«Πειραματίστηκα για πρώτη φορά με την μεσκαλίνη στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Πήρα 350 με 400 μιλιγκράμ. Και τότε συνειδητοποίησα πόσα πράγματα ήταν κρυμμένα μέσα μου».
Αλεξάντερ Σούλγκιν, L.A. Times, 1995
Οι ιατρικοί κύκλοι του Λος Άντζελες είναι κατηγορηματικοί: κανείς δεν έχει καταναλώσει περισσότερα ναρκωτικά στον κόσμο απ’ ότι ο Αλεξάντερ Σούλγκιν και η γυναίκα του, Αννα.
Και όχι (μόνο) από χόμπι ή για recreational reasons, όπως λένε οι αμερικανοί weekenders, οι οποίοι περιμένουν πως και πώς να φτάσει Σάββατο για να βυθιστούν ανάμεσα σε λευκές γραμμές και μικρά λευκά χαπάκια.
Το ζεύγος Σούλγκιν έκανε ό,τι έκανε από καθαρή επαγγελματική διαστροφή -αν και υπήρξαν στιγμές, σύμφωνα με τον επιστήμονα, που «γούσταραν 100% το “ταξίδι” που έκαναν από κοινού μαζί με την συνοδοιπόρο του στα ιατρικά πειράματα και τη ζωή.
Ο Σούλγκιν υπήρξε ένα θαύμα της βιολογίας: είχε καταναλώσει περισσότερα ναρκωτικά απ’ ότι ο Κιθ Ρίσαρντς και όμως παρέμενε alive and kickin’: πάνω του βάσισε, άλλωστε, ένα μεγάλο μέρος του χαρακτήρα του ήρωα του «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας» ο Χάντερ Τόμπσον.
Επίσης αποτελεί κι ένα άψογο παράδειγμα του πως μπορείς να ισορροπείς εξίσου καλά ανάμεσα στο Σύστημα και το Αντεργκραουντ. Τον παραδέχονται άνθρωποι ευυπόληπτοι, σημαντικοί γιατροί και επιστήμονες με Νόμπελ, αλλά το όνομα του ψιθυρίζεται με σεβασμό από το τελευταίο acid house καταγώγι του Λονδίνου μέχρι τις παραλίες του νησιού Γκόα, στις δυτικές ακτές της Ινδίας, την κοιτίδα των πρώτων rave και trance πάρτι της δεκαετίας του ’80.
Παντελώς απρόθυμος να γίνει και αυτός ένας καθωσπρέπει εργαζόμενος, ο Σούλγκιν παρατάει στις αρχές της δεκαετίας του ’60 την – βαρβάτη οικονομικά και διοικητικά – θέση του ως επικεφαλής χημικός ερευνητής της Dow Chemical Company για να πειραματιστεί για πρώτη φορά με τις επιδράσεις της μεσκαλίνης (του παραισθησιογόνου χυμού που βγαίνει από τον κάκτο πεγιότ) στο ανθρώπινο υποσυνείδητο.
Βασικά, δεν την παρατάει: τα κάνει και τα δυο ταυτόχρονα. Εργαζόμενος το πρωί, «πειραματόζωο» το βράδυ.
Ο 33χρονος χημικός δεν κωλώνει πουθενά στην προσπάθεια του να φτάσει μέχρι τις εσχατιές της ψυχοφαρμακολογίας: μετά από 7 χρόνια «κοινών δραστηριοτήτων», η Dow Chemical τον απολύει, έχοντας βρεθεί πολλάκις στη δύσκολη θέση να εξηγεί τις εφευρέσεις νέων ναρκωτικών ουσιών που ο Σούλγκιν δημοσιεύει στα σεβαστά περιοδικά «Nature» και «Journal of Organic Chemistry».
Είναι η εποχή που δηλώνει σχετικά με την κατεύθυνση που θέλει πλέον να ακολουθήσει ότι «όλο το ανθρώπινο σύμπαν περιέχεται μέσα στο μυαλό μας. Έχουμε την επιλογή είτε να το ανακαλύψουμε από μόνοι μας είτε να αρνηθούμε την ύπαρξη του. Το θέμα είναι ότι έχουμε ένα κρυμμένο εαυτό βαθιά μέσα μας. Και αντίστοιχα υπάρχουν και όλες αυτές οι χημικές ουσίες που μπορούν να μας βοηθήσουν να τον ανακαλύψουμε».
Το Σύστημα, δηλαδή η κρατική υπηρεσία Drug Enforcement Administration (DEA) ακολουθώντας πιστά την Καισαρική ρήση «να έχεις τους φίλους σου κοντά και τους εχθρούς σου κοντύτερα», τον προσλαμβάνει για να παραδίδει σεμινάρια φαρμακολογίας στους αμερικανούς πράκτορες της.
Ο Σούλγκιν είναι πλέον μέσα σε ένα χώρο που, λόγω ιδιοσυγκρασίας απεχθάνεται μετά βδελυγμίας, αλλά γνωρίζει καλά ότι με την παρουσία του εκεί αποκτάει ένα ες αεί άλλοθι για να διεξάγει τις ημιπαράνομες δραστηριότητες του. Κανείς δεν θα ενοχλούσε έναν undercover υπάλληλο των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.
