Υπάρχουν αθλήματα που είναι αναπόφευκτα ανταγωνιστικά, όπως το τένις ή το ποδόσφαιρο, όπου απλά πρέπει να υπάρχει ένας νικητής. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ισχύει και για το σερφ. Μπορεί πράγματι να υπάρχουν διαγωνισμοί, αλλά όχι με αντιπάλους. Οι σερφερς ανταγωνίζονται τον εαυτό τους και τα κύματα, και η τεχνική, η τόλμη και η καινοτομία είναι αυτά που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία. Είναι ακριβώς αυτό το είδος του ταξιδιού της αυτο-αναζήτησης που ενώνει τους σέρφερς ως μια ιδιαίτερη πολιτιστική κοινότητα.
Μπορεί το σερφ να μην είναι εξίσου δημοφιλές σε όλο τον κόσμο, πράγμα εύλογο αν σκεφτεί κανείς ότι πολλές χώρες δεν διαθέτουν καν ακτές, αλλά οι πάντες το έχουν ακουστά. Όλα αυτά χάρη στη συνεχώς αναπτυσσόμενη κουλτούρα του σερφ. Αυτό περιλαμβάνει εκείνους που το κάνουν για διασκέδαση, εκείνους που το μετέτρεψαν σε τρόπο ζωής ή καριέρα, αλλά ακόμα και ανθρώπους που δεν σερφάρουν καν. Αυτή είναι και η ομορφιά του, δεν χρειάζεται καν να είσαι σέρφερ για να ταυτιστείς με αυτό! Ας δούμε λοιπόν πώς αναπτύχθηκε η κουλτούρα του σερφ από τους πρώτους αναβάτες των κυμάτων της ιστορίας μέχρι τις μέρες μας.
Πότε και από πού ξεκίνησαν όλα αυτά;
Έχει επικρατήσει η άποψη ότι το σερφ έχει τις ρίζες του στη Χαβάη. Αυτός ο ισχυρισμός εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο πολλών διαφωνιών, καθώς υπάρχουν ορισμένοι που υποστηρίζουν ότι υπάρχει από τότε που οι άνθρωποι έμαθαν να κολυμπούν. Το να καβαλάς τα κύματα πάνω σε μια ξύλινη σανίδα ήταν μια κοινή πρακτική στην αρχαία Πολυνησία. Δεν αποτελούσε ακριβώς μια δραστηριότητα αναψυχής, αλλά μάλλον ένα πρακτικό μέσο για να επιστρέψουν οι ψαράδες στην ακτή με τη λεία τους.
Είναι μάλλον απίθανο να ήταν όρθιοι πάνω στις σανίδες, αλλά κατά πάσα πιθανότητα ξαπλωμένοι μπρούμυτα. Όταν οι πρώτοι Πολυνήσιοι έφτασαν στα νησιά της Χαβάης τον 5ο αιώνα μ.Χ., έφεραν μαζί τους και τις παραδόσεις τους.
Συνοπτικά να αναφέρουμε ότι όταν ο Κάπτεν Κουκ ηγούνταν της τρίτης αποστολής του στον Ειρηνικό, περιέγραψε έναν Ταϊτινό που έπιανε κύματα, όρθιος πάνω στο κανό του. Το έκανε για την πλάκα του! Το 1778, έφτασε στις ακτές του Μπιγκ Άιλαντ της Χαβάης και σκοτώθηκε στον κόλπο Κεαλακέκουα έπειτα από μια αποτυχημένη επιχείρηση να απαγάγει έναν ανώτατο αρχηγό. Εδώ ήταν που ο υποπλοίαρχος Τζέιμς Κινγκ κατέγραψε την πρώτη περιγραφή του στο ημερολόγιό του.
