Ο Φεντερίκο Φελίνι, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, ο Ιβ-Σεν Λοράν και άλλοι σπουδαίοι δημιουργοί είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους για έναν ακατόρθωτο στόχο: να σώσουν τον κατά κόσμον Σερκίς Παρατζανιάν και κατά κινηματογράφον Σεργκέι Παρατζάνωφ. «Στο ναό του κινηματογράφου υπάρχουν εικόνες, φως και πραγματικότητα», είπε ο Γκοντάρ, «ο Σεργκέι Παρατζάνωφ ήταν ο άρχοντας αυτού του ναού».
Φυλακίστηκε από τη σοβιετική κυβέρνηση σε ένα γκουλάγκ και στερήθηκε τη δυνατότητα έκφρασης. Κάθε σοβαρός σινεφίλ σήμερα θα μπορούσε να σας διηγηθεί την τραγική ιστορία που έλαβε χώρα την περίοδο που ο Γεωργιανός σκηνοθέτης πέρασε πίσω από τα κάγκελα της φυλακής για εγκλήματα που δεν διέπραξε. Αλλά κυρίως, θα σας μιλήσουν για την υπέρτατη ομορφιά που δημιούργησε αυτός που τον αποκαλούσαν, «παράφρων».
Εφηύρε το δικό του κινηματογραφικό στυλ, φορτισμένο με σουρεαλιστικούς συμβολισμούς, επικό και λυρικό ταυτόχρονα, συγκροτείται από την ελευθερία της ποίησης, την αυθαιρεσία του μυστικισμού, την εκσταστικότητα του συναισθήματος και παρόλο που ο Σεργκέι σπούδασε κινηματογράφο, επέμενε ότι κάποιος είτε γεννιέται σκηνοθέτης, είτε όχι, και ότι «δεν είναι κάτι που μαθαίνεται». Είναι, ωστόσο, κάτι που μπορείς να τελειοποιήσεις.
Η Γεωργία στην οποία μεγάλωσε έσφυζε από πολιτισμό και πρωτοποριακή τέχνη, αλλά όλα αυτά άλλαξαν τη δεκαετία του 1920 όταν η Ρωσία ανέλαβε τον έλεγχο. Η γοητεία των εικόνων του έχει τη προέλευση της στην ισχυρή παρουσία της παράδοσης (τόσο εικαστικής όσο και αφηγηματικής) της Αρμενίας στις ταινίες του: λαϊκοί θρύλοι και εικόνες της λαϊκής παράδοσης αποτελούν το βασικό άξονα των ταινιών του, ιδιαίτερα σε έργα όπως “Στις σκιές των ξεχασμένων προγόνων”, όπου έπαιζε με τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στη συλλογική μνήμη, την αλήθεια και την τελετουργία. Ακούγεται αινιγματικό; Κάπως έτσι καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για ταινία του Παρατζάνωφ.
Έπειτα ήταν και η αχανής κλίμακα των εικόνων του, οι οποίες συχνά γυρίζονταν σε ιερούς χώρους και συμπληρώνονταν από ένα εκλεκτικό καστ, δηλαδή κοπάδια, αγέλες και βιβλικά ζώα.
«Στην ταινία παίζει ένα ιδιοφυές άλογο», είπε κάποτε ο Παρατζάνωφ για έναν λευκό επιβήτορα. Σκηνικά για τον σκηνοθέτη μπορούσαν να αποτελέσουν τα πάντα, από ένα δωμάτιο γεμάτο πρόβατα, μέχρι έναν πανύψηλο τοίχο με περσικά χαλιά.
Αλλά τα έργα του πήγαιναν πάντοτε κόντρα στη νέα κυβέρνηση. Σχεδόν όλα τα κινηματογραφικά του έργα και πλάνα από το 1965 έως το 1973 απαγορεύτηκαν ενώ όσα συμμορφώθηκαν με τη σοβιετική λογοκρισία, ο Παρατζάνωφ τα αποκήρυξε αργότερα ως «σκουπίδια». Επρόκειτο για ταινίες του ιδίου, αλλά χωρίς ίχνος από το πνεύμα του, εξαιτίας του περιορισμού των διαλόγων και της κινηματογράφησης που ενέκρινε ο σοβιετικός ρεαλισμός. Είναι μια ακούσια μαρτυρία για το πόσο ασφυκτική ήταν η κυβέρνηση για τους καλλιτέχνες που δεν είχαν ποτέ πλήρη δημιουργικό έλεγχο του έργου τους.
Το 1965, ο Παρτζάνοφ ήρθε σε ρήξη με τον σοβιετικό ρεαλισμό και εισέβαλε στην πρωτοποριακή σκηνή με την ταινία “Στις σκιές των ξεχασμένων προγόνων”, μια ταινία επηρεασμένη από τον Αντρέι Ταρκόφσκι, που τον ανέδειξε σε αγαπημένο σουρεαλιστή και εμβληματική προσωπικότητα των ουκρανών εθνικιστών. Το είδαν ως μια ερωτική επιστολή προς την κάποτε ελεύθερη χώρα τους. Το έργο του απαγορεύτηκε και χρειάστηκε να μεταφερθεί παράνομα στη Δυτική Ευρώπη.
