Μια από τις καλύτερες ιστορίες του παγκόσμιου κινήματος LGBT συνέβη πριν ακριβώς 45 χρόνια στην Σουηδία, όταν οι γκέι διεκδίκησαν με τον πιο έξυπνο τρόπο τα δικαιώματά τους αναφορικά με την δουλειά και την εργασία.
Με την ομοφυλοφιλία να θεωρείται, βάσει νόμου, στη χώρα ακόμη ως «αρρώστια», πολλοί εργαζόμενοι και μέλη της RFSL (της σουηδικής ένωσης για τα δικαιώματα των LGBT) προέβησαν στο εξής απλό ως μέσο πίεσης και διεκδίκησης των αυτονόητων: χρησιμοποιώντας το γεγονός πως το ίδιο το κράτος τούς θεωρούσε «αρρώστους», συνεννοήθηκαν μεταξύ τους και έπαιρναν διαρκώς αναρρωτικές άδειες από τις εργασίες τους, ακόμη και τελευταία στιγμή, βραχυκυκλώνοντας το σύστημα πολλών εταιρειών.
Ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή όμως: Η ψυχιατρική δεν ήταν πάντα ευγενική προς την κοινότητα των ΛΟΑΤΚΙ. Η ομοφυλοφιλία θεωρούνταν ως ψυχική ασθένεια σε πολλές χώρες μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα – αν δεν είχε χαρακτηριστεί μέχρι και ως «έγκλημα».
Η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία ανακοίνωσε ότι δεν θα θεωρούσε πλέον την ομοφυλοφιλία ψυχική διαταραχή το 1973, αν και συνέχισε να χρησιμοποιεί τη «διαταραχή σεξουαλικού προσανατολισμού» για να κατηγοριοποιήσει τα άτομα που αισθάνονταν άγχος από τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό (μεταξύ άλλων περίεργων διαταραχών).
Ακόμα και η Σουηδία, το σκανδιναβικό προπύργιο της ισότητας, αναγνώρισε το να είσαι ομοφυλόφιλος ως «διαταραχή» μόλις το 1979.
Εκείνη τη χρονιά, μια ομάδα Σουηδών εκμεταλλεύτηκε το νομικό πλαίσιο που καθιστούσε την ομοφυλοφιλία ασθένεια και δήλωσε «ασθένεια στη δουλειά», επικαλούμενη ως αιτία την ομοφυλοφιλία της. Μια γυναίκα, από τη νότια επαρχία Smålandeven, κατάφερε να πάρει επιδόματα κοινωνικής ασφάλισης επειδή τηλεφώνησε… ως ομοφυλόφιλη.
Το calling in gay ήταν μέρος μιας ευρύτερης διαμαρτυρίας από την RFSL, τη σουηδική ομοσπονδία για τα δικαιώματα των λεσβιών, των ομοφυλόφιλων, των αμφιφυλόφιλων και των τρανσέξουαλ.
Έχοντας βαρεθεί την έλλειψη έλξης που είχε κερδίσει μέσω των παραδοσιακών εκστρατειών με επιστολές και τηλέφωνα, το RFSL σχεδίασε να καταλάβει το κτίριο του Εθνικού Συμβουλίου ως διαδήλωση κατά της «παθολογικοποίησης της ομοφυλοφιλίας».
Στις 29 Αυγούστου, κατά τη διάρκεια της Εβδομάδας Απελευθέρωσης των Ομοφυλοφίλων της Στοκχόλμης (η οποία αργότερα έγινε γνωστή ως Stockholm Pride), οι διαδηλωτές του RFSL συγκεντρώθηκαν για να αποκλείσουν τις σκάλες του κτιρίου του Εθνικού Συμβουλίου, φωνάζοντας και ανεμίζοντας πανό.
Ο Barbro Westerholm, ο νεοϊδρυθείς γενικός διευθυντής του Εθνικού Συμβουλίου, ήρθε τελικά και κάθισε με τους διαδηλωτές και δεσμεύτηκε να τους βοηθήσει. Στα τέλη του Οκτωβρίου του 1979, το Εθνικό Συμβούλιο αποχαρακτήρισε την ομοφυλοφιλία ως ασθένεια, καθιστώντας τη Σουηδία την πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που το έκανε -μια μεγάλη νίκη για τα δικαιώματα των γκέι.
Τελικά, με τα πολλά, και αφού μέχρι και οι ίδιες επιχειρήσεις διαμαρτυρήθηκαν στο υπουργείο Εργασίας, στα τέλη του 1979 άλλαξε ο νόμος και πλέον τα LGBT άτομα δεν θεωρούνταν στη Σουηδία κοινωνικά στιγματισμένα ως «ψυχολογικά άρρωστα».
Μόλις το 2014 μια επιτροπή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει επιστημονική βάση για ψυχικές διαταραχές ειδικά για τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, ενώ η αντιμετώπιση των τρανσέξουαλ από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία παραμένει αμφιλεγόμενη.