Δαμάζοντας τα κύματα στη Χαβάη
Στη Χαβάη, το σέρφινγκ, ή he’e nalu ήταν το άθλημα των βασιλιάδων, ένα ενσωματωμένο κομμάτι της τοπικής κουλτούρας, μια τελετουργία που αποσκοπούσε στην εξημέρωση του ωκεανού και μια μορφή τέχνης. Μόνο οι πιο εξειδικευμένοι τεχνίτες μπορούσαν να σκαλίσουν τις σανίδες, και ο αρχηγός λάμβανε την ωραιότερη σανίδα που κατασκευαζόταν από το καλύτερο δέντρο. Ο αρχηγός ήταν επίσης ο πιο ικανός αναβάτης των κυμάτων. Όλοι δικαιούνταν να το σερφάρουν, η διάκριση βρισκόταν στην ποιότητα της σανίδας, και οι διαγωνισµοί σερφ επέλυαν τις διαφορές μεταξύ των κατοίκων του νησιού.
Όταν οι Ευρωπαίοι άρχισαν να εγκαθίστανται στα νησιά, αποδοκίμασαν την πρακτική αυτή. Στα μάτια τους, αυτοί οι πρωτεργάτες του σέρφινγκ ήταν τεμπέληδες που προτιμούσαν να παίζουν στο νερό αντί να εργάζονται. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η ευρωπαϊκή επιρροή στα νησιά της Χαβάης οδήγησε το σέρφινγκ στα όρια της εξαφάνισης.
Ο Δούκας Καχαναμόκου
Έπειτα ήρθε ο Δούκας Καχαναμόκου. Γεννημένος το 1890 στη Χονολουλού, μεγάλωσε κάνοντας σέρφινγκ στο Γουαϊκίκι με μια παραδοσιακή χαβανέζικη σανίδα 16 ποδών (1,8 μ.) και κατέληξε να γίνει ολυμπιονίκης της κολύμβησης που κατέγραψε ρεκόρ και κέρδισε τρία χρυσά μετάλλια. Με το παρατσούκλι Ο Δούκας και Ο Μεγάλος Καχούνα, αναβίωσε το χαβανέζικο σέρφινγκ και ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο για να το προωθήσει, αποτελώντας έναν από τους πρωτοπόρους του σύγχρονου σέρφινγκ. Το 1914, σύστησε το νέο αυτό άθλημα στη νότια Καλιφόρνια, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία και συνέχισε να διαδίδει το άθλημα κατά την περίοδο 1915-1932.
Η Αγκάθα Κρίστι καβαλάει τα κύματα
Το 1922, η διάσημη συγγραφέας μπεστ σέλερ εγκλημάτων και μυστηρίου, Αγκάθα Κρίστι, και ο σύζυγός της ξεκίνησαν μια 10μηνη παγκόσμια περιοδεία που τους οδήγησε στις ακτές του Κέιπ Τάουν μέχρι το Waikiki Beach της Χονολουλού. Και στις δύο τοποθεσίες, η Αγκάθα βούτηξε κατευθείαν στα κύματα και έτσι έγινε μία από τις πρώτες Βρετανίδες που δοκίμασαν το σέρφινγκ. Ενδεχομένως να ήταν και η πρώτη Ευρωπαία που το δοκίμασε! Στη Χαβάη, ωστόσο, καβάλησε μια πραγματική σανίδα του σερφ. Το ενδιαφέρον είναι ότι κατάφερε να δανειστεί μια μακριά ξύλινη σανίδα που ανήκε σε έναν σέρφερ ονόματι Fred. Η συγγραφέας επέλεξε το όνομα Fred επειδή ήταν το όνομα του αγαπημένου της πατέρα, Frederick Alvah Miller, ο οποίος πέθανε όταν εκείνη ήταν δέκα ετών.
Σέρφινγκ στην Καλιφόρνια
Στη Νότια Καλιφόρνια, όλα ξεκίνησαν από τον Τζορτζ Φρίθ. Γεννημένος το 1883 στο Οάχου από μητέρα μισή Χαβανέζα και πατέρα Ιρλανδό, οι ικανότητες του Τζορτζ στο σερφ εντυπωσίασαν τον Δούκα Καχαναμόκου. Το 1907, ο Αμερικανός συγγραφέας Τζακ Λόντον επισκέφθηκε τον Τζορτζ Φρίθ και διδάχθηκε σερφ από αυτόν. Οι περιγραφές αυτές συμπεριλήφθηκαν σε ένα μακροσκελές δοκίμιο με τίτλο «Ένα βασιλικό άθλημα», το οποίο συνέβαλε στο να διαδοθεί το σερφ στις ΗΠΑ.
