Οι καρτ ποστάλ νομιμοποιήθηκαν ως μορφή της διεθνούς αλληλογραφίας το 1886 από το Συνέδριο της Παγκόσμιας Ταχυδρομικής Ένωσης. «Ήταν φθηνές, φωτεινές, πολλαπλών χρήσεων και μπορούσες να τις βρεις παντού», γράφει η ιστορικός Lisa Z. Sigel, σε τέτοιο βαθμό που μεταξύ 1894 και 1919 ταχυδρομήθηκαν διεθνώς «περίπου 140 δισεκατομμύρια» καρτ-ποστάλ. Δεν είναι να απορεί κανείς που η πορνογραφία, η οποία σύντομα βρήκε το δρόμο της στις νέες μορφές μαζικής επικοινωνίας, συνδέθηκε άμεσα με τις καρτ ποστάλ. Και ιδιαίτερα με τις γαλλικές καρτ ποστάλ.
«Οι καρτ ποστάλ θεσμοθέτησαν ρατσιστικές απεικονίσεις των υπηκόων της αποικιοκρατίας και των αλλοδαπών», γράφει χαρακτηριστικά η Sigel. «Φυσικοποίησαν τις εικόνες των γυναικών ως παθητικών, σεξουαλικών αντικειμένων. Δημιούργησαν μια έμφυτη, ενστικτώδη σεξουαλικότητα στα παιδιά. Εν ολίγοις, οι καρτ ποστάλ αναπαρήγαγαν προϋπάρχουσες πεποιθήσεις μέσω των οποίων η βικτοριανή και η εδουαρδιανή κοινωνία ταξινομούσε τους ανθρώπους».
Οι “γαλλικές καρτ-ποστάλ” νομιμοποίησαν την πορνογραφική εικόνα σε μέγεθος καρτ-ποστάλ. Δεν ταχυδρομούνταν κατ’ ανάγκη -η λογοκρισία τις απέκλειε σε περίπτωση που οι καρτ-ποστάλ απεικόνιζαν ηβικές τρίχες, γεννητικά όργανα ή θηλές-, εκτός αν ήταν τοποθετημένες σε φακέλους, αλλά μπορούσαν να αγοραστούν από νόμιμα σημεία πώλησης ή, πιο ύποπτα, στο δρόμο. Όμως εκκωφαντική εξαίρεση για τις ταχυδρομικές αποστολές αποτελούσαν εικόνες με εξωτικά θέματα που αφορούσαν, αλλοδαπούς ή υπηκόους της γαλλικής αποικιοκρατίας. Οι σκηνοθετημένες απόψεις της σεξουαλικότητας των «ιθαγενών» γυναικών κωδικοποιούνταν ως φυσικές και συνεπώς επιτρεπόταν από την πλειοψηφία των Ευρωπαίων ελεγκτών.
«Οι κάρτες δημιούργησαν την ιδιότητα του αλλότριου και του Άλλου και τις ιδέες του ρατσισμού και στη συνέχεια τις κατέγραψαν», γράφει η Sigel.
Στο μεταξύ, οι “κάρτες οικιακής χρήσης” που απεικόνιζαν λευκές Ευρωπαίες γυναίκες «ενίσχυαν τις τρέχουσες αντιλήψεις για τη σεξουαλικότητα και την κεντρική θέση των γυναικών στη διαμόρφωσή της».
Ένας άλλος τύπος καρτ-ποστάλ ήταν οι κωμικές κάρτες, οι οποίες «συχνά υπονόμευαν την κοινωνική τάξη, γελοιοποιώντας τόσο τους προνομιούχους όσο και τους ανθρώπους της εργατικής τάξης». Σε αυτές συνδυάστηκε «η σεξουαλικότητα, η σκατολογία και η κριτική με τρόπους που απαξίωναν την αστική σοβαροφάνεια της σεξουαλικότητας». Για παράδειγμα, το κυνήγι της αλεπούς στην Αγγλία «προσέφερε γόνιμο έδαφος για κριτική και χλευασμό». Η «αφόδευση, η ούρηση και τα πεπτικά αέρια είχαν αφαιρεθεί από το αγνό, υγιεινό, σεξουαλικό σώμα κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα» επανήλθαν μέσω των κωμικών καρτ ποστάλ.
Στο μυαλό των αξιωματούχων, «η θέαση της γυμνότητας από τις γυναίκες θα μπορούσε από μόνη της να αποβεί επικίνδυνη, παρόλο που η γυναικεία γυμνότητα κατείχε κεντρικό ρόλο στην αισθητική αντικειμενοποίηση».
