Έφτασα μεσημέρι στο νεκροταφείο της Παιανίας. Ο ήλιος σε χτύπαγε κατακέφαλα. Η νεοκόρισσα με περίμενε στην είσοδο ντυμένη με τζιν και καστόρια μποτάκια, σαν ροκού άλλων εποχών, μόνη της μεσ’ στην απόλυτη ερημιά. “Περάστε”, μου είπε χαμογελαστή, “η συναυλία θα ξεκινήσει σε λίγο”. Προτού χαθώ ανάμεσα στα μνήματα και τους διαδρόμους του κοιμητηρίου, έριξα μια ματιά στο απέναντι βουνό. Ένα εκκλησάκι φαινόταν μικροσκοπικό, χαμένο κι αυτό μέσα στα δέντρα. “Εδώ κηδεύτηκε” άρχισε να μου λέει η νεοκόρισσα, “καθώς του άρεσε η γαλήνη του τοπίου και η απομόνωση. Τριάντα άτομα ήταν όλοι κι όλοι εκείνοι που τον χαιρέτισαν, ο Κούνδουρος, ο Ντασέν, ο Λαζάνης, ο Λεοντής, ο γιος του φυσικά, φίλοι του από το θεατρικό και όχι τόσο από το μουσικό σινάφι”… Το ήξερα αυτό! Ελάχιστοι από τους τραγουδιστές του βρέθηκαν εκεί. Λέγεται πως ήταν σοκαρισμένοι τόσο ώστε δεν άντεξαν να πάνε να του πουν το αντίο.
Στον καλό του φίλο, τον Λεφεντάριο, οφείλει την τελευταία του κατοικία. Κάθε Κυριακή τα τελευταία χρόνια τον επισκεπτόταν στην Παιανία και ζήλευε την ηρεμία του, εκείνο το “εκτός σχεδίου πόλεως” σπίτι του. Κι έτσι, άφησε ύστατη επιθυμία να κηδευτεί εκεί μαζί με τα αγαπημένα του πρόσωπα που επρόκειτο να τον ακολουθήσουν.
Πίσω του κατοικούν πλέον η αγαπημένη του αδερφή, Μιράντα, και δίπλα της, κολλητά, η αγαπημένη του ερμηνεύτρια, η Φλέρυ Νταντωνάκη. Για φαντάσου καμιά μέρα που θα βασιλεύει η ανία, γιατί όπως και να το κάνεις η μοναξιά δεν παλεύεται, να απλώνει το χέρι του και να γαργαλάει τα πόδια της Φλέρυς, να αρχίζουν να γελάνε σαν παιδιά και η Μιράντα να φωνάζει να βγάλουν τον σκασμό… Το λέω στη νεοκόρισσα και γελάει. “Ισχύει”, με κατατοπίζει σχετικώς, ”αυτοί οι δύο δεν αφήνουν σε ησυχία τους άλλους. Ο τωρινός διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος του Κάτω Κόσμου έδωσε την άδεια να γίνει μια συναυλία μπας και ησυχάσουν λίγο”…
“Καημένη Φλέρυ” είπα μέσα μου σαν ξανάδα εκείνο το λάθος στην αναγραφή του ονόματος της απάνω στην ταφόπλακα. Άμα είσαι άτυχος στη ζωή, θα είσαι και στο θάνατο…Ποιος ανόητος την έγραψε Αταντωνάκη; Την πρώτη φορά που το είδα, παρατήρησα πως κάποιος εχέφρων είχε προσπαθήσει να το διορθώσει. Συνέχισα το έργο του. Θυμωμένος άρπαξα ένα παλιοσίδερο που βρέθηκε μπροστά μου και χάραξα με δύναμη τη γραμμή από τη γωνία κάτω δεξιά του Α προς τα πάνω, ώστε να γίνει Ν και η τάξη να αποκατασταθεί. Δε βαριέσαι. Υπάρχουν και χειρότερα. Η Φλέρυ τουλάχιστον έχει δίπλα της τον Χατζιδάκι. Στο Α’ Νεκροταφείο η Κατερίνα Γώγου