Όσοι χρησιμοποιούν συχνά αθηναϊκά ταξί είναι βέβαιο ότι έχουν να πουν πολλές ιστορίες και να διηγηθούν πολλά περιστατικά από την «μακρά αθηναϊκή νύχτα».
Εμείς μαζέψαμε μερικές ιστορίες που συνέβησαν μέσα σε αθηναϊκά ταξί, όπως μας τις διηγήθηκαν αυτοί και αυτές που τις έζησαν.
Μια διόλου ευτυχής σύμπτωση
«Πήρα από το αεροδρόμιο “Ελ. Βενιζέλος” ταξί διπλοκούρσα μαζί με ένα ζευγάρι γύρω στα 50-55 που έμοιαζε να είχε μόλις έρθει από μια χώρα της Ανατολικής Ευρώπης. Εγώ έκατσα μπροστά και το ζευγάρι έκατσε στο πίσω κάθισμα. Ο ευγενέστατος οδηγός, κάπου γύρω στα 40-45, μάς φόρτωσε τις αποσκευές στο πορτ-μπαγκάζ και ξεκινήσαμε για το κέντρο της Αθήνας: εγώ με κατεύθυνση τα Εξάρχεια και το ζευγάρι με προορισμό ένα air-bnb λίγο παρακάτω, στη Θεμιστοκλέους. Στα μέσα της διαδρομής, το ζευγάρι άρχισε να μιλάει σε μια γλώσσα που μου έμοιαζαν κάτι μεταξύ σε ουκρανικά και ρωσικά. Κοιτάω τον ταξιτζή να ρίχνει κλεφτές ματιές από τον καθρέπτη στο ζευγάρι που μιλάει στο πίσω κάθισμα. Κοιτάει επισταμένα, σχεδόν σαν να συμμετέχει σιωπηλά στην κουβέντα των δυο ατόμων, οι οποίοι μοιάζουν να συζητάνε κάτι σοβαρό. Σε κάποιο σημείο, βγαίνοντας από την Αττική Οδό, ο οδηγός λέει κάτι στο ζευγάρι, απευθυνόμενος στην γλώσσα τους. Ο άνδρας στο πίσω κάθισμα τα “παίρνει” και τού λέει κάτι σε πολύ απότομο ύφος. Ο ταξιτζής απαντάει σε ένα ύφος κοφτό, σχεδόν ειρωνικό. Η κουβέντα ανάμεσα στο μπροστά και το πίσω κάθισμα συνεχίζεται γιαπερίπου πέντε λεπτά σε πολύ έντονο ύφος. Το κλίμα αρχίζει να μυρίζει μπαρούτι. Η γυναίκα κάτι λέει στον συζυγό της σε στυλ “έλα, ηρέμησε” και του πιάνει το χέρι. Αυτός τής το σπρώχνει από πάνω του και πλέον λέει κάτι στον οδηγό δείχνοντας με το χέρι του σαν να τού υποδεικνύει κάτι, σαν δάσκαλος, προφέροντας κάπου ενδιάμεσα και αρκετές φορές το όνομα “Πούτιν”. Στη Λεωφόρο Μεσογείων, στο ύψος του Νομισματοκοπείου, ο οδηγός πατάει τα “αλάρμ”. Τραβάει χειρόφρενο, βγαίνει έξω, ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ, αφήνει τις βαλίτσες του ζευγαριού στο πεζοδρόμιο και ανοίγοντάς τους τις πόρτες, τούς ζητάει να βγουν έξω. Ακολουθεί μια έντονη συζήτηση, αλλά η γυναίκα βγάζει τον άνδρα της από το ταξί και ο οδηγός βάζει μπροστά και φεύγει χωρίς να τούς πάρει καθόλου χρήματα. Με αφήνει έξω από το σπίτι μου στα Εξάρχεια, χωρίς να ανταλλάξουμε ούτε μια κουβέντα κατά της διάρκεια της υπόλοιπης διαδρομής».
