Ο Frank Zappa πέθανε από καρκίνο του προστάτη το 1993 σε ηλικία 52 ετών. Σύμφωνα με πληροφορίες από την αυτοβιογραφία του, “The Real Frank Zappa Book” (η οποία είναι ένα εκπληκτικό βιβλίο), φαίνεται ότι η δουλειά του πατέρα του ήταν πιθανότατα η αιτία του καρκίνου του.
Ο πατέρας του Zappa εργαζόταν στην εγκατάσταση χημικού πολέμου και πειραμάτων Edgewood Arsenal στο Aberdeen του Marylan που την διαχειριζόταν ο αμερικανικός στρατός. Αυτή η εγκατάσταση επεξεργαζόταν αέριο Μουστάρδας και πολλοί υποψιάζονται ότι ήταν, επίσης, μια εγκατάσταση ανάπτυξης εφαρμογών χημικού πολέμου για τους οποίους οι ΗΠΑ ήταν γνωστό ότι μελετούσαν εκείνη την εποχή.
Ο πατέρας του φέρεται επίσης, σύμφωνα με τον Frank Zappa, να έφερνε συστηματικά εργαστηριακό εξοπλισμό γεμάτο υδράργυρο στο σπίτι από τον χώρο εργασίας του, δίνοντάς τον στον Zappa για να παίζει μαζί του. Ο Zappa ήταν συχνά άρρωστος ως παιδί, υποφέροντας από άσθμα, πόνους στα αυτιά και προβλήματα στα ιγμόρεια. Τα προβλήματα των ιγμορείων του φέρεται να αντιμετωπίζονταν με ακτινοθεραπεία, η οποία θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στην ανάπτυξη καρκίνου.
Ο υγρός υδράργυρος είναι επίσης γνωστό ότι είναι καρκινογόνος, όπως και το αέριο Μουστάρδας. Η έρευνα στο Edgewood ήταν, φαινομενικά, ελεγχόμενη και τεκμηριωμένη, ενώ από τις φωτογραφίες γνωρίζουμε ότι πολλές από τις δοκιμές γίνονταν σε εξωτερικό χώρο, και πιθανότατα θα είχαν ως αποτέλεσμα την ακούσια μόλυνση των τοπικών πληθυσμών – ανάλογα με τις κατευθύνσεις του ανέμου, φυσικά.
Το Edgewood Arsenal στο Maryland ήταν επίσης ο τόπος κάποιων πολύ αμφιλεγόμενων πειραμάτων σε ανθρώπους από το Χημικό Σώμα του Στρατού (Army Chemical Corps) των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της περιόδου που η οικογένεια του Zappa ζούσε εκεί. Σε αντίθεση με το πρόγραμμα της CIA, όλα οι συμμετέχοντες της έρευνας υπέγραψαν έντυπα συγκατάθεσης μετά από ενημέρωση, τόσο ένα γενικό όσο και ένα άλλο που αφορούσε κάθε πείραμα στο οποίο επρόκειτο να συμμετάσχουν και είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν αναφέρθηκαν θάνατοι ή σοβαροί τραυματισμοί, ωστόσο οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των δοκιμών παραμένουν ακόμη ασαφείς. Σύμφωνα με την Wikipedia, τα αρχεία της Βάσης δείχνουν ότι μεταξύ 1955 και 1965, από τους 6.720 στρατιώτες που συμμετείχαν στις δοκιμές, μόνο 147 άνθρωποι σε αέριο Μουστάρδας στο Edgewood.
Ωστόσο, από έγγραφα που διέρρευσαν παρόλο το απόρρητό τους, δείχνουν ότι δοκιμές σε ανθρώπους γίνονταν στην περιοχή ήδη από το 1948 – ο Zappa θα ήταν 7 ετών τότε. Οι πρώτες γνωστές δοκιμές επικεντρώνονταν γύρω από τις φόρμουλες για τρία νέα νευροπαραλυτικά αέρια (nerve gasses), τα Tabun, Soman και Sarin, που αναπτύχθηκαν από τους Ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι δοκιμές με αυτά γινόντουσαν σε ανθρώπους. Αρχικά, τέτοιες δοκιμές και μελέτες επικεντρώθηκαν αποκλειστικά στη θεραπεία και την πρόληψη των επιπτώσεων από το αέριο και αυτό οδήγησε σε πολλές εξελίξεις γύρω από τον ατομικό προστατευτικό εξοπλισμό.
