Πριν από μερικές μέρες έσφιγγα στην αγκαλιά μου τη Βιρτζίνια Γουλφ, δηλαδή τα ημερολόγιά της, που είκοσι χρόνια μετά η σχέση μας παρέμενε ατελής . Η Αγγλία δεχόταν επίθεση. Το σπίτι της στο Λονδίνο είχε μόλις καταστραφεί από τη Λουφτβάφε του Χίτλερ. Το στούντιο στο οποίο είχε γράψει αρκετά από τα βιβλία της είχε ανατιναχτεί, κι εκείνη ένιωθε αναζωογονημένη από την απώλεια της περιουσίας της. Λίγους μήνες προτού αυτοκτονήσει, η συγγραφέας ένιωθε ανακουφισμένη που ζούσε.
Στις 28 Μαρτίου του 1941 θα ξεσπάσει η τελευταία καταθλιπτική κρίση. Φορά το μαύρο φόρεμά της και κατευθύνεται στον ποταμό Ουζ. Σκύβει και γεμίζει τις τσέπες της με πέτρες. Χωρίς σκέψη, βουτά στα παγωμένα νερά και αφήνει το κορμί της να χαθεί στο άπειρο. Το σώμα της βρέθηκε στις 18 Απριλίου και ο σύζυγός της την έθαψε κάτω από ένα δέντρο, στον κήπο του σπιτιού τους, στο Ρόντμελ του Σάσσεξ. Τα τελευταία λόγια της είναι αφιερωμένα στον άντρα της ζωής της. Σε εκείνον που κατάφερε να κλείσει, έστω και επιφανειακά, τις πληγές της και να την καταλάβει :
«Αισθάνομαι σίγουρα πως τρελαίνομαι πάλι. Αισθάνομαι ότι δε μπορούμε να ξαναπεράσουμε άλλον ένα σαν εκείνους τους φοβερούς χρόνους. Και δεν θα συνέλθω ξανά τούτη τη φορά. Αρχίζω ν’ ακούω φωνές και δε μπορώ να συγκεντρωθώ. Έτσι κάνω κείνο που μου φαίνεται καλύτερο για όλους μας. Μου ‘χεις δώσει τη μέγιστη δυνατή ευτυχία. Ήσουν με κάθε τρόπο όλ’ αυτά που κανείς δε θα μπορούσε να ‘ναι. Δε γνωρίζω δυο ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι ευτυχέστεροι, μέχρι που με χτύπησε τούτη η φοβερή αρρώστια. Δεν μπορώ να την παλέψω άλλο. Ξέρω ότι χαλώ τη ζωή σου, που χωρίς εμένα θα μπορούσες να κάνεις. Και το ξέρεις πως το ξέρω. Βλέπεις δεν μπορώ μήτε να γράψω… ακόμη κι αυτό. Δε μπορώ να διαβάσω. Θέλω να πω πως οφείλω όλη την ευτυχία της ζωής μου σε σένα. Ήσουν ολότελα υπομονετικός μαζί μου και καλός σ’ απίστευτο βαθμό. Θέλω να σ’ το πω αυτό -ο καθένας το ξέρει. Αν κάποιος θα μπορούσε να μ’ είχε σώσει, αυτός θα ‘σουν εσύ. Όλα έχουνε χαθεί για μένα μα βεβαιώνω για την καλοσύνη σου».
Στην 140ή επέτειο από τη γέννηση της Βιρτζίνια Γουλφ, πολλά νέα έφηβα κορίτσια δεν έχουν προλάβει να δουν το έργο του Edward Albee «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» του 1962, ένα συζυγικό ναυάγιο βουτηγμένο στο αλκοόλ, ούτε την κινηματογραφική μεταφορά του με πρωταγωνιστές την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τον Ρίτσαρντ Μπάρτον. Πιθανότατα να μην γνωρίζουν ακόμα ότι ο τίτλος του Albee είναι ένα λογοπαίγνιο με το τραγούδι “Who’s Afraid of the Big Bad Wolf?” (Ποιος φοβάται τον μεγάλο κακό λύκο) από τα Τρία Γουρουνάκια της Disney. Ο Albee είχε δηλώσει σε μια συνέντευξη το 1966 ότι είχε δει τα λόγια αυτά γραμμένα στον καθρέφτη ενός μπαρ και του είχε κάνει εντύπωση ότι αποτελούσε ένα «τυπικό πανεπιστημιακό αστείο», ιδανικό για τους διανοούμενους, πανεπιστημιακούς χαρακτήρες του, τον Τζορτζ και τη Μάρθα. Η Βιρτζίνια Γουλφ, συνέχισε ο Albee, αντιπροσωπεύει τον μεγάλο κακό λύκο, ο οποίος με τη σειρά του αντιπροσωπεύει τη «ζωή χωρίς ψευδαισθήσεις». Το έργο τελειώνει με τον Τζορτζ να τραγουδά το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» στη Μάρθα, η οποία απαντά: «Εγώ, Τζορτζ… εγώ».