Μαρία Π., 35 ετών
Βγήκαν τα «γκάνια» παγανιά
«Πήρα ταξί, ένα Σάββατο βράδυ, από κάποιο σημείο της Λεωφόρου Φυλής. Κάθομαι, κλασικά, στο πίσω κάθισμα και σκρολάρω στο κινητό μου, όταν νιώθω ότι ο ταξιτζής σταμάταει για να πάρει διπλοκούρσα. Ανοίγουν δυο πόρτες, η πίσω και η μπροστά και μπάινουν μέσα τρία παλικάρια Ρομά, γύρω στα 20-25 ετών. Είναι καλοντυμένα και μιλάνε για ένα event που θα πάνε προς Μπουρνάζι μεριά. Μου λένε ευγενικά “καλησπέρα” και μετά πιάνουν αμέσως κουβέντα στον οδηγό, ο οποίος ανταποκρίνεται και μιλάνε χαλαρά για λίγα λεπτά. Εγώ συνεχίζω να σκρολάρω στο κινητό μου. Ξαφνικά, τα δυο παιδιά που κάθονται δίπλα μου, ανασηκώνονται λίγο από τις θέσεις τους και βγάζουν και οι δυο κάτι μεταλλικό από την κωλότσεπή τους. Στο ταξί μέσα έχει σκοτάδι και δεν βλέπω τι κρατάνε, αλλά άξαφνα πέφτει στο πίσω κάθισμα φως από έναν στύλο της ΔΕΗ και συνειδητοποιώ ότι κρατάνε δυο μικρά περίστροφα, τα οποία και περιεργάζονται, συγκρίνοντάς τα. Λένε κάτι τεχνικές λεπτομέρειες για τα όπλα, σαν να συγκρίνουν συλλογές με αυτοκόλλητα και εγώ αναρωτιέμαι αν είναι γεμάτα και αν κάποιο από τα δυο όπλα θα εκπυρσοκροτήσει ξαφνικά και θα μας πάρει όλους ο διάολος μέσα στο ταξί. Συνεχίζουν να τα κρατάνε μέχρι το τέλος της διαδρομής τους. Εγώ πάλι κρατάω την αναπνοή μου. Ο ταξιτζής αντιμετωπίζει την όλα κατάσταση στωικά, σαν να βλέπει κάθε μέρα ένα όπλο στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του».
Παναγιώτης Γ., 42 ετών
Το νυχτοκάματο που έγινε έξοδος
«Έκανα το λάθος να είμαι πολύ φιλική με έναν ηλικιωμένο οδηγό, έναν λούμπεν τύπο κάπου γύρω στα 65-70, το ταξί του οποίου πήρα μεσάνυχτα Παρασκευής στην πλατεία Βάθη με προορισμό τον Πειραιά που μένω. Εκείνος σχολίασε ότι όταν ήταν στην ηλικία μου, την δεκαετία του ’80, πάρταρε κάθε μέρα και γαμούσε διαφορετικές γυναίκες κάθε βράδυ. Κάπου κώλωσα, αλλά επειδή δεν ένιωσα ότι απειλούμαι από αυτός και ότι δεν μού την έπεφτε, αλλά απλώς έκανε φιγούρα για τον ίδιο, συνέχισα να συμμετέχω ενεργά στην κουβέντα. Μου διηγήθηκε ιστορίες που μετά το τέλος της βάρδιας του πήγαινε να βρει κορίτσια σε μπαρ της Αθήνας που ήξερε ότι γίνεται παιχνίδι. Ξαφνικά, σε ένα κόκκινο φανάρι που έχουμε σταματήσει, βγάζει από το ντουλαπάκι κάτω από το κάθισμά του ένα φλασκί και πίνει μια γουλιά από ένα αλκοολούχο ποτό. Μου προσφέρει, αλλά αρνούμαι. Συνεχίζει να πίνει κοφτές γουλιές, οπότε σκέφτομαι YOLO και πίνω μαζί του. Για να μην στα πολυλογώ, καταλήξαμε στη 1 τα μεσάνυχτα σε ένα κωλάδικο στις Τζιτζιφιές να πίνουμε παρέα. Εφυγα από το μπαρ γύρω στις 5 το πρωί με άλλο ταξί για Πειραιά, καθώς ο 65χρονος ταξιτζής είχε λιποθυμήσει από τα ξίδια πάνω στη μπάρα».