Το Καλοκαίρι της Αγάπης έφτασε το 1967, εμπρός βήμα ταχύ κι ο Σούλγκιν το προϋπάντησε με τις κατάλληλες συνθήκες: δοκιμάζει για πρώτη φορά MDMA (ΜεθυλένιοDιοξύ-MεθυλAμφεταμίνη ή Ecstasy). Η ουσία αυτή, που είχε πρωτοσυντεθεί στα εργαστήρια της εταιρίας Merck το 1912 αλλά είχε θεωρηθεί άχρηστη για οποιαδήποτε φαρμακευτική χρήση, αποτέλεσε το raison d’etre της μετέπειτα ζωής και καριέρας του.
Αλλά και το φαρμακευτικό… magnum opus του που τελικά τον καθιέρωσε στις συνειδήσεις της ιατρικής κοινότητας, ανεξαρτήτως ναρκωτικών προκαταλήψεων.
Από το 1971 και έκτοτε, ο Σούλγκιν έβαλε τις φαινυθυλαμίνες (την ευρύτερη «οικογένεια» όπου ανήκουν τόσο η μεσκαλίνη, όσο και το «MDMA») στο καθημερινό του διαιτολόγιο.
Για έξι χρόνια, μέσα σε ένα τροχόσπιτο στην καλιφορνέζικη έρημο που εκτείνεται από την Πόλη των Αγγέλων μέχρι τα όρια της πολιτείας της Νεβάδα και του Λας Βέγκας, ο Σούλγκιν μαζί με μια ομάδα εθελοντών φίλων του δοκίμαζε καθημερινά και κατέγραφε διεξοδικά σε χαρτί και κασετόφωνο τις εμπειρίες τους από τη χρήση του MDMA, της μεσκαλίνης και της ψιλοκυβίνης.
Το 1976 ο τότε 51χρονος χημικός κατέληξε στην τελική σύνθεση που θα έμενε ως τις μέρες μας ως Ecstasy (αν και ο δημιουργός του το βάφτισε αρχικά «empathy» = το συναίσθημα της αλληλοταύτισης δυο ανθρώπων σε μια κατάσταση).
Τα επόμενα χρόνια είναι καθοριστικά για τη ζωή του: αναλαμβάνει να κάνει γνωστή την εφεύρεση του σε όλο τον κόσμο, βοηθούμενος κι από την γυναίκα του, Αννα, την οποία γνωρίζει το 1979 και παίρνει μαζί του σε αυτό το εμπειρικό ταξίδι γνωριμίας με τις ψυχοτροπικές ουσίες.
Αναγκάζει ακόμη και έναν συνταξιούχο ευυπόληπτο ψυχολόγο, ονόματι Λέο Τζεφ, να ασπαστεί τις απόψεις του και να τον βάλει στην πρώτη γραμμή ώστε το MDMA να μπει στα προγράμματα θεραπείας της κατάθλιψης και των συγγενών ψυχολογικών παθήσεων.
Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 το Ecstasy είναι το πιο hot φάρμακο που χρησιμοποιεί η ψυχιατρική κοινότητα στους ασθενείς που πάσχουν από Μετατραυματική Αγχωτική Διαταραχή.
Περίπου 5000 αμερικανοί ψυχίατροι το εντάσσουν στα Top 5 συνταγογραφούμενα φάρμακα τους, ενώ ο ιατρός Τζορτζ Γκριρ παραδέχεται ότι «κυριολεκτικά κάθε ψυχίατρος στις αρχές της δεκαετίας του ’80 που έδωσε MDMA σε ασθενείς με μανιοκατάθλιψη, έμεινε εντυπωσιασμένος από τη βελτίωση της κατάστασής τους».
Όπως όμως είναι η φυσιολογική μοίρα κάθε φαρμάκου, έτσι και αυτό βρέθηκε στις παρυφές της υποκουλτούρας των αστικών κέντρων, κατέληξε ένα βραδινό ναρκωτικό και μπήκε στη Μαύρη Λίστα των εργοδοτών του Σούλγκιν: το 1985 η D.E.A. το κήρυξε παράνομο και ξεκίνησε ένα ανθρωποκυνηγητό εντοπισμού εκατομμυρίων χαπιών με το all time classic smiley smile πάνω που κυκλοφορούσαν στα νεουορκέζικα και λονδρέζικα κλαμπ.
Είναι η εποχή που ο Σούλγκιν δαιμονοποιείται για την ανακάλυψη του. Οι κατηγορίες αφορούν στις μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις του φαρμάκου, το οποίο εξαντλεί τα αποθέματα σεροτονίνης του εγκεφάλου και μετά από 72 ώρες είναι ικανό να ρίξει τον χρήστη του σε βαθιά μελαγχολία.