Ναι, υπάρχουν στοιχεία της Γουλφ που εκφοβίζουν. Η ικανότητα της συγγραφέως να ανοίγει με ένα διανοητικό τσεκούρι τα σπλάχνα μας και να αποκαλύπτει τα συναισθηματικά μας, για παράδειγμα, ή η ζημιά που προκάλεσε το έργο της στα αχυρένια και ξύλινα σπίτια πολλών γουρουνιών της εποχής της. Η Γουλφ δεν είχε στόχο να ψυχαγωγήσει ή να γίνει ευχάριστη.
Φυσικά πολλοί δεν έχουν δει ούτε την σχετικά πρόσφατη ταινία Ο Έρωτας της Βιρτζίνια Γουλφ του 2018 σε σκηνοθεσία της Τσάνια Μπάτον στην οποία πρωταγωνιστούν οι Τζέμα Άρτερτον, Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι και Ιζαμπέλα Ροσελίνι. Η ταινία πραγματεύεται την αντισυμβατική σχέση της Βιρτζίνια Γουλφ με τηνποιήτρια και μέλος της υψηλής κοινωνίας Βίτα Σάκβιλ-Γουεστ στο Λονδίνο του 1920. Οι δύο τους θα ξεκινήσουν μια ταραχώδη, παθιασμένη σχέση, που θα ξεπεράσει όλα τα κοινωνικά ταμπού, θα αλλάξει για πάντα τις ζωές και το έργο τους και θα μείνει στην ιστορία. Αυτή η σχέση ενέπνευσε την Βιρτζίνια Γουλφ να γράψει ένα από τα πιο εμβληματικά έργα της, το Ορλάντο, βασισμένο εν μέρει στην αλληλογραφία των δύο γυναικών.
Ίσως επίσης μια σημερινή έφηβη, -όπως ακριβώς εγώ πριν από 20 χρόνια-, στο άκουσμα του ονόματος της Βιρτζίνια Γουλφ, το μόνο που θα της έρθει στο μυαλό θα είναι πιθανότατα το κλασικό αστείο όπου η θρυλική λογοτέχνης παρομοιάζεται με τον γνωστό τριχωτό, βασανιστικό κακό του παραμυθιού που βασανίζει την άμοιρη γιαγιά, ή ισοπεδώνει τα σπίτια στα Τρία Γουρουνάκια.
Όταν πέθανε το 1941, η συγγραφέας άφησε πίσω της ημερολογιακές καταχωρήσεις 27 ετών τα οποία επιμελήθηκε και εξέδωσε μετά θάνατον ο σύζυγός της και έμπιστος πρώτος αναγνώστης της Λέοναρντ Γουλφ (μερικές φορές δούλευε για χρόνια πάνω σε ένα μυθιστόρημα προτού του το δείξει, και συγκινήθηκα όταν διάβασα ότι σχεδόν πάντα της έλεγε ότι κάθε νέο βιβλίο της ήταν και «το καλύτερό της».
Χρησιμοποιώντας το κύρος της ως κριτικός λογοτεχνίας, η Γουλφ βοήθησε να βγει μια άλλη γυναίκα συγγραφέας από τη σκοτεινή λάσπη του χλευασμού. Η Τζορτζ Έλιοτ είχε προφανώς πέσει σε δυσμένεια από τους ύστερους Βικτωριανούς και είχε γίνει «περίγελος» όπως το έθεσε η Γουλφ σε ένα δοκίμιο του 1919 για το The Times Literary Supplement. Η Γουλφ, η οποία δεν συμμερίστηκε την άποψη αυτή, έγραψε αντ’ αυτού για «την απολαυστική ζεστασιά και την απελευθέρωση του πνεύματος που μόνο οι μεγάλοι δημιουργικοί συγγραφείς μας εξασφαλίζουν» και είπε για το Μίντλμαρτς ότι «είναι ένα από τα λίγα αγγλικά μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί για ώριμους αναγνώστες».