Επιπλέον, είχε κυκλοφορήσει και μια απόρρητη έκθεση με τίτλο “Psychochemical Warfare: A New Concept of War” του Luther Wilson Greene, Τεχνικού Διευθυντή των Χημικών και Ραδιολογικών Εργαστηρίων στο Edgewood. Ο Greene ζητούσε την αναζήτηση νέων ψυχοδραστικών ενώσεων (psychoactive compounds) που θα δημιουργούσαν τις ίδιες εξουθενωτικές ψυχικές παρενέργειες με αυτές που προκαλούν τα νευροπαραλυτικά αέρια, αλλά χωρίς τη θανατηφόρα επίδρασή τους.
«Σε όλη τη διάρκεια της καταγεγραμμένης ιστορίας, οι πόλεμοι χαρακτηρίζονται από θάνατο, ανθρώπινη δυστυχία και καταστροφή περιουσιών. Κάθε μεγάλη σύγκρουση είναι πιο καταστροφική από την προηγούμενη. Είμαι πεπεισμένος ότι είναι δυνατόν, μέσω των τεχνικών του ψυχοχημικού πολέμου [psychochemical warfare], να κατακτήσουμε τον εχθρό χωρίς τη μαζική θανάτωση του λαού του ή τη μαζική καταστροφή της περιουσίας του».
Τα πειράματα ξεκίνησαν με 254 διαφορετικές χημικές ουσίες, συμπεριλαμβανομένων LSD, παραγώγων THC, βενζοδιαζεπινών και BZ. Περίπου 7.000 Αμερικανοί στρατιωτικοί και 1.000 πολίτες αποτέλεσαν πειραματόζωα κατά τη διάρκεια σχεδόν τριών δεκαετιών. Όλοι οι συμμετέχοντες λέγεται ότι ήταν εθελοντές, αλλά οι χημικές ουσίες που φιλοξενούνταν εκεί, εικάζεται, ότι μόλυναν τα υπόγεια ύδατα γύρω από τη Βάση και είχαν επιζήμιες επιπτώσεις στους κατοίκους της περιοχής. Ο Frank Zappa και η οικογένειά του βρισκόντουσαν εντός αυτής της ακτίνας…
Τον Σεπτέμβριο του 1975, το Πρόγραμμα Εθελοντών Ιατρικών Ερευνών (Medical Research Volunteer Program) διακόπηκε και όλοι οι εθελοντές κάτοικοι απομακρύνθηκαν από την εγκατάσταση του Edgewood. Ο ιδρυτής και διευθυντής του προγράμματος, ο Δρ Van Murray Sim, κλήθηκε ενώπιον του Κογκρέσου και τιμωρήθηκε από τους νομοθέτες, οι οποίοι αμφισβήτησαν την απουσία επακόλουθης φροντίδας για τους ανθρώπους-εθελοντές. Βέβαια, αναφέρθηκαν μηδενικοί θάνατοι ή επιβλαβείς επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων και είναι πιθανό η έρευνα που πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις να προστάτευε τον αμερικανικό στρατό. Επίσης, είναι πιθανό κάποιοι θάνατοι να αποδόθηκαν σε τύπους καρκίνου που δεν μπορούσαν να συνδεθούν με τα συγκεκριμένα πειράματα.
Σήμερα μπορούμε σχεδόν σίγουρα να αποδόσουμε τον πρόωρο θάνατο του Zappa σε χημικούς παράγοντες στους οποίους εκτέθηκε ως παιδί. Η έκθεση του Zappa σε ένα τέτοιο περιβάλλον, είτε στο σπίτι είτε εκτός, δεν ήταν προφανώς μια σκόπιμη επίθεση εναντίον του – για παράδειγμα από τον πατέρα του, αλλά περισσότερο το αποτέλεσμα της άγνοιας για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τέτοιων εκθέσεων.
Παρόλα αυτά, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η άγνοια εκ μέρους του αμερικανικού στρατού, αλλά και της κοινωνίας γενικότερα, είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια μιας βαθιάς καλλιτεχνικής προσωπικότητας.
Όπως είχε σχολιάσει και ο Alex Winter, σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ “Zappa”, στην συνέντευξη που μας είχε δώσει στο Olafaq, «O Zappa ήταν ο ορισμός του μουσικού, ένας από τους σπουδαιότερους κιθαρίστες όλων των εποχών και ένας εξαιρετικός πολυοργανίστας. Ήταν επίσης ένας από τους πιο προικισμένους συνθέτες του 20ου αιώνα. Ένα μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας του Zappa έγκειται στο ότι είναι σχεδόν αδύνατο να ταξινομηθεί ή να μπει σε ένα “κουτάκι”. Αλλά πολλοί εκεί έξω συνεχίζουν μέχρι σήμερα να προσπαθούν να τον αποκρυπτογραφήσουν».