε να πνίγει ακόμα και τον ίδιο. Το Swordfishtrombones τον έβαλε στο δρόμο για να αναπτύξει έναν πιο σκοτεινό, πιο παραφωνικό ήχο και έναν πιο καχύποπτο πρωταγωνιστή, αν και η αφηγηματική του λάμψη στην πραγματικότητα δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Με το “Downtown Train” γνώρισε κάποια σχετική επιτυχία, από την ουσιαστική συνέχεια του Swordfishtrombones και το Rain Dogs, ένα τραγούδι που αργότερα εκτοξεύτηκε σε δημοτικότητα όταν τραγουδήθηκε από τον Rod Stewart.
Το σκηνικό του είχε μετατοπιστεί από ένα καπνισμένο σαλόνι ενός χαμόσπιτου, και από το Λος Άντζελες του Chandler στην Gotham City του Bruce Wayne. Η βραχνή φωνή του κρύφτηκε μέσα στην παραμόρφωση. Ο ιδιοφυής αλήτης από τις αρχές της καριέρας του είχε πεθάνει και είχε ήδη ταφεί, αφήνοντας πίσω του ένα στοιχειωμένο φάντασμα να πλανιέται στο παρόν. Όταν τραγουδούσε, “What’s he building in there?” στο άλμπουμ του Mule Variations του 1999, θα μπορούσε να αναφέρεται στον ίδιο του τον εαυτό.
Αλλά αυτό ακριβώς είναι το θέμα με τον Tom Waits: Ποτέ δεν παρέδωσε ένα υποδεέστερο άλμπουμ, ποτέ δεν παραμέλησε την τέχνη του για να κυνηγήσει το χρήμα -στην πραγματικότητα, πέρασε σχεδόν πέντε δεκαετίες τελειοποιώντας το πιο απογοητευτικό σχέδιο πλουτισμού στην ιστορία της βιομηχανίας της μουσικής. Συνήθως, οι καλλιτέχνες της ηλικίας και του διαμετρήματός του βρίσκουν έναν δημιουργικό θύλακα και τον εκμεταλλεύονται μέχρι να σταματήσει το χειροκρότημα.
Από τότε που κυκλοφόρησε το πιο πρόσφατο στούντιο άλμπουμ του, το Bad as Me, το 2011, έχει ρίξει εμφανώς τους τόνους. Εξακολουθεί να εμφανίζεται περιστασιακά για να παίξει ένα ή δύο τραγούδια σε κάποια φιλανθρωπική εκδήλωση, ανάμεσα σε συναυλίες, θεατρικά και ό,τι άλλο «μαγειρεύει» με την επί χρόνια καλλιτεχνική συνοδοιπόρο και σύζυγό του, Kathleen Brennan. Ως ηθοποιός που έχει κερδίσει την εύνοια σπουδαίων σκηνοθετών όπως ο Terry Gilliam, ο Francis Ford Coppola, ο Jim Jarmusch και οι αδελφοί Coen, οι ικανότητές του συνεχίζουν να εξελίσσονται. Όπου ο Waits βάζει το όνομά του, το κάνει αναμφισβήτητα δικό του.
Βέβαια, η ομορφιά του Tom Waits αναμφισβήτητα βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει άνθρωπος εν ζωή που να μπορεί να πει με απόλυτη σιγουριά για το πότε αστειεύεται και πότε όχι.