Πέρα από τα αστεία για τον μεγάλο κακό λύκο, η συγγραφέας που μας έδωσε τις θαμμένες κάτω από το χαλί απογοητεύσεις της Κλαρίσα Ντάλογουεϊ και τις ταλαιπωρημένες από τον πόλεμο εσωτερικές φωνές του Σέπτιμους Γουόρεν Σμιθ, ο οποίος είναι ολέθρια διαταραγμένος από το σοκ των βομβαρδισμών και οδηγείται σε τραγική κατάληξη με αποτέλεσμα η Κλαρίσα να μην τον συναντήσει ποτέ, γεγονός που θα την επηρεάσει βαθιά. Μια ιστορία λογοτεχνική σκιαγράφηση της ανθρώπινης συνείδησης, που δηλώνει ότι η συγγραφέας σε καμία περίπτωση δεν ανήκει στο παρελθόν. Κάθε άλλο. Αλλά η Βιρτζίνια Γουλφ πρόκειται να συνεχίσει να διαβάζεται από τις νέες γενιές κοριτσιών και αγοριών.
Τα στοιχεία της Google Trends δείχνουν μια αξιοσημείωτη μείωση των παγκόσμιων αναζητήσεων για τη Βιρτζίνια Γουλφ από το 2004, με την Ελλάδα μάλιστα στις πολύ χαμηλές θέσεις, 37η μετά την Σιγκαπούρη και λίγο πιο πάνω από την Ινδία (το πρώτο έτος για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τις τάσεις) έως σήμερα, με λιγότερες από το ένα τέταρτο των αναζητήσεων τα τελευταία χρόνια σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του 2000 (στον απόηχο του βιβλίου του Μάικλ Κάνινχαμ «Οι ώρες», που δημοσιεύτηκε το 1999 και γυρίστηκε ταινία το 2002 με πρωταγωνίστρια τη Νικόλ Κίντμαν). Ο σημερινός κατάλογος δημοφιλών αναζητήσεων περιλαμβάνει αμυντικά ηχηρά ερωτήματα όπως: «Είναι η Βιρτζίνια Γουλφ ακόμα επίκαιρη;» Και «Τι το σπουδαίο έχει η Βιρτζίνια Γουλφ;».
Και θα απαντήσω πως «ναι, η Βιρτζίνια Γουλφ είναι ακόμα επίκαιρη. Ίσως περισσότερο από ποτέ». Τώρα που το μυαλό μας περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας να «βομβαρδίζεται» από τον αλγόριθμο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που προωθούν μια σειρά από ψευδαισθήσεις, θα έλεγα ότι έχουμε όλο και μεγαλύτερη ανάγκη από το διανοητικό τσεκούρι της Βιρτζίνια Γουλφ, καθώς όπως έγραψε ο συγγραφέας και κριτικός Γιώργος Ξενάριος, «απευθύνεται σε μια εσώτερη στοιβάδα της συνείδησης του αναγνώστη όπου εδρεύει η ποίηση, δηλαδή ο μύχιος, ανορθόδοξος ή και στρεβλός ακόμη τρόπος με τον οποίο ο καθένας μας ερμηνεύει και προσλαμβάνει την πραγματικότητα και, κάποτε κάποτε, τη διαθλά».
Η Βιρτζίνια Γουλφ γνώρισε τον εαυτό της, μέσω βαθιάς μελέτης και οξείας παρατήρησης, μέσω έντονης συγκέντρωσης και πειθαρχίας δεκαετιών, αλλά και μέσω μιας μακράς κι επίπονης διαδικασίας, για να μπορέσει συλλαμβάνει τις πιο μύχιες, ανορθόδοξες ή και στρεβλές λειτουργίες της ανθρώπινης συνείδησης και να τις αποδίδει όμορφα στο χαρτί. Και εκεί βρίσκονται ακόμα, για όποιον θέλει να ρίξει μια ματιά.