Ιλιάνα Κ., 41 ετών
Το «εφτάψυχο» ταξί
«Προ μηνών, μπήκα σε ένα ταξί το οποίο, με το που μπήκα μέσα, μού μύριζε πολύ άσχημα κάτουρο – και όχι ανθρώπινο. Κοίταξα στο μπροστινό κάθισμα και υπήρχαν δύο γάτες που κάθονταν και νιαούριζαν μέσα στην άμμο τους».
Βασίλης Α., 29 ετών
Προσπαθώντας να ξεφύγεις στους δρόμους του Παγκρατίου
«Πριν πολλά χρόνια, μπήκα με μια φίλη μου σε ένα ταξί με σκοπό να πάμε από το κέντρο σε ενα μεζεδοπωλείο στην Καισαριανή. Στη μέση της διαδρομής, ο ταξιτζής μάς ρώτησε πολύ ευγενικά αν έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι κάποιος θα μπορούσε να μας ακολουθεί. Του απαντήσαμε αρνητικά, αλλά εκείνος μας είπε ότι όντως ένα αυτοκίνητο μας ακολουθεί από την πρώτη στιγμή που επιβιβαστήκαμε στο ταξί του και στη συνέχεια έβγαλε αλάρμ, σταμάτησε στην άκρη και έφτιαξε τον καθρέπτη του προκειμένου να μας δείξει ποιο ΙΧ είναι αυτό που εννοεί ότι μας ακολουθεί – ένα παλιό Ford Escort κόκκινου χρώματος το οποίο ήταν σταματημένο επίσης με αλάρμ γύρω στα 20 μέτρα πίσω μας. Του είπαμε ότι το αυτοκίνητο δεν μας φαινόταν γνωστό και ξεκινήσαμε ξανά, αλλά στο ύψος του Παγκρατίου μάς ενημέρωσε ότι το συγκεκριμένο αυτοκίνητο είναι διαρκώς από πίσω μας. Μας συμβούλεψε να σταματήσουμε κάπου ή έστω να πάρουμε ένα τηλέφωνο κάποιον και να τον ενημερώσουμε. Και κατόπιν μας ζήτησε την άδεια να κάνει μερικούς τρελούς κύκλους χωρίς να μας ρεώσει, μέχρι να ξεφύγουμε από το ΙΧ που μας ακολουθούσε. Μετά από μερικές επιδέξιες μανούβρες, καταφέραμε και ξεφύγαμε. Μας άφησε στο μαγαζί που τού ζητήσαμε χωρίς να μας χρεώσει, όπως μας υποσχέθηκε. Δεν ξαναείδαμε ποτέ εκείνο το κόκκινο Ford Escort».
Μάγια Λ., 32 ετών
Κατούρα να φύγουμε
«Πριν από δυο Χριστούγεννα, είδα ένα ταξί σταματημένο με αλάρμ στο ύψος του Πολεμικού Μουσείου στο κέντρο της Αθήνας. Χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξα να προλάβω προκειμένου να μην το πάρει κανείς άλλος, επειδή βιαζόμουν. Άνοιξα την πίσω πόρτα και μπήκα μέσα, αλλά κάθοντας στο πίσω κάθισμα διαπίστωσα ότι ο οδηγός του οχήματος ήταν σκυμμένος προς τα μπροστά. Τρόμαξα νομίζοντας ότι ο άνθρωπος είχε πάθει κάτι, μια καρδιακή προσβολή ή ότι είχε τραυματιστεί κάπου, αλλά τελικά μετά από μερικά δευτερόλεπτα σηκώθηκε κανονικά, ακούμπησε την πλάτη του πίσω και μου ζήτησε συγγνώμη που τον έπιασε κατούρημα έτσι ξαφνικα. Μετά έβαλε το καπάκι σε ένα μισόλιτρο μπουκάλι εμφιαλωμένου νερού μέσα στο οποίο μόλις κατούρησε, ακούμπησε το μπουκάλι στο πάτωμα στη θέση του συνοδηγού και με ρώτησε “πού πηγαίνουμε φίλε;”».