Το 1969 αποτέλεσε το σημείο βρασμού. Η ταινία που σήμερα θεωρείται το αριστούργημά του, “Το χρώμα του ροδιού”, φαινόταν κοινότοπη στα χαρτιά ως μια απλή βιογραφία ενός αρμένιου ποιητή του 18ου αιώνα, ονόματι Σαγιάτ-Νόβα – αλλά στην πραγματικότητα, εξυμνεί την επιβίωση της αρμενικής κουλτούρας από τα δόντια της καταπίεσης και των διωγμών.
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης σημειώνει:
Το Σαγιάτ Νόβα είναι ένα «προκλητικά» αντιαφηγηματικό φιλμ , που όμως τα αφηγηματικά του στοιχεία συνιστούν μια άλλου είδους «πολυαξονική» αφήγηση, χωρίς χαρακτήρες και χωρίς καταστάσεις που κυοφορούν χαρακτήρες. Πρόκειται εδώ για τον εσωτερικό, μουσικό, συναισθηματικό και ιδεολογικό άξονα ενός ποιήματος. (…) Το Σαγιάτ Νόβα, λοιπόν, είναι η ποιητική βιογραφία ενός ποιητή φκιαγμένη από έναν άλλον ποιητή.
«Υπάρχουν ορισμένες εικόνες που είναι ιδιαίτερα φορτισμένες – ο κατακόκκινος αιματηρός χυμός που χύνεται από ένα κομμένο ρόδι σε ένα ύφασμα και σχηματίζει έναν λεκέ στο σχήμα των συνόρων του αρχαίου βασιλείου της Αρμενίας», γράφει ο κριτικός κινηματογράφου, Φρανκ Γουίλιαμς.
Νιώθεις σαν να έχεις μπει στους πίνακες των παλαιών ζωγράφων του Λούβρου.
Σχετικά με την ταινία του Το χρώμα του ροδιού (1968), που αφηγείται την ζωή και το έργο του Αρμένιου ποιητή Αρουθίν Σαγιαντίν (1712-1975), γνωστού ως Σάγιατ Νόβα, ο Σεργκέι Παρατζάνωφ δηλώνει:
Αγαπώ πολύ αυτό το φιλμ. Είμαι περήφανος για το ότι δεν κέρδισε κανένα Χρυσό Λιοντάρι ή κανένα Αργυρό Παγόνι. Είμαι περήφανος γιατί κατόρθωσα να το κάνω κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Δεν είχα τα απαραίτητα υλικά, δεν είχα φιλμ, δεν είχα στη διάθεσή μου εργαστήριο εμφάνισης των όσων γύριζα, δεν είχα αρκετά φώτα ή μηχανήματα, ούτε δυνατότητα για ειδικά εφέ. Δεν είχα απολύτως τίποτα. Κι όμως, κατόρθωσα να το γυρίσω και να μεταμορφώσω τις αδυναμίες του σε έναν σχεδόν αρχέγονο ρεαλισμό, σε ένα παραμύθι γεννημένο από την πραγματικότητα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι σοβιετικές αρχές γίνονταν όλο και πιο καχύποπτες απέναντι στον Σεργκέι και τις «εμπρηστικές» ταινίες του. Το γεγονός ότι ήταν bisexual δεν τον βοήθησε επίσης να κερδίσει την εύνοια των Σοβιετικών. Το 1973 καταδικάστηκε άδικα σε πέντε χρόνια σε στρατόπεδο εργασίας στη Σιβηρία για τον «βιασμό ενός μέλους του Κομμουνιστικού Κόμματος και τη διακίνηση πορνογραφικού υλικού». Κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου, λέγεται ότι δημιούργησε περίπου 800 έργα τέχνης από οτιδήποτε μπορούσε να βρει -κουκλάκια, σκίτσα, γλυπτά– τα οποία τα πήραν και τα κατέστρεψαν οι φύλακες που τον αποκαλούσαν «παράφρονα», εκτός από έναν φύλακα που είπε: «ο σκηνοθέτης είναι πολύ ταλαντούχος». Στην πραγματικότητα, ο σκοπός της φυλάκισής του ήταν παραδειγματικός. Ήθελε να στείλει ένα βίαιο μήνυμα στους Ουκρανούς εθνικιστές που τον αγαπούσαν.
Ακόμη και όταν αποφυλακίστηκε, ο Παρατζάνωφ «φιμώθηκε», όπως είπε ο ίδιος. Προσπάθησε να επανέλθει στην κινηματογραφική παραγωγή, ωστόσο πάλεψε για άλλα δέκα χρόνια, μέχρι που η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε τη δεκαετία του 1980. Όταν πέθανε το 1990 σε ηλικία μόλις 66 ετών, άφησε το τελευταίο του έργο ανολοκλήρωτο, αφήνοντας τον κόσμο να αναρωτιέται ποια άλλα οράματά του χάθηκαν από τον χρόνο.
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης σημειώνει σχετικά με τον Σεργέι Παρατζάνωφ :
«Στην πραγματικότητα (…) είναι ένας πληθωρικός πριμιτίφ, που εντυπωσιάζεται απ’ το ετερόκλητο φολκλόρ και προσπαθεί όπως όπως να βάλει τάξη στην εγγενή του ακαταστασία και πολυσημία».
Ευτυχώς για εμάς, υπάρχει στην Αρμενία το Μουσείο Παρατζάνωφ, το οποίο δεν αποτελεί μόνο έναν συγκινητικό φόρο τιμής, αλλά είναι και πραγματικά πανέμορφο.