Οι γκέι στο χώρο της δουλειάς
ΛΟΑΤ+ (αγγλικά: LGBT+) είναι ένα αρκτικόλεξο που προέρχεται από τις λέξεις Λεσβία, Ομοφυλόφιλος, Αμφιφυλόφιλος και Τρανς, το οποίο μερικές φορές συναντάται και ως ΛΟΑΔ+, ερμηνεύοντας τα τρανς άτομα ως Διεμφυλικά. Το διεθνές αρκτικόλεξο είναι LGBTQ+(Lesbian, Gay, Bisexual, Transgender και Queer) ή GLBT+ (Gay, Lesbian, Bisexual και Transgender).
Σε χρήση από το 1990, ο όρος είναι μια προσαρμογή των αρχικών LGB, που αντικατέστησε τον όρο γκέι όσον αφορά τη γκέι κοινότητα στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Οι ακτιβιστές θεώρησαν ότι ο όρος «γκέι κοινότητα» δεν αντιπροσώπευε επακριβώς εκείνους στους οποίους αναφερόταν.
Ο όρος αναφέρεται σε όλα τα άτομα εκτός των ετεροφυλόφιλων ταυτόφυλων (των ατόμων που συμφωνούν με το φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση), καθώς αυτά τα άτομα είναι αποδεκτά από την κοινωνία και δεν αντιμετωπίζουν ρατσισμό. Για να γίνει ορατή αυτή η συμπερίληψη, τελευταία χρησιμοποιείται μία νέα ποικιλομορφία στο αρκτικόλεξο, η οποία προσθέτει το γράμμα Κ για τα άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως queer ή questioning. Το ΛΟΑΤΚ+ (LGBTQ+) εμφανίστηκε το 1996. Κάποιοι συμπεριλαμβάνουν τα ίντερσεξ άτομα, με αποτέλεσμα την επέκταση ΛΟΑΤΙ+ (LGBTI+). Το αρκτικόλεξο μπορεί να χρησιμοποιηθεί συνδυασμένα ως ΛΟΑΤΚΙ+ (LGBTQI+).
Το αν αυτοπροσδιορίζονται ανοιχτά ως ΛΟΑΤ+, αυτά τα άτομα, εξαρτάται από το πολιτικό σκηνικό του τόπου τους και από το αν ζουν σε ένα διακριτικό και μεροληπτικό περιβάλλον, ή απλά από την κατάσταση των ΛΟΑΤ+ δικαιωμάτων που υπάρχει στη χώρα που ζουν.
Μια από τις καλύτερες ιστορίες του παγκόσμιου κινήματος LGBT συνέβη πριν ακριβώς 45 χρόνια στην Σουηδία, όταν οι γκέι διεκδίκησαν με τον πιο έξυπνο τρόπο τα δικαιώματά τους αναφορικά με την δουλειά και την εργασία.
Με την ομοφυλοφιλία να θεωρείται, βάσει νόμου, στη χώρα ακόμη ως «αρρώστια», πολλοί εργαζόμενοι και μέλη της RFSL (της σουηδικής ένωσης για τα δικαιώματα των LGBT) προέβησαν στο εξής απλό ως μέσο πίεσης και διεκδίκησης των αυτονόητων: χρησιμοποιώντας το γεγονός πως το ίδιο το κράτος τούς θεωρούσε «αρρώστους», συνεννοήθηκαν μεταξύ τους και έπαιρναν διαρκώς αναρρωτικές άδειες από τις εργασίες τους, ακόμη και τελευταία στιγμή, βραχυκυκλώνοντας το σύστημα πολλών εταιρειών.
Ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή όμως: Η ψυχιατρική δεν ήταν πάντα ευγενική προς την κοινότητα των ΛΟΑΤΚΙ. Η ομοφυλοφιλία θεωρούνταν ως ψυχική ασθένεια σε πολλές χώρες μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα – αν δεν είχε χαρακτηριστεί μέχρι και ως «έγκλημα».
Η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία ανακοίνωσε ότι δεν θα θεωρούσε πλέον την ομοφυλοφιλία ψυχική διαταραχή το 1973, αν και συνέχισε να χρησιμοποιεί τη «διαταραχή σεξουαλικού προσανατολισμού» για να κατηγοριοποιήσει τα άτομα που αισθάνονταν άγχος από τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό (μεταξύ άλλων περίεργων διαταραχών).
Ακόμα και η Σουηδία, το σκανδιναβικό προπύργιο της ισότητας, αναγνώρισε το να είσαι ομοφυλόφιλος ως «διαταραχή» μόλις το 1979.
Εκείνη τη χρονιά, μια ομάδα Σουηδών εκμεταλλεύτηκε το νομικό πλαίσιο που καθιστούσε την ομοφυλοφιλία ασθένεια και δήλωσε «ασθένεια στη δουλειά», επικαλούμενη ως αιτία την ομοφυλοφιλία της. Μια γυναίκα, από τη νότια επαρχία Smålandeven, κατάφερε να πάρει επιδόματα κοινωνικής ασφάλισης επειδή τηλεφώνησε… ως ομοφυλόφιλη.