Γιάννης Β., 46 ετών
Όσοι χρησιμοποιούν συχνά αθηναϊκά ταξί είναι βέβαιο ότι έχουν να πουν πολλές ιστορίες και να διηγηθούν πολλά περιστατικά από την «μακρά αθηναϊκή νύχτα».
Εμείς μαζέψαμε μερικές ιστορίες που συνέβησαν μέσα σε αθηναϊκά ταξί, όπως μας τις διηγήθηκαν αυτοί και αυτές που τις έζησαν.
Μια διόλου ευτυχής σύμπτωση
«Πήρα από το αεροδρόμιο “Ελ. Βενιζέλος” ταξί διπλοκούρσα μαζί με ένα ζευγάρι γύρω στα 50-55 που έμοιαζε να είχε μόλις έρθει από μια χώρα της Ανατολικής Ευρώπης. Εγώ έκατσα μπροστά και το ζευγάρι έκατσε στο πίσω κάθισμα. Ο ευγενέστατος οδηγός, κάπου γύρω στα 40-45, μάς φόρτωσε τις αποσκευές στο πορτ-μπαγκάζ και ξεκινήσαμε για το κέντρο της Αθήνας: εγώ με κατεύθυνση τα Εξάρχεια και το ζευγάρι με προορισμό ένα air-bnb λίγο παρακάτω, στη Θεμιστοκλέους. Στα μέσα της διαδρομής, το ζευγάρι άρχισε να μιλάει σε μια γλώσσα που μου έμοιαζαν κάτι μεταξύ σε ουκρανικά και ρωσικά. Κοιτάω τον ταξιτζή να ρίχνει κλεφτές ματιές από τον καθρέπτη στο ζευγάρι που μιλάει στο πίσω κάθισμα. Κοιτάει επισταμένα, σχεδόν σαν να συμμετέχει σιωπηλά στην κουβέντα των δυο ατόμων, οι οποίοι μοιάζουν να συζητάνε κάτι σοβαρό. Σε κάποιο σημείο, βγαίνοντας από την Αττική Οδό, ο οδηγός λέει κάτι στο ζευγάρι, απευθυνόμενος στην γλώσσα τους. Ο άνδρας στο πίσω κάθισμα τα “παίρνει” και τού λέει κάτι σε πολύ απότομο ύφος. Ο ταξιτζής απαντάει σε ένα ύφος κοφτό, σχεδόν ειρωνικό. Η κουβέντα ανάμεσα στο μπροστά και το πίσω κάθισμα συνεχίζεται γιαπερίπου πέντε λεπτά σε πολύ έντονο ύφος. Το κλίμα αρχίζει να μυρίζει μπαρούτι. Η γυναίκα κάτι λέει στον συζυγό της σε στυλ “έλα, ηρέμησε” και του πιάνει το χέρι. Αυτός τής το σπρώχνει από πάνω του και πλέον λέει κάτι στον οδηγό δείχνοντας με το χέρι του σαν να τού υποδεικνύει κάτι, σαν δάσκαλος, προφέροντας κάπου ενδιάμεσα και αρκετές φορές το όνομα “Πούτιν”. Στη Λεωφόρο Μεσογείων, στο ύψος του Νομισματοκοπείου, ο οδηγός πατάει τα “αλάρμ”. Τραβάει χειρόφρενο, βγαίνει έξω, ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ, αφήνει τις βαλίτσες του ζευγαριού στο πεζοδρόμιο και ανοίγοντάς τους τις πόρτες, τούς ζητάει να βγουν έξω. Ακολουθεί μια έντονη συζήτηση, αλλά η γυναίκα βγάζει τον άνδρα της από το ταξί και ο οδηγός βάζει μπροστά και φεύγει χωρίς να τούς πάρει καθόλου χρήματα. Με αφήνει έξω από το σπίτι μου στα Εξάρχεια, χωρίς να ανταλλάξουμε ούτε μια κουβέντα κατά της διάρκεια της υπόλοιπης διαδρομής».