Ο Τζορτζ Φρίθ σερφάρει
Αργότερα την ίδια χρονιά, ο Τζορτζ Φρίθ πακέταρε τη σανίδα του σερφ και μετακόμισε στην Καλιφόρνια. Τα επόμενα χρόνια έκανε δημόσιες επιδείξεις στις οποίες συνδύαζε τεχνικές σερφαρίσματος με πρώτες βοήθειες σε περίπτωση πνιγμού. Έγινε ο πρώτος επαγγελματίας ναυαγοσώστης στην Καλιφόρνια και άνοιξε το δρόμο για το σύγχρονο σέρφινγκ.
Τι είναι η κουλτούρα του σερφ;
Εμείς την αποκαλούμε κουλτούρα του σερφ. Οι κοινωνικοί επιστήμονες την αποκαλούν υποκουλτούρα. Η κουλτούρα του σερφ διαδόθηκε για πρώτη φορά στη Νότια Καλιφόρνια. Σε παγκόσμιο επίπεδο, αναδύθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη δεκαετία του 1960 γνώρισε τη χρυσή εποχή της.
Τι είναι λοιπόν η κουλτούρα του σερφ; Βασικά, όλα ξεκίνησαν παίζοντας με τα κύματα και κάνοντας ηλιοθεραπεία όλη μέρα, οπότε αρχικά θεωρήθηκε ως ένα είδος ζωής «ατελείωτου καλοκαιριού», το ακριβώς αντίθετο της εργασιακής ζωής. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που μπορούν να αντέξουν οικονομικά έναν τέτοιο τρόπο ζωής. Εξάλλου, το σέρφινγκ δεν είναι ακριβώς ένα φτηνό άθλημα. Όχι, η κουλτούρα του σερφ δεν αποτελεί απλώς μια φαντασίωση. Απορρίπτει τον καπιταλιστικό υλισμό και προωθεί μια πιο πνευματική ζωή. Εν ολίγοις, πρόκειται για μια απόδραση από το σχολείο, τη δουλειά, την κυρίαρχη κουλτούρα και έναν κόσμο ταραχώδη.
Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, το σερφ αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη φήμη χάρη στις ταινίες, τα τραγούδια και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Με την πιασάρικη σερφ μουσική τους, οι Beach Boys σάρωναν την Οικουμένη, δημιουργώντας μια εικόνα του σέρφινγκ με την οποία όλοι ήθελαν να εξερευνήσουν. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι Beach Boys δεν ήταν σέρφερ οι ίδιοι, πέραν του Ντένις Γουίλσον, γεγονός που αποδεικνύει ότι δεν χρειάζεται να είσαι σέρφερ για να ασπαστείς την κουλτούρα.
Η δεκαετία του 1960 σηματοδότησε τη χρυσή εποχή του σέρφινγκ. Οι σέρφερ άρχισαν να ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο αναζητώντας τα τέλεια κύματα. Επινοήθηκε ο όρος soul surfer, που σημαίνει ένα άτομο που κάνει σερφ για την απόλυτη απόλαυση και για να βρίσκεται κοντά στη φύση, ζει κοντά στην ακτή και προσπαθεί να περνάει όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο στο νερό. Ήταν επίσης εκείνη την εποχή που οι σέρφερς συχνά θεωρούνταν ναρκομανείς και τεμπέληδες μακρυμάλληδες που δεν δούλευαν. Οι σέρφερς συνδέθηκαν με το κίνημα των χίπις και στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, το κοινό συνέδεσε τα ναρκωτικά με την κουλτούρα του σερφ.