Παρ’ όλα αυτά, οι πορνογραφικές «καρτ ποστάλ δεν προσέφεραν σεξουαλική απελευθέρωση», γράφει η Sigel. Ωστόσο, έφεραν «επανάσταση στην πορνογραφία». Όπως περιγράφει λεπτομερώς, η πορνογραφία από ένα αμιγώς ελίτ προνόμιο κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1880 και 1890, απέκτησε μαζική χρήση. Οι εικόνες που παράγονταν, ιδίως σε οικονομικά προσιτή μορφή καρτ ποστάλ, διεύρυναν το κοινό του πορνό από τις ανώτερες στις εργατικές τάξεις. Ο καθένας μπορούσε να αγοράσει τέτοιες καρτ ποστάλ ή να τις κοιτάει σε μηχανές προβολής που κόστιζαν μια δεκάρα (οι κάρτες προεικόνιζαν την τεχνολογία των κινηματογραφικών ταινιών, η οποία φυσικά υιοθετήθηκε πολύ γρήγορα από τους πορνογράφους).
Όλα αυτά ανησύχησαν την ελίτ, εξηγεί η Sigel, και «οι αρχές επέμεναν ότι οι εργατικές τάξεις έπρεπε να συμμορφώνονται με τους επίσημους κανόνες της δημόσιας αιδούς».
Στο μυαλό των αξιωματούχων, «το να βλέπουν οι γυναίκες τη γύμνια θα μπορούσε από μόνο του να αποβεί επικίνδυνο, παρόλο που το γυναικείο γυμνό κατείχε κεντρικό ρόλο στην αισθητική αντικειμενοποίηση». Αυτό ισχύει τόσο για την πορνογραφία όσο και για την υψηλή τέχνη: μέχρι και το 1893, οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές στα μαθήματα ζωγραφικής στη Βασιλική Ακαδημία Τέχνης του Λονδίνου.
«Οι γυναίκες, τα παιδιά, οι εργάτες και οι μαύροι παραβίαζαν τις “κατηγορίες της οντότητάς” τους ως αντικείμενα, όταν διεκδικούσαν τα ίδια προνόμια αισθητικής αντικειμενοποίησης που είχαν οι κοινωνικά ανώτεροι», γράφει χαρακτηριστικά η Sigel. Κι εδώ δημιουργείται το εξής οξύμωρο σχήμα: «Καθώς οι ομάδες ανθρώπων που απεικονίζονταν στις καρτ ποστάλ άρχισαν οι ίδιοι να βλέπουν σεξουαλικές αναπαραστάσεις, η πορνογραφία κατά την άρχουσα τάξη άρχισε να αποκτά απειλητικές προεκτάσεις».
Η ίδια η ελίτ που διαμόρφωνε την αγορά για την αγορά βιβλίων που σεξουαλικοποιούσαν τα κορίτσια δεν ήθελε τα κορίτσια να καταναλώνουν τη σεξουαλική κουλτούρα. Ομοίως, οι λευκοί άνδρες μπορούσαν να βλέπουν εικόνες τόσο λευκών όσο και μαύρων γυναικών και να διαβάζουν πορνογραφικά βιβλία για μαύρους άνδρες με λευκές συζύγους ανενόχλητοι, αλλά οι αποικιοκράτες αξιωματούχοι κατέστελλαν τις πορνογραφικές εταιρείες που προωθούσαν εικόνες λευκών γυναικών σε Αφρικανούς άνδρες.
«Έχετε διαπράξει μια σοβαρή παράβαση του νόμου», ανακοίνωσε ο δικαστής καταδικάζοντας έναν πορνογράφο σε ενάμιση χρόνο φυλάκιση και πρόστιμο 300 λιρών. «Αυτό που το κάνει ακόμα χειρότερο είναι το εξής: πουλήσατε και δείξατε αυτές τις πιο βρώμικες εικόνες στους ιθαγενείς».
«Οι κοινωνικές επιπτώσεις της “βρωμιάς” στα χέρια των λάθος ανθρώπων δεν αποκαλύπτει μόνο την υποκρισία», γράφει η Sigel, «αλλά αποκαλύπτουν τη σεξουαλικότητα ως μέθοδο κοινωνικού ελέγχου».
✥ Δείτε επίσης: Σεργκέι Παρατζάνωφ: Ένας “πληθωρικός πριμιτίφ” του κινηματογράφου