Το calling in gay ήταν μέρος μιας ευρύτερης διαμαρτυρίας από την RFSL, τη σουηδική ομοσπονδία για τα δικαιώματα των λεσβιών, των ομοφυλόφιλων, των αμφιφυλόφιλων και των τρανσέξουαλ.
Έχοντας βαρεθεί την έλλειψη έλξης που είχε κερδίσει μέσω των παραδοσιακών εκστρατειών με επιστολές και τηλέφωνα, το RFSL σχεδίασε να καταλάβει το κτίριο του Εθνικού Συμβουλίου ως διαδήλωση κατά της «παθολογικοποίησης της ομοφυλοφιλίας».
Στις 29 Αυγούστου, κατά τη διάρκεια της Εβδομάδας Απελευθέρωσης των Ομοφυλοφίλων της Στοκχόλμης (η οποία αργότερα έγινε γνωστή ως Stockholm Pride), οι διαδηλωτές του RFSL συγκεντρώθηκαν για να αποκλείσουν τις σκάλες του κτιρίου του Εθνικού Συμβουλίου, φωνάζοντας και ανεμίζοντας πανό.
Ο Barbro Westerholm, ο νεοϊδρυθείς γενικός διευθυντής του Εθνικού Συμβουλίου, ήρθε τελικά και κάθισε με τους διαδηλωτές και δεσμεύτηκε να τους βοηθήσει. Στα τέλη του Οκτωβρίου του 1979, το Εθνικό Συμβούλιο αποχαρακτήρισε την ομοφυλοφιλία ως ασθένεια, καθιστώντας τη Σουηδία την πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που το έκανε -μια μεγάλη νίκη για τα δικαιώματα των γκέι.
Τελικά, με τα πολλά, και αφού μέχρι και οι ίδιες επιχειρήσεις διαμαρτυρήθηκαν στο υπουργείο Εργασίας, στα τέλη του 1979 άλλαξε ο νόμος και πλέον τα LGBT άτομα δεν θεωρούνταν στη Σουηδία κοινωνικά στιγματισμένα ως «ψυχολογικά άρρωστα».
Μόλις το 2014 μια επιτροπή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει επιστημονική βάση για ψυχικές διαταραχές ειδικά για τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, ενώ η αντιμετώπιση των τρανσέξουαλ από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία παραμένει αμφιλεγόμενη.
Οι γκέι στο χώρο της δουλειάς
ΛΟΑΤ+ (αγγλικά: LGBT+) είναι ένα αρκτικόλεξο που προέρχεται από τις λέξεις Λεσβία, Ομοφυλόφιλος, Αμφιφυλόφιλος και Τρανς, το οποίο μερικές φορές συναντάται και ως ΛΟΑΔ+, ερμηνεύοντας τα τρανς άτομα ως Διεμφυλικά. Το διεθνές αρκτικόλεξο είναι LGBTQ+(Lesbian, Gay, Bisexual, Transgender και Queer) ή GLBT+ (Gay, Lesbian, Bisexual και Transgender).
Σε χρήση από το 1990, ο όρος είναι μια προσαρμογή των αρχικών LGB, που αντικατέστησε τον όρο γκέι όσον αφορά τη γκέι κοινότητα στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Οι ακτιβιστές θεώρησαν ότι ο όρος «γκέι κοινότητα» δεν αντιπροσώπευε επακριβώς εκείνους στους οποίους αναφερόταν.
Ο όρος αναφέρεται σε όλα τα άτομα εκτός των ετεροφυλόφιλων ταυτόφυλων (των ατόμων που συμφωνούν με το φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση), καθώς αυτά τα άτομα είναι αποδεκτά από την κοινωνία και δεν αντιμετωπίζουν ρατσισμό. Για να γίνει ορατή αυτή η συμπερίληψη, τελευταία χρησιμοποιείται μία νέα ποικιλομορφία στο αρκτικόλεξο, η οποία προσθέτει το γράμμα Κ για τα άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως queer ή questioning. Το ΛΟΑΤΚ+ (LGBTQ+) εμφανίστηκε το 1996. Κάποιοι συμπεριλαμβάνουν τα ίντερσεξ άτομα, με αποτέλεσμα την επέκταση ΛΟΑΤΙ+ (LGBTI+). Το αρκτικόλεξο μπορεί να χρησιμοποιηθεί συνδυασμένα ως ΛΟΑΤΚΙ+ (LGBTQI+).
Το αν αυτοπροσδιορίζονται ανοιχτά ως ΛΟΑΤ+, αυτά τα άτομα, εξαρτάται από το πολιτικό σκηνικό του τόπου τους και από το αν ζουν σε ένα διακριτικό και μεροληπτικό περιβάλλον, ή απλά από την κατάσταση των ΛΟΑΤ+ δικαιωμάτων που υπάρχει στη χώρα που ζουν.