Η κουλτούρα του σερφ σήμερα
Σήμερα, το σέρφινγκ έχει εξελιχθεί σε μια βιομηχανία πολλών δισεκατομμυρίων, που πουλάει τα πάντα, από εξοπλισμό και αξεσουάρ μέχρι ρούχα μόδας, ταινίες, περιοδικά, ενεργειακά ποτά, συμπληρώματα διατροφής, ό,τι μπορείτε να φανταστείτε! Οι επαγγελματίες σέρφερ συνεργάζονται πλέον με διάσημες μάρκες και η κουλτούρα του σερφ προωθείται σε μεγάλο βαθμό μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Στη δεκαετία του 1960, τα προϊόντα του σερφ πωλούνταν κυρίως στην Καλιφόρνια και τη Χαβάη. Σήμερα, τα είδη σερφ πωλούνται ακόμη και στην ηπειρωτική Νεμπράσκα. Στη χρυσή εποχή του, το σερφ ήταν μια ανδροκρατούμενη δραστηριότητα στην οποία οι γυναίκες συχνά θεωρούνταν αξεσουάρ. Όχι πια! Οι γυναίκες έχουν τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι είναι εξίσου δυνατές με τους άνδρες.
Σήμερα, το τυπικό στερεότυπο του σέρφερ είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι πριν από μερικές δεκαετίες. Οι επαγγελματίες σέρφερ δεν είναι πλέον μακρυμάλληδες χίπηδες αλλά μυώδη, υγιή και ευπαρουσίαστα αγόρια και κορίτσια που ταξιδεύουν στον κόσμο για να καβαλήσουν τα καλύτερα κύματα για ένα σωρό χρήματα. Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτό οδήγησε σε ρήξη εντός της κοινότητας των σέρφερ.
Ωστόσο, οι σέρφερς συνεχίζουν να εξερευνούν τα όριά τους και να θέτουν νέα πρότυπα, οι δε soul surfers διαιωνίζουν τις πρωταρχικές χαβανέζικες αξίες, όπως η πνευματικότητα και η ελευθερία, αλλά η κουλτούρα του σερφ είναι πια λιγότερο νομαδική. Το σίγουρο είναι ότι θα συνεχίσει να αναπτύσσεται, να αλλάζει κατεύθυνση και να επανεφεύρει τον εαυτό της.
➪ Διαβάστε επίσης: Κωστής Μπέζος: Ο άνθρωπος που τη δεκαετία του 1930 έφερε τη Χαβάη στην Ελλάδα
Υπάρχουν αθλήματα που είναι αναπόφευκτα ανταγωνιστικά, όπως το τένις ή το ποδόσφαιρο, όπου απλά πρέπει να υπάρχει ένας νικητής. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ισχύει και για το σερφ. Μπορεί πράγματι να υπάρχουν διαγωνισμοί, αλλά όχι με αντιπάλους. Οι σερφερς ανταγωνίζονται τον εαυτό τους και τα κύματα, και η τεχνική, η τόλμη και η καινοτομία είναι αυτά που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία. Είναι ακριβώς αυτό το είδος του ταξιδιού της αυτο-αναζήτησης που ενώνει τους σέρφερς ως μια ιδιαίτερη πολιτιστική κοινότητα.
Μπορεί το σερφ να μην είναι εξίσου δημοφιλές σε όλο τον κόσμο, πράγμα εύλογο αν σκεφτεί κανείς ότι πολλές χώρες δεν διαθέτουν καν ακτές, αλλά οι πάντες το έχουν ακουστά. Όλα αυτά χάρη στη συνεχώς αναπτυσσόμενη κουλτούρα του σερφ. Αυτό περιλαμβάνει εκείνους που το κάνουν για διασκέδαση, εκείνους που το μετέτρεψαν σε τρόπο ζωής ή καριέρα, αλλά ακόμα και ανθρώπους που δεν σερφάρουν καν. Αυτή είναι και η ομορφιά του, δεν χρειάζεται καν να είσαι σέρφερ για να ταυτιστείς με αυτό! Ας δούμε λοιπόν πώς αναπτύχθηκε η κουλτούρα του σερφ από τους πρώτους αναβάτες των κυμάτων της ιστορίας μέχρι τις μέρες μας.