Η rave κουλτούρα και οι δρόμοι του Μάντσεστερ έχουν όμως άλλη άποψη και συγκροτήματα όπως οι Happy Mondays (όπως είναι το πιο γνωστό αγοραίο παρατσούκλι του ecstasy, επειδή η δράση του διαρκεί «από το Σάββατο το βράδυ μέχρι και τη Δευτέρα, εξασφαλίζοντας μια πολύ όμορφη αρχή της εβδομάδας») του προσδίνουν μυθικές διαστάσεις. Στους ισχυρισμούς ότι το δημιούργημα του ευθύνεται για κάποιους θανάτους χρηστών, ο Σούλγκιν απαντάει «είναι οπωσδήποτε λυπηρό, αλλά θέλετε να σας δείξω πίνακες με στοιχεία ανθρώπων που πέθαναν από μια απλή ασπιρίνη;».
Η διαλεκτική του Σούλγκιν είναι σαφής: δεν έχει σημασία τι είδους φάρμακο ή ναρκωτικό θα πάρεις, αλλά η χρήση που θα του κάνεις. Αν αυτή είναι μέσα σε ανεκτά για τον ανθρώπινο οργανισμό πλαίσια, τότε είναι απολύτως θεμιτή.
Αυτό υποστηρίζει και στα δυο βιβλία που έχει κυκλοφορήσει σχετικά με τις εμπειρίες του, τα «PiHKAL» and «TiHKAL» («Phenethylamines I Have Known and Loved» και «Tryptamines I Have Known and Loved», 1991 and 1997 αντίστοιχα).
Επίσης δεν διστάζει να τα «χώσει» και στην πρώην εργοδοσία του, δημοσιεύοντας το βιβλίο «Controlled Substances: Chemical & Legal Guide to Federal Drug Laws» σχετικά με την νομική αλληλεπίδραση μεταξύ ναρκωτικών και αμερικανικής δικαιοσύνης.
Η DEA, δυσαρεστημένη από τις εκδοτικές του δραστηριότητες, κάνει ξαφνική ενέδρα στο εργαστήρι του πρώην υπαλλήλου της, κατάσχει όλα τα όργανα του χημικού και του επιβάλει πρόστιμο 25 χιλιάδων δολαρίων με τη δικαιολογία ότι «τα βιβλία του αποτελούν ένα εγχειρίδιο του πώς να κατασκευάσεις και να διακινήσεις στην αγορά παράνομα ναρκωτικά».
Επίσης τον απολύουν από την υπηρεσία. Όχι ότι ο Σούλγκιν τα έβαψε μαύρα. Βρίσκεται πλέον στην πλεονεκτική θέση να τους γράφει όλους στα παλαιότερα των πολύχρωμων υποδημάτων του. Στο πλευρό του συρρέουν γνωστοί και άγνωστοι, ακόμη και έγκριτοι Νομπελίστες, όπως ο χημικός Κάρι Μιούλις που δηλώνει εκνευρισμένος «ο Αλεξάντερ δεν είναι εγκληματίας. Είναι ερευνητής».
Ο Σούλγκιν μέχρι το τέλος της ζωής του δήλωνε ένας φανατικός υπέρμαχος της νομιμοποίησης όλων των ναρκωτικών. Πιστεύει ότι τα ναρκωτικά δεν θα έπρεπε να δίνονται μόνο σε παιδιά κάτω των 18 ετών και καταλήγει «έχουμε δυο εναλλακτικές λύσεις: είτε να πάρουμε δρακόντεια μέτρα κατά των ναρκωτικών, είτε να τα θέσουμε εντός νόμου. Πιστεύω ακράδαντα στη δεύτερη λύση».
Λόγια που βγαίνουν από το στόμα ενός ανθρώπου που, σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς της γυναίκας του, είχε μέχρι στιγμής στη ζωή του πάνω από 4000 «εσωτερικά ταξίδια» -η ίδια θεώρει τον εαυτό της «ερασιτέχνη» με μόλις 2000 ψυχεδελικές εμπειρίες. «Δεν κάνω κάτι κακό», συνήθιζε να λέει ο ίδιος, «απλά καθιστώ διαθέσιμη σε όλο τον κόσμο μια πληροφορία σχετικά με μια φυσική ή χημική ουσία. Εγώ φταίω που είμαι απλά περίεργος;», αναρωτιέται.
«Στις αρχές του εικοστού αιώνα υπήρχαν μονό δυο ψυχεδελικές ουσίες: η κάνναβη και η μεσκαλίνη. Το 1960 προστεθήκαν το LSD, η ψιλοκυβίνη και διάφορες άλλες που ανέβασαν τον αριθμό στις 20. Σήμερα υπάρχουν πάνω από 200 είδη ναρκωτικών διαθέσιμα στην αγορά. Μέχρι το 2050 το νούμερο αυτό θα έχει δεκαπλασιαστεί», πρoέβλεπε, ορθώς, το 2001 ο χημικός και εφευρέτης πάνω από 230 χημικών ουσιών –φαρμακευτικών ή ναρκωτικών.
Πέθανε το 2014 σε ηλικία 88 ετών.