Μαρία Π., 35 ετών
Βγήκαν τα «γκάνια» παγανιά
«Πήρα ταξί, ένα Σάββατο βράδυ, από κάποιο σημείο της Λεωφόρου Φυλής. Κάθομαι, κλασικά, στο πίσω κάθισμα και σκρολάρω στο κινητό μου, όταν νιώθω ότι ο ταξιτζής σταμάταει για να πάρει διπλοκούρσα. Ανοίγουν δυο πόρτες, η πίσω και η μπροστά και μπάινουν μέσα τρία παλικάρια Ρομά, γύρω στα 20-25 ετών. Είναι καλοντυμένα και μιλάνε για ένα event που θα πάνε προς Μπουρνάζι μεριά. Μου λένε ευγενικά “καλησπέρα” και μετά πιάνουν αμέσως κουβέντα στον οδηγό, ο οποίος ανταποκρίνεται και μιλάνε χαλαρά για λίγα λεπτά. Εγώ συνεχίζω να σκρολάρω στο κινητό μου. Ξαφνικά, τα δυο παιδιά που κάθονται δίπλα μου, ανασηκώνονται λίγο από τις θέσεις τους και βγάζουν και οι δυο κάτι μεταλλικό από την κωλότσεπή τους. Στο ταξί μέσα έχει σκοτάδι και δεν βλέπω τι κρατάνε, αλλά άξαφνα πέφτει στο πίσω κάθισμα φως από έναν στύλο της ΔΕΗ και συνειδητοποιώ ότι κρατάνε δυο μικρά περίστροφα, τα οποία και περιεργάζονται, συγκρίνοντάς τα. Λένε κάτι τεχνικές λεπτομέρειες για τα όπλα, σαν να συγκρίνουν συλλογές με αυτοκόλλητα και εγώ αναρωτιέμαι αν είναι γεμάτα και αν κάποιο από τα δυο όπλα θα εκπυρσοκροτήσει ξαφνικά και θα μας πάρει όλους ο διάολος μέσα στο ταξί. Συνεχίζουν να τα κρατάνε μέχρι το τέλος της διαδρομής τους. Εγώ πάλι κρατάω την αναπνοή μου. Ο ταξιτζής αντιμετωπίζει την όλα κατάσταση στωικά, σαν να βλέπει κάθε μέρα ένα όπλο στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του».
Παναγιώτης Γ., 42 ετών
Το νυχτοκάματο που έγινε έξοδος
«Έκανα το λάθος να είμαι πολύ φιλική με έναν ηλικιωμένο οδηγό, έναν λούμπεν τύπο κάπου γύρω στα 65-70, το ταξί του οποίου πήρα μεσάνυχτα Παρασκευής στην πλατεία Βάθη με προορισμό τον Πειραιά που μένω. Εκείνος σχολίασε ότι όταν ήταν στην ηλικία μου, την δεκαετία του ’80, πάρταρε κάθε μέρα και γαμούσε διαφορετικές γυναίκες κάθε βράδυ. Κάπου κώλωσα, αλλά επειδή δεν ένιωσα ότι απειλούμαι από αυτός και ότι δεν μού την έπεφτε, αλλά απλώς έκανε φιγούρα για τον ίδιο, συνέχισα να συμμετέχω ενεργά στην κουβέντα. Μου διηγήθηκε ιστορίες που μετά το τέλος της βάρδιας του πήγαινε να βρει κορίτσια σε μπαρ της Αθήνας που ήξερε ότι γίνεται παιχνίδι. Ξαφνικά, σε ένα κόκκινο φανάρι που έχουμε σταματήσει, βγάζει από το ντουλαπάκι κάτω από το κάθισμά του ένα φλασκί και πίνει μια γουλιά από ένα αλκοολούχο ποτό. Μου προσφέρει, αλλά αρνούμαι. Συνεχίζει να πίνει κοφτές γουλιές, οπότε σκέφτομαι YOLO και πίνω μαζί του. Για να μην στα πολυλογώ, καταλήξαμε στη 1 τα μεσάνυχτα σε ένα κωλάδικο στις Τζιτζιφιές να πίνουμε παρέα. Εφυγα από το μπαρ γύρω στις 5 το πρωί με άλλο ταξί για Πειραιά, καθώς ο 65χρονος ταξιτζής είχε λιποθυμήσει από τα ξίδια πάνω στη μπάρα».