παραμένει ανέστια, εφόσον κοιμάται σε ξένο τάφο, ξένη μεταξύ ξένων, άγνωστη μεταξύ αγνώστων… Τελειώσαμε με τους νεκρούς, σειρά έχουν οι ζωντανοί. Παραδίπλα είδα ανθρώπους όλων των ηλικιών να κάθονται παραταγμένοι σε πλαστικές καρέκλες. Πλησίασα διακριτικά και άρχισα να ρωτάω με καθαρά δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. ”Με λένε Μαρία” μου είπε μία γυναίκα μαυροντυμένη, υπέργηρη. ”Πέθανα 92 ετών το 1994. Ησυχία, πολλή ησυχία, τρελαίνομαι”. Ένας νεαρός πάλι με δερμάτινα ρούχα και ένα κράνος στο χέρι αφηγήθηκε εν συντομία τη δική του ιστορία: ”Σκοτώθηκα με τη μηχανή μου το 1998, ετών 25. Δεν αντέχω να ακούω τη μάνα μου να τραγουδάει από πάνω μου κάθε μέρα: Θα στύψουμε ένα σύννεφο, θα σφάξουμε ένα αηδόνι…” Ένα άλλο κορίτσι, που το έλεγαν Ελένη, μου είπε πως πέθανε από λευχαιμία το 2000 και πως δύσκολα θα εξασφάλιζα θέση για τη μεσημεριανή συναυλία τους. ”Κοίτα που δεν τελείωσες με τους νεκρούς” με πληροφόρησε όλο νόημα. Είχε δίκιο μάλλον. Βρήκα έναν ίσκιο και τραβήχτηκα παράμερα να δω και να ακούσω τι επρόκειτο να γίνει!
Από μακριά, κάπου πολύ μακριά, λες και τους ήχους τους γεννούσε ο αέρας και τους κουβαλούσε μαζί του, άκουσα μία θεϊκή φωνή να τραγουδάει Όμορφη πού’ναι η Κρήτη, όμορφη, έι και νά’μουν αητός…Για σκέψου, η Παιανία είχε γίνει Κρήτη και το μικρό βουνό της ο τεράστιος Ψηλορείτης. Βγήκα απ’ τη σκιά μου για να κλέψω λίγες ματιές στη μικρή σκηνή που είχε στηθεί. Είδα εκείνον πλάτη με ιδρωμένο γαλάζιο πουκάμισο να διευθύνει μανιασμένα εκείνη με το τιρκουάζ φόρεμα της. Μητέρα κι αδερφή δωσ’ μου μια ελπίδα, δωσ’ μου μιαν ευχή…Για ποιον άραγε; Για τους εαυτούς τους ή για τους άλλους, τους συνένοικούς τους, που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα τους; Εκείνη τη στιγμή θα ήθελα να είχα μια κάμερα αόρατη για να κινηθώ ανάμεσα στα νεκρικά πρόσωπα, να καταγράψω τις σπάνιες εκφράσεις τους ενόσω τα τραγούδια διαδέχονταν το ένα το άλλο. Τι μανία κι αυτή να θέλω να καταγράψω τα πάντα! Η ζωή δεν αναπαρίσταται ποτέ. Ο θάνατος όμως; Πόσο τυχερός αισθάνομαι που απόλαυσα μία μοναδική συναυλία υπό τη διεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι, παρουσία λίγων και εκλεκτών, πολύ εκλεκτών όμως! ”Να το κάνετε συχνά αυτό” σύστησα στη νεοκόρισσα τη στιγμή που έκλεινε πίσω μου τη βαριά πύλη του νεκροταφείου.
❈ Ευχαριστώ τον συνθέτη Χρήστο Λεοντή. Είναι η δεύτερη φορά που επισκεπτόμαστε παρέα μέσα σε μία δεκαπενταετία την τελευταία κατοικία του Μάνου Χατζιδάκι και της Φλέρυς Νταντωνάκη στην Παιανία.