Πότε και από πού ξεκίνησαν όλα αυτά;
Έχει επικρατήσει η άποψη ότι το σερφ έχει τις ρίζες του στη Χαβάη. Αυτός ο ισχυρισμός εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο πολλών διαφωνιών, καθώς υπάρχουν ορισμένοι που υποστηρίζουν ότι υπάρχει από τότε που οι άνθρωποι έμαθαν να κολυμπούν. Το να καβαλάς τα κύματα πάνω σε μια ξύλινη σανίδα ήταν μια κοινή πρακτική στην αρχαία Πολυνησία. Δεν αποτελούσε ακριβώς μια δραστηριότητα αναψυχής, αλλά μάλλον ένα πρακτικό μέσο για να επιστρέψουν οι ψαράδες στην ακτή με τη λεία τους.
Είναι μάλλον απίθανο να ήταν όρθιοι πάνω στις σανίδες, αλλά κατά πάσα πιθανότητα ξαπλωμένοι μπρούμυτα. Όταν οι πρώτοι Πολυνήσιοι έφτασαν στα νησιά της Χαβάης τον 5ο αιώνα μ.Χ., έφεραν μαζί τους και τις παραδόσεις τους.
Συνοπτικά να αναφέρουμε ότι όταν ο Κάπτεν Κουκ ηγούνταν της τρίτης αποστολής του στον Ειρηνικό, περιέγραψε έναν Ταϊτινό που έπιανε κύματα, όρθιος πάνω στο κανό του. Το έκανε για την πλάκα του! Το 1778, έφτασε στις ακτές του Μπιγκ Άιλαντ της Χαβάης και σκοτώθηκε στον κόλπο Κεαλακέκουα έπειτα από μια αποτυχημένη επιχείρηση να απαγάγει έναν ανώτατο αρχηγό. Εδώ ήταν που ο υποπλοίαρχος Τζέιμς Κινγκ κατέγραψε την πρώτη περιγραφή του στο ημερολόγιό του.
Δαμάζοντας τα κύματα στη Χαβάη
Στη Χαβάη, το σέρφινγκ, ή he’e nalu ήταν το άθλημα των βασιλιάδων, ένα ενσωματωμένο κομμάτι της τοπικής κουλτούρας, μια τελετουργία που αποσκοπούσε στην εξημέρωση του ωκεανού και μια μορφή τέχνης. Μόνο οι πιο εξειδικευμένοι τεχνίτες μπορούσαν να σκαλίσουν τις σανίδες, και ο αρχηγός λάμβανε την ωραιότερη σανίδα που κατασκευαζόταν από το καλύτερο δέντρο. Ο αρχηγός ήταν επίσης ο πιο ικανός αναβάτης των κυμάτων. Όλοι δικαιούνταν να το σερφάρουν, η διάκριση βρισκόταν στην ποιότητα της σανίδας, και οι διαγωνισµοί σερφ επέλυαν τις διαφορές μεταξύ των κατοίκων του νησιού.
Όταν οι Ευρωπαίοι άρχισαν να εγκαθίστανται στα νησιά, αποδοκίμασαν την πρακτική αυτή. Στα μάτια τους, αυτοί οι πρωτεργάτες του σέρφινγκ ήταν τεμπέληδες που προτιμούσαν να παίζουν στο νερό αντί να εργάζονται. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η ευρωπαϊκή επιρροή στα νησιά της Χαβάης οδήγησε το σέρφινγκ στα όρια της εξαφάνισης.
Ο Δούκας Καχαναμόκου
Έπειτα ήρθε ο Δούκας Καχαναμόκου. Γεννημένος το 1890 στη Χονολουλού, μεγάλωσε κάνοντας σέρφινγκ στο Γουαϊκίκι με μια παραδοσιακή χαβανέζικη σανίδα 16 ποδών (1,8 μ.) και κατέληξε να γίνει ολυμπιονίκης της κολύμβησης που κατέγραψε ρεκόρ και κέρδισε τρία χρυσά μετάλλια. Με το παρατσούκλι Ο Δούκας και Ο Μεγάλος Καχούνα, αναβίωσε το χαβανέζικο σέρφινγκ και ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο για να το προωθήσει, αποτελώντας έναν από τους πρωτοπόρους του σύγχρονου σέρφινγκ. Το 1914, σύστησε το νέο αυτό άθλημα στη νότια Καλιφόρνια, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία και συνέχισε να διαδίδει το άθλημα κατά την περίοδο 1915-1932.