Ιλιάνα Κ., 41 ετών
Το «εφτάψυχο» ταξί
«Προ μηνών, μπήκα σε ένα ταξί το οποίο, με το που μπήκα μέσα, μού μύριζε πολύ άσχημα κάτουρο – και όχι ανθρώπινο. Κοίταξα στο μπροστινό κάθισμα και υπήρχαν δύο γάτες που κάθονταν και νιαούριζαν μέσα στην άμμο τους».
Βασίλης Α., 29 ετών
Προσπαθώντας να ξεφύγεις στους δρόμους του Παγκρατίου
«Πριν πολλά χρόνια, μπήκα με μια φίλη μου σε ένα ταξί με σκοπό να πάμε από το κέντρο σε ενα μεζεδοπωλείο στην Καισαριανή. Στη μέση της διαδρομής, ο ταξιτζής μάς ρώτησε πολύ ευγενικά αν έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι κάποιος θα μπορούσε να μας ακολουθεί. Του απαντήσαμε αρνητικά, αλλά εκείνος μας είπε ότι όντως ένα αυτοκίνητο μας ακολουθεί από την πρώτη στιγμή που επιβιβαστήκαμε στο ταξί του και στη συνέχεια έβγαλε αλάρμ, σταμάτησε στην άκρη και έφτιαξε τον καθρέπτη του προκειμένου να μας δείξει ποιο ΙΧ είναι αυτό που εννοεί ότι μας ακολουθεί – ένα παλιό Ford Escort κόκκινου χρώματος το οποίο ήταν σταματημένο επίσης με αλάρμ γύρω στα 20 μέτρα πίσω μας. Του είπαμε ότι το αυτοκίνητο δεν μας φαινόταν γνωστό και ξεκινήσαμε ξανά, αλλά στο ύψος του Παγκρατίου μάς ενημέρωσε ότι το συγκεκριμένο αυτοκίνητο είναι διαρκώς από πίσω μας. Μας συμβούλεψε να σταματήσουμε κάπου ή έστω να πάρουμε ένα τηλέφωνο κάποιον και να τον ενημερώσουμε. Και κατόπιν μας ζήτησε την άδεια να κάνει μερικούς τρελούς κύκλους χωρίς να μας ρεώσει, μέχρι να ξεφύγουμε από το ΙΧ που μας ακολουθούσε. Μετά από μερικές επιδέξιες μανούβρες, καταφέραμε και ξεφύγαμε. Μας άφησε στο μαγαζί που τού ζητήσαμε χωρίς να μας χρεώσει, όπως μας υποσχέθηκε. Δεν ξαναείδαμε ποτέ εκείνο το κόκκινο Ford Escort».
Μάγια Λ., 32 ετών
Κατούρα να φύγουμε
«Πριν από δυο Χριστούγεννα, είδα ένα ταξί σταματημένο με αλάρμ στο ύψος του Πολεμικού Μουσείου στο κέντρο της Αθήνας. Χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξα να προλάβω προκειμένου να μην το πάρει κανείς άλλος, επειδή βιαζόμουν. Άνοιξα την πίσω πόρτα και μπήκα μέσα, αλλά κάθοντας στο πίσω κάθισμα διαπίστωσα ότι ο οδηγός του οχήματος ήταν σκυμμένος προς τα μπροστά. Τρόμαξα νομίζοντας ότι ο άνθρωπος είχε πάθει κάτι, μια καρδιακή προσβολή ή ότι είχε τραυματιστεί κάπου, αλλά τελικά μετά από μερικά δευτερόλεπτα σηκώθηκε κανονικά, ακούμπησε την πλάτη του πίσω και μου ζήτησε συγγνώμη που τον έπιασε κατούρημα έτσι ξαφνικα. Μετά έβαλε το καπάκι σε ένα μισόλιτρο μπουκάλι εμφιαλωμένου νερού μέσα στο οποίο μόλις κατούρησε, ακούμπησε το μπουκάλι στο πάτωμα στη θέση του συνοδηγού και με ρώτησε “πού πηγαίνουμε φίλε;”».
Γιάννης Β., 46 ετών