Η Αγκάθα Κρίστι καβαλάει τα κύματα
Το 1922, η διάσημη συγγραφέας μπεστ σέλερ εγκλημάτων και μυστηρίου, Αγκάθα Κρίστι, και ο σύζυγός της ξεκίνησαν μια 10μηνη παγκόσμια περιοδεία που τους οδήγησε στις ακτές του Κέιπ Τάουν μέχρι το Waikiki Beach της Χονολουλού. Και στις δύο τοποθεσίες, η Αγκάθα βούτηξε κατευθείαν στα κύματα και έτσι έγινε μία από τις πρώτες Βρετανίδες που δοκίμασαν το σέρφινγκ. Ενδεχομένως να ήταν και η πρώτη Ευρωπαία που το δοκίμασε! Στη Χαβάη, ωστόσο, καβάλησε μια πραγματική σανίδα του σερφ. Το ενδιαφέρον είναι ότι κατάφερε να δανειστεί μια μακριά ξύλινη σανίδα που ανήκε σε έναν σέρφερ ονόματι Fred. Η συγγραφέας επέλεξε το όνομα Fred επειδή ήταν το όνομα του αγαπημένου της πατέρα, Frederick Alvah Miller, ο οποίος πέθανε όταν εκείνη ήταν δέκα ετών.
Σέρφινγκ στην Καλιφόρνια
Στη Νότια Καλιφόρνια, όλα ξεκίνησαν από τον Τζορτζ Φρίθ. Γεννημένος το 1883 στο Οάχου από μητέρα μισή Χαβανέζα και πατέρα Ιρλανδό, οι ικανότητες του Τζορτζ στο σερφ εντυπωσίασαν τον Δούκα Καχαναμόκου. Το 1907, ο Αμερικανός συγγραφέας Τζακ Λόντον επισκέφθηκε τον Τζορτζ Φρίθ και διδάχθηκε σερφ από αυτόν. Οι περιγραφές αυτές συμπεριλήφθηκαν σε ένα μακροσκελές δοκίμιο με τίτλο «Ένα βασιλικό άθλημα», το οποίο συνέβαλε στο να διαδοθεί το σερφ στις ΗΠΑ.
Ο Τζορτζ Φρίθ σερφάρει
Αργότερα την ίδια χρονιά, ο Τζορτζ Φρίθ πακέταρε τη σανίδα του σερφ και μετακόμισε στην Καλιφόρνια. Τα επόμενα χρόνια έκανε δημόσιες επιδείξεις στις οποίες συνδύαζε τεχνικές σερφαρίσματος με πρώτες βοήθειες σε περίπτωση πνιγμού. Έγινε ο πρώτος επαγγελματίας ναυαγοσώστης στην Καλιφόρνια και άνοιξε το δρόμο για το σύγχρονο σέρφινγκ.
Τι είναι η κουλτούρα του σερφ;
Εμείς την αποκαλούμε κουλτούρα του σερφ. Οι κοινωνικοί επιστήμονες την αποκαλούν υποκουλτούρα. Η κουλτούρα του σερφ διαδόθηκε για πρώτη φορά στη Νότια Καλιφόρνια. Σε παγκόσμιο επίπεδο, αναδύθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη δεκαετία του 1960 γνώρισε τη χρυσή εποχή της.
Τι είναι λοιπόν η κουλτούρα του σερφ; Βασικά, όλα ξεκίνησαν παίζοντας με τα κύματα και κάνοντας ηλιοθεραπεία όλη μέρα, οπότε αρχικά θεωρήθηκε ως ένα είδος ζωής «ατελείωτου καλοκαιριού», το ακριβώς αντίθετο της εργασιακής ζωής. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που μπορούν να αντέξουν οικονομικά έναν τέτοιο τρόπο ζωής. Εξάλλου, το σέρφινγκ δεν είναι ακριβώς ένα φτηνό άθλημα. Όχι, η κουλτούρα του σερφ δεν αποτελεί απλώς μια φαντασίωση. Απορρίπτει τον καπιταλιστικό υλισμό και προωθεί μια πιο πνευματική ζωή. Εν ολίγοις, πρόκειται για μια απόδραση από το σχολείο, τη δουλειά, την κυρίαρχη κουλτούρα και έναν κόσμο ταραχώδη.
Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, το σερφ αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη φήμη χάρη στις ταινίες, τα τραγούδια και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Με την πιασάρικη σερφ μουσική τους, οι Beach Boys σάρωναν την Οικουμένη, δημιουργώντας μια εικόνα του σέρφινγκ με την οποία όλοι ήθελαν να εξερευνήσουν. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι Beach Boys δεν ήταν σέρφερ οι ίδιοι, πέραν του Ντένις Γουίλσον, γεγονός που αποδεικνύει ότι δεν χρειάζεται να είσαι σέρφερ για να ασπαστείς την κουλτούρα.
Η δεκαετία του 1960 σηματοδότησε τη χρυσή εποχή του σέρφινγκ. Οι σέρφερ άρχισαν να ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο αναζητώντας τα τέλεια κύματα. Επινοήθηκε ο όρος soul surfer, που σημαίνει ένα άτομο που κάνει σερφ για την απόλυτη απόλαυση και για να βρίσκεται κοντά στη φύση, ζει κοντά στην ακτή και προσπαθεί να περνάει όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο στο νερό. Ήταν επίσης εκείνη την εποχή που οι σέρφερς συχνά θεωρούνταν ναρκομανείς και τεμπέληδες μακρυμάλληδες που δεν δούλευαν. Οι σέρφερς συνδέθηκαν με το κίνημα των χίπις και στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, το κοινό συνέδεσε τα ναρκωτικά με την κουλτούρα του σερφ.
Η κουλτούρα του σερφ σήμερα
Σήμερα, το σέρφινγκ έχει εξελιχθεί σε μια βιομηχανία πολλών δισεκατομμυρίων, που πουλάει τα πάντα, από εξοπλισμό και αξεσουάρ μέχρι ρούχα μόδας, ταινίες, περιοδικά, ενεργειακά ποτά, συμπληρώματα διατροφής, ό,τι μπορείτε να φανταστείτε! Οι επαγγελματίες σέρφερ συνεργάζονται πλέον με διάσημες μάρκες και η κουλτούρα του σερφ προωθείται σε μεγάλο βαθμό μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Στη δεκαετία του 1960, τα προϊόντα του σερφ πωλούνταν κυρίως στην Καλιφόρνια και τη Χαβάη. Σήμερα, τα είδη σερφ πωλούνται ακόμη και στην ηπειρωτική Νεμπράσκα. Στη χρυσή εποχή του, το σερφ ήταν μια ανδροκρατούμενη δραστηριότητα στην οποία οι γυναίκες συχνά θεωρούνταν αξεσουάρ. Όχι πια! Οι γυναίκες έχουν τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι είναι εξίσου δυνατές με τους άνδρες.
Σήμερα, το τυπικό στερεότυπο του σέρφερ είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι πριν από μερικές δεκαετίες. Οι επαγγελματίες σέρφερ δεν είναι πλέον μακρυμάλληδες χίπηδες αλλά μυώδη, υγιή και ευπαρουσίαστα αγόρια και κορίτσια που ταξιδεύουν στον κόσμο για να καβαλήσουν τα καλύτερα κύματα για ένα σωρό χρήματα. Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτό οδήγησε σε ρήξη εντός της κοινότητας των σέρφερ.
Ωστόσο, οι σέρφερς συνεχίζουν να εξερευνούν τα όριά τους και να θέτουν νέα πρότυπα, οι δε soul surfers διαιωνίζουν τις πρωταρχικές χαβανέζικες αξίες, όπως η πνευματικότητα και η ελευθερία, αλλά η κουλτούρα του σερφ είναι πια λιγότερο νομαδική. Το σίγουρο είναι ότι θα συνεχίσει να αναπτύσσεται, να αλλάζει κατεύθυνση και να επανεφεύρει τον εαυτό της.
➪ Διαβάστε επίσης: Κωστής Μπέζος: Ο άνθρωπος που τη δεκαετία του 1930 έφερε τη Χαβάη στην Ελλάδα